Ταϊβάν: Η τηλεπικοινωνιακή άμυνα απέναντι στην Κίνα
Shutterstock
Shutterstock

Ταϊβάν: Η τηλεπικοινωνιακή άμυνα απέναντι στην Κίνα

Δεν έχει περάσει χρόνος από την επίσκεψη της τότε προέδρου της αμερικανικής Βουλής Νάνσυ Πελόζι στην Ταϊβάν. Όλοι θυμόμαστε την οργή της κινεζικής ηγεσίας και τον φόβο πολλών παρατηρητών πως κάποια στιγμή η Κίνα θα αποφασίσει να κινηθεί επιθετικά εναντίον της Ταϊβάν, την οποία θεωρεί κινεζικό έδαφος που νομοτελειακά θα πρέπει να επιστρέψει στην πατρίδα.

Τελικά, επικράτησαν οι ψυχραιμότεροι και πέρα από μερικές απειλητικές διελεύσεις κινεζικών πολεμικών πλοίων από τα στενά της Ταϊβάν και ορισμένες οργανωμένες κυβερνοεπιθέσεις, τίποτε άλλο δεν έγινε. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η πολιτική ηγεσία του νησιού κοιμάται ήσυχη. Κάθε άλλο. Πέρα από την συστηματική προσπάθεια ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, αυτό που απασχολεί πάρα πολύ την κυβέρνηση είναι η ασφάλεια των τηλεπικοινωνιών.

Αυτή την στιγμή, σχεδόν όλες οι διεθνείς τηλεπικοινωνίες γίνονται με την βοήθεια υποθαλάσσιων καλωδίων που φεύγουν από την χώρα και την συνδέουν με την Κίνα, την Ιαπωνία, τις Φιλιππίνες, την Νότια Κορέα, την Μαλαισία, την Σινγκαπούρη, το Βιετνάμ, την Ταϊλάνδη, την Ινδονησία, και ορισμένα από τα νησιά του Ειρηνικού όπως το Γκουάμ. Τουλάχιστον τρία από αυτά τα συστήματα καλωδίων την συνδέουν με την Δυτική Ακτή των ΗΠΑ. 

Η ανησυχία δεν είναι θεωρητική. Υπάρχουν ήδη αρκετά παραδείγματα που έχουν δείξει στην ηγεσία του νησιού, και στους κατοίκους του, την δύσκολη θέση στην οποία θα βρεθεί η Ταϊβάν αν για κάποιον λόγο σταματήσει η λειτουργία των καλωδίων που την συνδέουν τηλεπικοινωνιακά με τον υπόλοιπο κόσμο.

Το 2006, το νησί επλήγη από ισχυρό σεισμό που είχε σαν αποτέλεσμα το κόψιμο οκτώ υποβρυχίων καλωδίων. Η επισκευή τους κράτησε εβδομάδες και μέχρι την ολοκλήρωσή της είχε δυσκολέψει πολύ η πρόσβαση στο διαδίκτυο καθώς και η επικοινωνία μεταξύ των διατραπεζικών συστημάτων όπως και το διεθνές εμπόριο. Πρέπει να σημειωθεί πως οι παρενέργειες της καταστροφής των καλωδίων είχαν γίνει αισθητές σε μεγάλο μέρος της Ασίας, μέχρι και στην Σινγκαπούρη.

Στις αρχές του 2022, μία μεγάλη έκρηξη ηφαιστείου κατέστρεψε το μοναδικό υποβρύχιο τηλεπικοινωνιακό καλώδιο που ένωνε τα νησιά Τόνγκα του Ειρηνικού με τον υπόλοιπο κόσμο. Το νησιωτικό κράτος έμεινε σχεδόν αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο για πάνω από έναν μήνα μέχρι να αποκατασταθεί η ομαλή λειτουργία του καλωδίου.

Πιο κοντά στην Ευρώπη, τον Οκτώβριο του 2022, είχαμε το κόψιμο του καλωδίου που ενώνει τα νησιά Σέτλαντ στα βόρεια της Σκωτίας με την ενδοχώρα, μάλλον από ατύχημα με αλιευτικό σκάφος. Οι κάτοικοι έχασαν την πρόσβαση στα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας και στις υπηρεσίες internet. Πολύ πιο πρόσφατα, μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο, πλοία που έφεραν την κινεζική σημαία έκοψαν δύο από τα καλώδια που συνδέουν τα νησιά Μάτσου, που ελέγχονται από την Ταϊβάν, με την ίδια. Αποτέλεσμα ήταν το ψηφιακό σκοτάδι στα νησιά. 

