Του Νίκου Μελέτη
Σε κρίση με βάθος και απρόβλεπτες διαστάσεις που δεν περιορίζεται μόνο στις σχέσεις του Βερολίνου με την Άγκυρα, αλλά επηρεάζει βαθιά τις ευρωτουρκικές σχέσεις, το ευρύτερο πλέγμα των ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Ανατολικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξελίσσεται η ανοικτή σύγκρουση της Γερμανίας με το καθεστώς Erdogan.
Η σύλληψη δύο ακόμη γερμανών πολιτών τουρκικής καταγωγής, χωρίς μάλιστα να υπάρξει καμιά ενημέρωση στις γερμανικές διπλωματικές αρχές στην Τουρκία, ανεβάζοντας σε 10 τον αριθμό των Γερμανών που θεωρούνται «πολιτικοί κρατούμενοι» στην Τουρκία, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Η Angela Merkel, από τους πιο σταθερούς υποστηρικτές της προσέγγισης και της στενής σχέσης της Ευρώπης με την Τουρκία, έλαβε σαφή πλέον θέση, επαναλαμβάνοντας ότι είναι εκτός συζήτησης κάθε ενδεχόμενο αναβάθμισης της Συμφωνίας Τελωνειακής Ένωσης, όσο στην Τουρκία δεν υπάρχει «Κράτος Δικαίου». Μιλώντας μάλιστα την Πέμπτη στην Νυρεμβέργη σε συνάντηση επιχειρηματιών που πρόσκεινται στο κόμμα της CDU επέμεινε ότι η Τουρκία «δεν έχει καμιά σχέση με τη δική μας αντίληψη περί Κράτους Δικαίου και πρέπει να επανεξετασθεί η περαιτέρω γερμανική πολιτική έναντι της Τουρκίας».
Αργά το βράδυ της Κυριακής (σ.σ. και μετά τη δημοσίευση του άρθρου) σε μια εντυπωσιακή στροφή της μέχρι τώρα πολιτικής της στη διάρκεια του debate με τον M. Schulz, η Γερμανίδα Καγκελάριος δήλωσε ότι η «Τουρκία δεν θα πρέπει να γίνει μέλος της Ε.Ε.» και ότι η ίδια θα επιδιώξει συνομιλίες με τους Εταίρους «για μια κοινή θέση... ώστε να τερματισθούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις...». Καθώς πάντως η γεωγραφία είναι «αμείλικτη», είναι δεδομένο ότι ακόμη κι αν η A. Merkel επιλέξει τελικά τη διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία και τον ενταφιασμό της ευρωπαϊκής προοπτικής της, η Ε.Ε. είναι υποχρεωμένη να αναζητήσει ένα νέο τύπο σχέσης με την Τουρκία. Και αυτό φυσικά δεν αποτελεί πρόκληση μόνο για τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και την Άγκυρα, αλλά και για την Ελλάδα και την Κύπρο.
Το κλίμα που έχει δημιουργηθεί στη Γερμανία είναι πολεμικό και πυροδοτείται όχι μόνο λόγω της προεκλογικής περιόδου αλλά κυρίως από τη στάση της Άγκυρας η οποία συνεχίζει να προκαλεί ευθέως το Βερολίνο.
Η απροκάλυπτη παρέμβαση του Tayyip Erdogan στην πολιτική ζωή της Γερμανίας, με την προτροπή του στους Γερμανούς πολίτες τουρκικής καταγωγής να καταψηφίσουν την κ. Merkel και τον αντίπαλο της M. Schulz ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει οργή και να ενεργοποιήσει παραδοσιακά αντιτουρκικά αντανακλαστικά στη Γερμανία, τα οποία τα τελευταία χρόνια λόγω και της ήπιας πολιτικής της Α. Merkel είχαν αμβλυνθεί.
Και αυτό δεν αφορά μόνο στην προσπάθεια παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της Γερμανίας αλλά και στην προσπάθεια να ακυρώσει στην πράξη το τιτάνιο έργο που καταβάλλεται στη Γερμανία για την ομαλή ενσωμάτωση στην γερμανική κοινωνία των δυο εκατομμυρίων τούρκων μεταναστών και των εκατοντάδων άλλων χιλιάδων μουσουλμάνων μεταναστών και προσφύγων.
