Του Νίκου Μελέτη
Κρυφά μηνύματα επέλεξε να στείλει από την Θράκη ο τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν που δεν αφορούν μόνο τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις και ισορροπίες αλλά και την δική του προσπάθεια να αναχθεί σε ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου ο ίδιος και να επεκτείνει την τουρκοισλαμική επιρροή όπου υπάρχουν μουσουλμανικές μειονότητες και κοινότητες.
Η προσοχή κατά την επίσκεψη Ερντογάν στην Κομοτηνή, εστιάσθηκε στην εικόνα, στο γεγονός ότι δεν τήρησε το συμφωνηθέν πλαίσιο, και ότι αναφέρθηκε στην ανάγκη τα μέλη της μειονότητας να είναι «καλοί πολίτες της χώρας τους», τα «παράπονα» του για τους βουλευτές της μειονότητας και σχεδόν χαιρετίσθηκε η αναφορά του σε «Πομάκους» και σε διατήρηση της «ελληνικής σημαίας».
Όμως ο Ερντογάν δεν πήγε στην Θράκη για να στείλει αυτό το μήνυμα. Αντιθέτως η Κομοτηνή αποτέλεσε έναν ακόμη κομβικό σταθμό σε αυτό που αποτελεί μέρος της συνολικής στρατηγικής του για εργαλιοποίηση των μουσουλμανικών μειονοτήτων και κοινοτήτων όχι μόνο εντός των γεωγραφικών ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με έμφαση στα Βαλκάνια, αλλά και σε δυναμικές μουσουλμανικές κοινότητες στην Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Και σε αυτό το σχέδιο ο Ταγίπ Ερντογάν δεν αρκείται μόνο στην τουρκική καταγωγή η προέλευση, αλλά επεκτείνει την στόχευση του σε κάθε μουσουλμάνο ανεξαρτήτως εθνικότης προέλευσης.
Η κίνηση του Ερντογάν να χαιρετήσει αρκετές φορές σχηματίζοντας με το χέρι του το σύμβολο «ραμπίας», τα τέσσερα δάκτυλα απλωμένα και ο αντίχειρας μαζεμένος , σβόλο των Αδελφών Μουσουλμάνων της Αιγύπτου(που έχει υιοθετήσει πλέον ο Ερντογάν), και το κάλεσμα του στους συγκεντρωμένους ότι είναι Έλληνες πολίτες αλλά να μην ξεχνούν ότι είναι «1 σημαία, 1 Έθνος, 1 πατρίδα, 1 θρησκεία» ήταν ένα ξεκάθαρο μήνυμα αυτής της προσπάθειας μετατροπής του τουρκοισλαμισμού σε κυρίαρχη δύναμη ενός υπερεθνικού ισλάμ. Και σε αυτή την προσπάθεια ο Ταγίπ Ερντογάν θεωρεί ότι ο ηγετικός ρόλος ανήκει δικαιωματικά στον ίδιο.
Σε αυτό το πλαίσιο ο τούρκος ηγέτης έκανε και τις συγκεκριμένες αναφορές στην εθνοτική διαίρεση της μουσουλμανικής μειονότητας. Όπως είπε, στην Αθήνα η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε τον χαρακτηρισμό της μειονότητας ως τουρκικής, με το επιχείρημα ότι έτσι θα αφομοιώνονταν οι άλλες ομάδες όπως οι Ρομά και οι Πομάκοι.
«Τούρκοι, Πομάκοι, Ρομά, Βόσνιοι, όλοι έχουν έναν κοινό παρονομαστεί. Και αυτός είναι το Ισλάμ...» ήταν η απάντηση που δημοσιά έδωσε ο Ταγίπ Ερντογάν.
Η επιμονή του τούρκου προέδρου στην αναθεώρηση η επικαιροποίηση όπως είπε της Συνθήκης της Λωζάνης με πρώτη προτεραιότητα του την καθιέρωση της εκλογής των μουφτήδων, εντάσσεται ακριβώς σε αυτή την στρατηγική επιλογή.
Φυσικά για μια ακόμη φορά αναδεικνύονται οι εσωτερικές αντιφάσεις της πολιτικής του Ερντογάν. Ενώ επιμένει στην θρησκευτική ταυτότητα των μειονοτήτων και κοινοτήτων, την ίδια στιγμή αμφισβητεί τον θρησκευτικό προσδιορισμό της μειονότητας ως «μουσουλμανικής».
Εντελώς απαράδεκτη ήταν η αναφορά του Ταγίπ Ερντογάν για τους τέσσερις μειονοτικούς βουλευτές, με δεδομένο ότι οι «παραινέσεις» του ακούστηκαν απειλητικές ,πολύ περισσότερο μάλιστα όταν είναι γνωστό ότι από τις τελευταίες ευρωεκλογές απροκάλυπτα η μειονοτική ψήφος «άγεται και φέρεται» από το τουρκικό προξενείο.