Όλα αυτά έχουν δείξει στις αρχές της χώρας, και κυρίως στην αρμόδια υπουργό ψηφιακών ζητημάτων, την Όντρεϊ Τανγκ, τον κίνδυνο που μπορεί να διατρέξει η χώρα, όχι μόνο από πλευράς ασφαλείας αλλά και από οικονομικής απόψεως σε περίπτωση μαζικής καταστροφής των υποβρύχιων τηλεπικοινωνιακών καλωδίων που την συνδέουν με τον υπόλοιπο κόσμο.

Μία τέτοια καταστροφή θα μπορούσε να έλθει σαν αποτέλεσμα μίας μεγάλης φυσικής καταστροφής ή σαν αποτέλεσμα ενεργειών μίας εχθρικής δύναμης. Η δύναμη αυτή μπορεί βέβαια να είναι μόνον η Κίνα, αλλά για ευνόητους λόγους η υπουργός Τανγκ προτιμά να αναφέρεται γενικά σε έναν πιθανό καταστροφικό σεισμό.

Η Τανγκ έχει αναλάβει ένα πολύ φιλόδοξο και αρκετά δύσκολο έργο. Θέλει να κάνει την οικονομία του νησιού (το ΑΕΠ της είναι κοντά στα 750 δισεκατομμύρια δολάρια) ικανή να αντιμετωπίσει την πιθανή κατάρρευση των τηλεπικοινωνιών σε μία «έκτακτη» κατάσταση. Και θέλει να το έχει καταφέρει μέχρι το τέλος του 2024. Το σχέδιο της Τανγκ, όπως το περιέγραψε μιλώντας στο Bloomberg, βασίζεται στην ανάπτυξη ενός ευρύτατου δικτύου δορυφορικών επικοινωνιών και προβλέπει την εγκατάσταση 700 συστημάτων δορυφορικών δεκτών ανά την επικράτεια της Ταϊβάν.

Κάποιοι από τους δέκτες θα είναι σταθεροί και κάποιοι θα προβλέπεται να μπορούν να μετακινηθούν. Οι δέκτες αυτοί θα πρέπει να μπορούν να δέχονται τηλεπικοινωνιακά σήματα από πολλά συστήματα δορυφορικών τηλεπικοινωνιών, χαμηλού ύψους (Low Earth Orbit) ή μέσου ύψους (Medium Earth Orbit). Το σχέδιο βρίσκεται ακόμα «στα σκαριά», καθώς έχουν κληθεί ερευνητικά ινστιτούτα για να προτείνουν τις δικές τους τεχνικές λύσεις και να τις δοκιμάσουν. Ο νικητής θα πρέπει να συνεργαστεί με παρόχους δορυφορικών υπηρεσιών.

Η Τανγκ υποστήριξε, μιλώντας σε δυτικούς δημοσιογράφους, πως αρκετές εταιρείες παροχής δορυφορικών υπηρεσιών έχουν ήδη δείξει αξιόλογο ενδιαφέρον. Ανάμεσα σε αυτούς ανέφερε την OneWeb, κοινοπραξία στην οποία συμμετέχουν η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, η ινδική Bharti Global και η ιαπωνική Softbank και την Project Kuiper, μία πρωτοβουλία της αμερικανικής Amazon που ετοιμάζει ένα δίκτυο 3.000 δορυφόρων.

Βέβαια, αυτά τα δύο δίκτυα δεν έχουν τεθεί ακόμα σε λειτουργία. Αναγκαστικά το μυαλό πάει στην Starlink, την εταιρεία που ελέγχεται από τον Έλον Μασκ και έχει την δυνατότητα αυτή την στιγμή να παράσχει τις υπηρεσίες που χρειάζεται η Ταϊβάν. Η Τανγκ δεν αρνείται πως η Starlink θα μπορούσε να παράσχει τις υπηρεσίες που χρειάζεται η χώρα αλλά επιμένει πως δεν πρόκειται να βασιστεί μόνο σε έναν πάροχο υπηρεσιών γιατί έτσι θα είναι εξαιρετικά ευάλωτη στην περίπτωση που ο πάροχος θα αδυνατεί για κάποιον λόγο να παράσχει τις υπηρεσίες του.

