Τα ερωτήματα για την αλλαγή πλεύσης Ερντογάν

Τα ερωτήματα για την αλλαγή πλεύσης Ερντογάν

Του Νίκου Μελέτη

Μετά τη θετική είδηση, από τις ελάχιστες των τελευταίων μηνών, της απελευθέρωσης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών που κρατήθηκαν παράνομα για 167 ημέρες στις τουρκικές φυλακές, τα ερωτήματα είναι φυσικά ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στην αλλαγή πλεύσης του Ταγίπ Ερντογάν και αν υπήρξαν κρυφά παζάρια και ανταλλάγματα.

Η απαλλαγή των ελληνοτουρκικών σχέσεων από το μεγάλο βαρίδι της ομηρίας των δύο Ελλήνων στρατιωτικών επαναφέρει τις σχέσεις στο σημείο που βρίσκονταν την 1η Μαρτίου πριν από τη σύλληψή τους.

Ενθουσιώδεις δηλώσεις όπως αυτή του πρωθυπουργού για «πράξη δικαιοσύνης, που θα συμβάλει στην ενίσχυση της φιλίας, της καλής γειτονίας και της σταθερότητας στην περιοχή» δημιουργούν λανθασμένα συμπεράσματα, καθώς φυσικά επρόκειτο περί άρσης μονομερούς προκλητικού τετελεσμένου που επέβαλε η Τουρκία.

Η συγκυρία

Η Ελλάδα οφείλει να χαιρετίσει την απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, αλλά αυτή η κίνηση απέχει μακράν από το να χαρακτηριστεί ως… βήμα για την καλή γειτονία και τη σταθερότητα στην περιοχή. Τέτοιο θα μπορούσε να είναι ίσως η εγκατάλειψη όλων των αμφισβητήσεων της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, η παύση των τουρκικών παρεμβάσεων στη Θράκη, η επίλυση του Κυπριακού και όχι φυσικά η απελευθέρωση των δύο στρατιωτικών που εσκεμμένα συνέλαβε και αυθαίρετα και παράνομα κράτησε φυλακισμένους για 167 ημέρες η Τουρκία.

Η συγκυρία ήταν ευνοϊκή τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς ο Ταγίπ Ερντογάν με αφορμή μια ανάλογη υπόθεση, αυτή του Αμερικανού πάστορα Α. Μπράνσον, που έχει οδηγήσει στη χειρότερη κρίση τους τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, ήθελε να στείλει μήνυμα ότι η Δικαιοσύνη της χώρας του είναι «ανεξάρτητη» και ότι ο ίδιος δεν παίζει παιχνίδια «ομήρων».

Ο Ταγίπ Ερντογάν με αφορμή την υπόθεση Μπράνσον έχει εγκλωβιστεί ο ίδιος και η χώρα του σε ένα επικίνδυνο αδιέξοδο, που η συνέχιση της κράτησης του Μπράνσον θα οδηγήσει σε κλιμάκωση της κρίσης με την Ουάσινγκτον, ενώ η απελευθέρωσή του υπό το καθεστώς των πιέσεων και των κυρώσεων που επιβάλλει η κυβέρνηση Τραμπ θα θρυμματίσει το προφίλ του πανίσχυρου ηγέτη που καλλιεργεί ο Τ. Ερντογάν, με συνέπειες και στο εσωτερικό της Τουρκίας αλλά και στο κύρος της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης.

Ο Τούρκος πρόεδρος πιεσμένος ασφυκτικά από την Ουάσινγκτον και γνωρίζοντας ότι η απειλή του για «νέες συμμαχίες» είναι περισσότερο θεωρητική, μιας και ούτε η Μόσχα ούτε το Κατάρ ούτε το Πεκίνο μπορούν ή έχουν διάθεση να σώσουν την τουρκική οικονομία, θέλει να κρατήσει ανοιχτή την πόρτα της Ευρώπης.

Έχοντας ήδη κλείσει τις ημερομηνίες για την επίσκεψή του στο Βερολίνο τον Σεπτέμβριο και ακούγοντας τις θετικές δηλώσεις στήριξης της Τουρκίας από τη Γερμανίδα καγκελάριο και τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών, γνωρίζει ότι δεν θα μπορέσει να διατηρηθεί αυτό το κλίμα και να δοθεί το μήνυμα ότι η Τουρκία δεν είναι απομονωμένη, εάν συνεχίσουν να κρατούνται στις τουρκικές φυλακές Γερμανοί πολίτες και φυσικά και οι δύο Ελληνες στρατιωτικοί.

Η ίδια η κ. Μέρκελ εξάλλου στη σύντομη συνάντηση που είχε με τον Αλέξη Τσίπρα στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο είχε δείξει ενδιαφέρον για την υπόθεση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών και είχε δηλώσει πως θα κάνει ό,τι μπορεί για την απελευθέρωσή τους.