Είχε προηγηθεί η γνωστή διαμάχη, όταν η τουρκική κυβέρνηση επιχείρησε να εκβιάσει το Βερολίνο και να εξασφαλίσει ότι θα στραφεί εναντίον όλων εκείνων που ο T. Erdogan θεωρεί αντιπάλους του και συνεργάτες του F. Gulen, εμποδίζοντας την πρόσβαση Γερμανών βουλευτών στη βάση του Ιντσιρλίκ που στάθμευαν γερμανικά αεροσκάφη και προσωπικό συμμετέχοντας στις επιχειρήσεις εναντίον του ISIS. Το αποτέλεσμα ήταν να αποσύρει η Γερμανία τις δυνάμεις της από το Ιντσιρλίκ και να μετασταθμεύσουν στην Ιορδανία, ανοίγοντας ένα βαθύ ρήγμα στις σχέσεις των δύο χωρών που είναι και σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ.
Η ταξιδιωτική προειδοποίηση του Βερολίνου στους Γερμανούς πολίτες που ταξιδεύουν στην Τουρκία, επέφερε βαρύ πλήγμα στην τουρκική βιομηχανία και μεγαλώνει την «ψυχική» αποξένωση των δύο λαών.
Η σύλληψη του δημοσιογράφου Deniz Yucel που έχει και γερμανική υπηκοότητα και η παράνομη κράτησή του εδώ και 200 ημέρες είναι κάτι που δεν μπορεί να «χωνέψει» καμία γερμανική κυβέρνηση.
Ο «πόλεμος» συνεχίσθηκε με την αντιπαράθεση του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών S. Gabriel με την τουρκική κυβέρνηση η οποία αντέδρασε με απαράδεκτες εκφράσεις και με βαρύτατους χαρακτηρισμούς, στρεφόμενη μάλιστα εναντίον του πιο φιλικά διακείμενου προς την Τουρκία Γερμανού πολιτικού.
Το Βερολίνο παρά τη σκλήρυνση της στάσης έναντι του Erdogan θεωρείται δεδομένο ότι δεν θα ευνοήσει την πλήρη διακοπή των σχέσεων της χώρας με την Ε.Ε..
Και ο ίδιος ο κ. Gabriel δήλωσε ότι δεν θα πρέπει να δοθεί η ευκαιρία στον Erdogan να ανακαλύψει «νέο εχθρό» αυτή την φορά την Ευρώπη, που θα απομακρύνει την Τουρκία ακόμη περισσότερο από το Κράτος Δικαίου και θα φέρει σε ακόμη πιο δεινή θέση την κοινωνία των πολιτών.
Όμως χωρίς ενταξιακές διαπραγματεύσεις, τα περισσότερα Κεφάλαια τα οποία παραμένουν παγωμένα λόγω του βέτο της Κύπρου και της απροθυμίας πολλών χωρών να ανάψουν πράσινο φως στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας και χωρίς καμία προοπτική αναβάθμισης της Τελωνειακής Ένωσης, οι ευρωτουρκικές σχέσεις μπαίνουν σε κατάσταση βαθιάς ύπνωσης.
Εφόσον μάλιστα συνεχισθεί η στροφή προς ένα αυταρχικό αντιδημοκρατικό καθεστώς στην Τουρκία, αλλά και η επιβολή της ισλαμικής ατζέντας του T. Erdogan, τότε η σημερινή κρίση θα προσλάβει και ιδεολογικά -αξιακά χαρακτηριστικά που δεν θα επιτρέπουν την εύκολη αποκατάσταση των ευρωτουρκικών σχέσεων και φυσικά θα διατηρηθούν και μετά τις γερμανικές εκλογές.
Για την Κύπρο η σημερινή κατάσταση και το γεγονός ότι η Γερμανία που μέχρι τώρα επέτρεπε τις δολοπλοκίες των βρετανών για την άσκηση πίεσης στη Λευκωσία ώστε να απελευθερωθούν οι ευρωτουρκικές σχέσεις, δίνουν «ανάσες», καθώς το βάρος της αντιπαράθεσης με την Τουρκία ανήκει πλέον στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο.