Κάτι άλλο το οποίο απασχολεί την Τανγκ είναι το γεγονός πως πολλές υπηρεσίες που παρέχονται εντός του νησιού, όπως μία τηλεδιάσκεψη μεταξύ δύο τοπικών επιχειρήσεων, στην πραγματικότητα περνούν μέσα από καλώδια τα οποία φεύγουν από την χώρα.

Αυτό σημαίνει πως σε περίπτωση που κοπεί η υποθαλάσσια επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο είναι πιθανόν να είναι αδύνατη και η επικοινωνία εντός της χώρας. Η Τανγκ αναφέρθηκε σε αυτό με αφορμή το γεγονός πως οι τηλεδιασκέψεις που γίνονται με χρήση της υπηρεσίας Zoom περνούν μέσα από διεθνή καλώδια, σε αντίθεση με την αντίστοιχη υπηρεσία της Google. 

Δεν χρειάζεται να σκεφθούμε πολύ για να καταλάβουμε πως η Τανγκ έχει επηρεαστεί από όσα έχουν γίνει στον πόλεμο της Ουκρανίας και τη μεγάλη βοήθεια που πήρε η χώρα μέσω της χρήσης των δορυφορικών συστημάτων της Starlink. Αυτή τη στιγμή, όμως, η χώρα είναι κυριολεκτικά «γυμνή» όσον αφορά στη λειτουργία δορυφορικών τηλεπικοινωνιακών συστημάτων.

Στο άρθρο του Bloomberg αναφέρεται πως η τωρινή δυναμικότητα των συστημάτων δορυφορικών επικοινωνιών αντιστοιχεί στο 0,01% της δυναμικότητας των υποβρύχιων καλωδίων. Αυτό προφανώς εξηγεί και την βιασύνη της Τανγκ να ξεκινήσει την διαδικασία «στησίματος» του δικτύου δορυφορικών δεκτών που θα μπορεί να λειτουργήσει εφεδρικά ή συμπληρωματικά στην περίπτωση προβλημάτων των υποβρυχίων καλωδίων.

Η εγκατάσταση των 700 δορυφορικών δεκτών θα είναι μόνο η αρχή, καθώς σίγουρα δεν θα φτάνουν για να καλύψουν τις ανάγκες των 23 εκατομμυρίων κατοίκων της Ταϊβάν. Η βιασύνη της όμως δεν σχετίζεται μόνο με τον φόβο της πραγματικής ή μεταφορικής απειλής ενός «καταστροφικού σεισμού». Σχετίζεται και με κάτι άλλο που έχει υπόψη της η υπουργός: την πολιορκία κάτω από την οποία βρίσκεται το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο της χώρας της από αυτοματοποιημένες ψηφιακές επιθέσεις που προέρχονται από δράστες που πιθανότατα έχουν δεσμούς με την Κίνα.

Η Τανγκ φοβάται πως σε περίπτωση κάποιας έκρυθμης κατάστασης, αυτές οι ψηφιακές επιθέσεις θα πάρουν την μορφή μετάδοσης ψευδών ειδήσεων και πληροφοριών οι οποίες θεωρητικά θα έρχονται από την Ταϊβάν αλλά στην ουσία θα είναι κατασκευασμένες. Για την υπουργό, η δυνατότητα πρόσβασης της χώρας της σε ένα τηλεπικοινωνιακό δίκτυο μέσα από το οποίο θα μπορεί να προβάλλει την δική της εκδοχή για το τι συμβαίνει στην χώρα της είναι ζήτημα εξαιρετικά μεγάλης σημασίας. 

Το σχέδιο τηλεπικοινωνιακής άμυνας που έχει ετοιμάσει και τώρα ξεκινά να εφαρμόζει η Ταϊβάν υπό την επίβλεψη της υπουργού Τανγκ είναι εξαιρετικά φιλόδοξο αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο πως είναι εφικτό, τουλάχιστον μέσα στα χρονικά περιθώρια που έχει θέσει η ίδια. Σε μερικούς μήνες λογικά θα μπορούμε να πούμε περισσότερα πράγματα.

Πέρα από αυτό όμως, μας δείχνει το πόσο περίπλοκα έχουν γίνει τα πράγματα και πως κανείς δεν μπορεί να νοιώθει ασφαλής αν δεν έχει έτοιμα αρκετά σχέδια αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών, είτε βρίσκεται δίπλα στην Κίνα είτε κάπου αλλού. Οι «καταστροφικοί σεισμοί» δεν γίνονται μόνο στην Ασία.