Τα «Σεπτεμβριανά» του 1955 στην Πόλη

Τα «Σεπτεμβριανά» του 1955 στην Πόλη

Του Χρήστου Κονταρίδη*

Ο ιδρυτής του σύγχρονου τουρκικού κράτους, Μουσταφά Κεμάλ, πέθανε το 1938, κατορθώνοντας κατ' αρχάς να σώσει τη χώρα του από την πλήρη διάλυση μετά την ήττα που υπέστη κατά το Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και εν συνεχεία, καταργώντας τον θεσμό του σουλτάνου, να την μετατρέψει σε μία δημοκρατία κοσμικού χαρακτήρα της οποίας ηγήθηκε για σχεδόν μία εικοσαετία κυβερνώντας απολυταρχικά και δημιουργώντας σταδιακά στους πολίτες της μία συνείδηση τουρκικού εθνικισμού.

Ο διάδοχός του, Ισμέτ Ινονού, συνέχισε την πολιτική του προκατόχου του πάνω σε ένα όραμα παντουρκισμού και κρατώντας τη χώρα του ουδέτερη κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1950, με την ανάληψη της εξουσίας από τους Δημοκρατικούς, Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξελέγη ο Τζελάλ Μπαγιάρ, με πρωθυπουργό του τον Αντνάν Μεντερές. Δύο χρόνια μετά, το 1952, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα εισέρχονταν σε μία νέα φάση έντασης, με επίκεντρο το Κυπριακό και τον αγώνα της ΕΟΚΑ. Τότε παρακρατικοί μηχανισμοί στην Τουρκία, με πρωτοστάτη την εφημερίδα «Χουριέτ» (που τότε μετρούσε μόλις επτά χρόνια ζωής), επιδόθηκαν σε μία έντονη ανθελληνική προπαγάνδα, δίδοντας έμφαση σε δήθεν «εξόντωση» των Τουρκοκυπρίων από τους Έλληνες. Δημοσιογράφοι, όπως ο Σεντάτ Σιμαβί και ο Χικμέτ Μπιλ, υποδαύλιζαν το μίσος κατά οτιδήποτε ελληνικού.

Με την έναρξη του αντιαποικιακού-ενωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο τον Απρίλιο του 1955, αμέσως, ο εύπορος και οικονομικά ανθηρός πληθυσμός της Πόλης κατέστη στόχος, αφού σύμφωνα με τον τουρκικό Τύπο ήταν ο χορηγός της Οργάνωσης. Τον Αύγουστο, ο πρωθυπουργός Μεντερές σε λόγο του που εκφώνησε, κατήγγειλε τον Πατριάρχη Αθηναγόρα ως συνωμότη και το σύνολο σχεδόν του τουρκικού Τύπου άρχισε να ζητά από την κυβέρνηση την έξωση του Πατριαρχείου. Οι διαδηλώσεις κατά του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης έγιναν καθημερινό φαινόμενο, αφού υποκινούνταν από πράκτορες των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, με πρωτοστατούσα την Οργάνωση «Kibris Turktur»(=η Κύπρος είναι τουρκική) και διάφορους φοιτητικούς συλλόγους.

Το τουρκικό προξενείο Κομοτηνής έπαιξε (από τότε έπαιζε) και αυτό το ρόλο του, με εντελοδότη το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών. Του ανετέθη η αποστολή αναζήτησης, στους κόλπους της μουσουλμανικής μειονότητας στην Θράκη, ατόμου που θα τοποθετούσε βόμβα στον χώρο του τουρκικού προξενείου της Θεσσαλονίκης, με στόχο την ενοχοποίηση της Ελλάδας. Τελικά, ο νέος που επελέγη ήταν ο τριτοετής φοιτητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Οκτάι Ενγκίν. Ο Ενγκίν παρέλαβε εκρηκτικό μηχανισμό από άτομα του προξενείου Κομοτηνής και τον παρέδωσε στον ίδιο τον Τούρκο υποπρόξενο της Θεσσαλονίκης, Αλή Τεκίνογλου, με μυστικότητα και εκείνος στον Ουλού Χασάν, έναν σκληροπυρηνικό της μειονότητας, που τον τοποθέτησε στον περίβολο του κτιρίου του προξενείου. Η βόμβα εξερράγη στις 22.00' το βράδυ της 5ης Σεπτεμβρίου του 1955, προξενώντας ασήμαντες ζημιές. Σύμφωνα με το σχέδιο, η ενέργεια αυτή αποδόθηκε από τον τουρκικό Τύπο σε Έλληνες και ζητούνταν από τον λαό να ανταποδώσει το «άγος». Η αφορμή για την έξωση του Ελληνισμού της Πόλης είχε σημάνει.

Το ίδιο βράδυ, κάτοικοι ολόκληρων χωριών μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, με τραίνα, λεωφορεία, ακόμα και με φορτηγά του Στρατού, μαζί και με ποινικούς κρατούμενους που αφέθηκαν προσωρινά ελεύθεροι από τις φυλακές με υποσχέσεις από τις Αρχές για μείωση των ποινών τους και αντάλλαγμα την συμμετοχή σε επιδρομή κατά των Ελλήνων. Στόχος υπήρξε κυρίως η περιοχή του Περάν, όπου βρισκόταν οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις, καταστήματα και οικίες Ελλήνων. Αυτές οι ομάδες, υπό τα απαθή βλέμματα αστυνομικών και Στρατού, κρατώντας τουρκικές σημαίες και κραδαίνοντας ρόπαλα, μαχαίρια και λοστούς, άρχισαν να βιαιοπραγούν απρόκλητα κατά Ελλήνων, καταστρέφοντας, λεηλατώντας και πυρπολώντας όχι μόνο τις περιουσίες τους, αλλά και Ορθόδοξες εκκλησίες και νεκροταφεία. Μάρμαρα και σταυροί πάνω στους τάφους θρυμματίστηκαν και λείψανα νεκρών ξεθάφτηκαν και τα οστά τους ρίφθηκαν έξω. Ο απολογισμός ήταν τρομερός. Πολλοί Έλληνες θανατώθηκαν με εξαιρετικά βίαιους τρόπους, 200 περίπου γυναίκες βιάσθηκαν, 4.340 καταστήματα Ελλήνων καταστράφηκαν μερικώς ή ολοσχερώς, ενώ οι οικίες που λεηλατήθηκαν υπερέβησαν τις 2.500. Εργοστάσια και ελληνικές βιοτεχνίες καταστράφηκαν και ουδέποτε ανέκαμψαν, ενώ 38 εκκλησίες και μονές λεηλατήθηκαν και κατόπιν κάηκαν ολοσχερώς και 35 υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές.

 Ο τουρκικός λαός την επομένη ημέρα πανηγύριζε, ενώ η κυβέρνηση Μεντερές αποποιούμενη κάθε ανάμειξη, επέρριπτε την ευθύνη αορίστως στους κομμουνιστές, αποστέλλοντας και σχετικό τηλεγράφημα στον Έλληνα πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, σε μία προσπάθεια υποβάθμισης των γεγονότων. Η ελληνική κυβέρνηση άφησε την τουρκική προκλητικότητα αναπάντητη, αποφεύγοντας να καταγγείλει και να εκθέσει την Άγκυρα στους διεθνείς οργανισμούς.

*Ο Χρήστος Κονταρίδης είναι αντιστράτηγος Αστυνομίας ε.α., πολιτικός επιστήμονας και ιστορικός και υποψήφιος βουλευτής ΝΔ στη Β' περιφέρεια Αθηνών (F.B. Christos Kontaridis και Χρήστος Κονταρίδης).