Για την Αθήνα η κατάσταση είναι ακόμη πιο περίπλοκη, καθώς με παγωμένες σχεδόν τις διμερείς σχέσεις με επιλογή της Άγκυρας λόγω της μη παράδοσης των τούρκων πολιτών που έχουν ζητήσει άσυλο στη χώρα μας, η καθιερωμένη δήλωση ότι η Ελλάδα στηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας είναι κενή περιεχομένου. Και κυρίως αποδεικνύεται ότι το «ευρωπαϊκό εργαλείο» που για σχεδόν τρεις δεκαετίες χρησιμοποίησε αποτελεσματικά η ελληνική εξωτερική πολιτική έναντι της Τουρκίας, έχει περάσει πλέον σε άλλα χέρια και δεν συνδέεται άμεσα με τις ελληνικές ανησυχίες και τα ζητήματα των ελληνοτουρκικών. Η λογική εξωραϊσμού της Τουρκίας από την ελληνική εξωτερική πολιτική τα τελευταία χρόνια στέρησε από πολλά επιχειρήματα την Ελλάδα και σήμερα μεταξύ των περιορισμένων επιλογών που απομένουν είναι ίσως και η προσπάθεια να πεισθεί η Ε.Ε. και το Βερολίνο ότι αυτή η στροφή της Τουρκίας προς τον αυταρχισμό και τον τυχοδιωκτισμό δεν είναι άσχετη και με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας στο Αιγαίο ούτε φυσικά με την αποτυχία των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού.
Η σύγκρουση Βερολίνου-Άγκυρας δεν είναι πάντως παρά ένα ακόμη επεισόδιο στη μεγάλη περιπέτεια στην οποία έχει μπει η γειτονική χώρα που αφορά πλέον την ταυτότητά της, τον προσανατολισμό της, τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της και τελικά την ίδια τη συνοχή της...
Η αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης
Η αναθεώρηση και αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης, η οποία υπογράφτηκε το 1995 (όταν και η Ελλάδα ήρε το βέτο της) είναι υψίστης σημασίας για την τουρκική οικονομία, έχει σημαντικά οφέλη για ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αλλά κυρίως αποτελεί κορυφαίο βήμα ενσωμάτωσης και προσέγγισης της Τουρκίας με την Ε.Ε.. Ένα βήμα που έχει τη συγκεκριμένη περίοδο και υψηλό πολιτικό συμβολισμό, καθώς θα αποτελέσει την κολυμβήθρα για το «ξέπλυμα» του αυταρχικού καθεστώτος το οποίο οικοδομεί ο Tayyip Erdogan.
Η Τελωνειακή Ένωση καλύπτει τα βιομηχανικά προϊόντα αλλά εξαιρεί τα αγροτικά προϊόντα, τις υπηρεσίες και τους δημόσιους διαγωνισμούς. Τον περασμένο Δεκέμβριο η Κομισιόν ζήτησε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να της δώσει την εντολή επανεξέτασης της Τελωνειακής Ένωσης για την αναβάθμισή της.
Την περασμένη Τρίτη, 30 Αυγούστου, η κ. Merkel ενημέρωσε τον πρόεδρο της Κομισιόν J. C. Juncker ότι η Γερμανία θα ασκήσει βέτο στη διαδικασία αναβάθμισης της Τελωνειακής Ένωσης με την Τουρκία, βάζοντας ουσιαστικά τέλος σε κάθε συζήτηση.
Η Τουρκία ελπίζει ότι το μέγεθος των εμπορικών ανταλλαγών με την Ε.Ε., θα υποχρεώσει τις Βρυξέλλες να το ξανασκεφθούν.
Σαν η μοναδική χώρα μη μέλος της Ε.Ε. που έχει συμφωνία Τελωνειακής Ένωσης με την Ε.Ε., η Τουρκία έχει εξαγωγές 66,7 δισ. ευρώ και εισαγωγές 78 δισ. ευρώ (2016) μόνο σε προϊόντα, ενώ σε υπηρεσίες οι εξαγωγές προς την Ε.Ε. είναι 16,4 δισ. ευρώ και οι εισαγόμενες υπηρεσίες φθάνουν τα 12,2 δισ. ευρώ. Η Γερμανία, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιουλίου ήταν ο πρώτος προορισμός για τα εξής προϊόντα από την Τουρκία: κινητήρες, ρούχα, σίδηρο, μηχανολογικό εξοπλισμό, φουντούκια, φρούτα, λαχανικά και ξηρούς καρπούς.