Ο κ. Ερντογάν με την δήλωση του ότι οι τέσσερις βουλευτές πρέπει να δουλέψουν πιο σκληρά για τα προβλήματα της μειονότητας όχι μόνο στοχοποίησε τους τέσσερις βουλευτές, αλλά έστειλε το μήνυμα (κυρίως σε βουλευτές όπως ο Μ. Μουσταφά και Α. Καραγιουσούφ που έχουν αρκετές φορές αποστασιοποιηθεί από τα κελεύσματα του προξενείου) ότι ελέγχονται και παρακολουθούνται και συνεπώς η επανεκλογή τους θα κριθεί από τις επιδόσεις τους βάσει των κριτηρίων που έθεσε ο ίδιος.
Τέτοια μηνύματα ,έχουν ιδιαίτερη σημασία όταν φυσικά γίνονται σε μια περίοδο που η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που στηρίζει την κυβενρηση είναι ισχνή και στηρίζεται στην ψήφο των τριών βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ.
Το τουρκικό προξενείο Κομοτηνής μετά την εντυπωσιακή επίδοση του μειονοτικού κόμματος ΚΙΕΦ στις τελευταίες ευρωεκλογές ,διατηρεί την παράλληλη αυτή δομή ώστε εφόσον υπάρξει αλλαγή του εκλογικού νόμου που θα προβλέπει και μείωση του πλαφόν του 3% να διεκδικήσει αυτόνομη κάθοδο του ΚΙΕΦ στις εκλογές. Μέχρι τότε θα συνεχισθεί όπως φάνηκε και από τις δηλώσεις Ερντογάν η προσπάθεια για ανάδειξη μειονοτικών βουλευτών, που θα ικανοποιούν τα στάνταρτ που έβαλε ο τούρκος πρόεδρος.
Οι υπόλοιπες τοποθετήσεις του Ταγίπ Ερντογάν κινήθηκαν στο γνωστό πλαίσιο: ζήτησε την εφαρμογή των αποφάσεων του ΕΔΑΔ (τόσο για την χρήση του όρου τουρκικός από συλλόγους στην Θράκη ,όσο και για το θέμα των μουφτήδων). Επανέλαβε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει ότι και ο ίδιος κάνει για την ελληνική κοινότητα στην Κωνσταντινούπολη και για το Οικουμενικό Πατριαρχείο( μια τοποθέτηση αστοχεί και ανιστόρητη) και τόνισε ότι η «βελτίωση των σχέσεων της Τουρκίας με την Ελλάδα, βοηθά στην επίλυση των προβλημάτων της μειονότητας».
«Υπάρχει η ελληνική σημαία εδώ, και η επιθυμία μας είναι να μην θελήσει η Ελλάδα να σας αφομοιώσει. Είναι άλλο πράγμα η ενσωμάτωση.» είπε ο κ. Ερντογάν καλώντας την μειονότητα να εργασθεί ώστε να βελτιώσει την θέση της, να μορφωθεί, να μάθει καλά ελληνικά ώστε να μπορεί να προκόψει στην Ελλάδα, και συγχρόνως ζήτησε από τα μέλη της μειονότητας να προστατεύσουν την « ταυτότητα, τις παραδόσεις, την πίστη τους...»
Η μικρή συμμετοχή μειονοτικών στην υποδοχή του Ερντογάν, δείχνει όχι μόνο τον φόβο του μειονοτικού στοιχείου να εκτεθεί συμμετέχοντας σε αυτές τις εκδηλώσεις, αλλά και την ενστικτώδη καχυποψία σε τέτοιες προσπάθειες εμπλοκής της μειονότητας ,που αποτελείται από Ευρωπαίους πολίτες, σε αυτά τα σκοτεινά παιγνίδια εξουσίας του Τ. Ερντογάν. Και η ανησυχία των μουσουλμάνων συμπολιτών μας είναι μεγαλύτερη όταν με τέτοιες κινήσεις η Τουρκία οξύνει τα πνεύματα και απειλεί να δημιουργήσει νέα καχυποψία και σύννεφα στις σχέσεις με το σύνοικο χριστιανικό στοιχείο στην Θράκη…
Η επίσκεψη Ερντογάν σε Αθήνα και Θράκη ,αποκάλυψε τις προθέσεις του και την στρατηγική του. Στο χέρι της Ελληνικής Πολιτείας είναι να υψωθούν τα τείχη απέναντι σε αυτή την προσπάθεια «στράτευσης» της ελληνικής μουσουλμανικής μειονότητας για αλλότριους σκοπούς. Και μόνον τότε η μειονότητα θα μπορεί να αποτελέσει πραγματική γέφυρα φιλίας μεταξύ των δυο χωρών.