Η απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών ήταν σχεδόν ανέξοδη για τον Τ. Ερντογάν, καθώς εμφανίζεται ως απόφαση της τουρκικής Δικαιοσύνης και συνεπώς δεν είναι αποτέλεσμα των πιέσεων της Ε.Ε. και της Ελλάδας και σε επικοινωνιακό επίπεδο επιβεβαιώνει αυτό που και ο ίδιος έχει πει επανειλημμένα ότι η «άσκηση πίεσης στην Τουρκία και οι κυρώσεις δεν φέρνουν αποτέλεσμα».

Το μήνυμα που ήθελε να στείλει η Τουρκία στην Αθήνα με τη σύλληψη και παράνομη κράτηση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών έχει ληφθεί και πλέον η συνέχιση της κράτησης ή ακόμη και η καταδίκη τους θα έβαζε ένα σοβαρό εμπόδιο στις σχέσεις της Τουρκίας όχι μόνο με την Ελλάδα αλλά και με την Ε.Ε., καθώς το θέμα είχε απασχολήσει τις τελευταίες συνόδους κορυφής της Ε.Ε. και τα συμβούλια ΥΠΕΞ και με παρεμβάσεις του πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα και του ΥΠΕΞ Ν. Κοτζιά είχε συμπεριληφθεί στα κείμενα αποφάσεων των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε.

Όλο αυτό το διάστημα όμως και σε διμερές επίπεδο υπήρξαν συνεχείς και διαρκείς παρεμβάσεις.

Η κυβέρνηση επέλεξε από την αρχή τους χαμηλούς τόνους, καθώς με τους δύο Ελληνες στρατιωτικούς στα χέρια των τουρκικών αρχών ήταν μάλλον υψηλού ρίσκου επιλογή η κλιμάκωση της έντασης.

Χρήσιμοι αποδείχθηκαν και οι δίαυλοι επικοινωνίας, που διατηρήθηκαν όλο αυτό το διάστημα, του διευθυντή του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού Βαγγέλη Καλπαδάκη με τον ομόλογό του Κερίμ Ουράς, ο οποίος λόγω της προηγούμενης θητείας του στην Αθήνα γνωρίζει καλά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το εάν η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε συγκεκριμένες δεσμεύσεις και υποχρεώθηκε να παραχωρήσει ανταλλάγματα, ως «λύτρα» για την απελευθέρωση των δύο, δεν είναι γνωστό.

Πάντως, ο κ. Ερντογάν σταθερά συνέδεε την υπόθεση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών με τους οκτώ Τούρκους αξιωματικούς, ενώ στην τελευταία συνάντησή του με τον Αλ. Τσίπρα είχαν υπάρξει υπαινιγμοί για σύνδεση και με το θέμα των μουφτήδων στη Θράκη.

Τα θέματα ασφάλειας και η συνάντηση Τσίπρα - Ερντογάν

Σε ό,τι αφορά τους οκτώ Τούρκους αξιωματικούς, η Αθήνα -ακόμη κι αν ήθελε- δεν έχει τη δυνατότητα πλέον σε οποιαδήποτε παρέμβαση προς τη Δικαιοσύνη. Αντιθέτως, όμως, η συμπερίληψη «θεμάτων ασφάλειας» στην ατζέντα της τελευταίας συνάντησης Τσίπρα - Ερντογάν στις Βρυξέλλες ουσιαστικά παραπέμπει σε νέο κώδικα αντιμετώπισης της παράνομης εισόδου και δραστηριοποίησης στην Ελλάδα γκιουλενιστών ή όποιων άλλων θεωρεί τρομοκράτες ή αντιπάλους του το καθεστώς Ερντογάν. Και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την τουρκική κυβέρνηση, καθώς κλείνει η βασική οδός διαφυγής των αντικαθεστωτικών.

Το επόμενο διάστημα θα αποδειχθεί εάν και σε ποια έκταση εφαρμόζεται η πρακτική αυτή έναντι των Τούρκων αντικαθεστωτικών.

Σε ό,τι αφορά τη Θράκη, που προφανώς δεν μπορεί να μπει στο παζάρι με υποθέσεις όπως αυτή των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, τα περιθώρια παρέμβασης είναι επίσης περιορισμένα.

Η Θράκη και οι Μουφτήδες

Η καρατόμηση των δύο μουφτήδων και η δρομολόγηση της ανάδειξης νέων μόνον εμμέσως θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της τουρκικής πλευράς. Ο Ερντογάν απειλεί την εκλογή τους με καθολική ψηφοφορία, κάτι που δεν μπορεί να γίνει, καθώς η ανάδειξή τους προβλέπεται μόνο από περιορισμένο εκλεκτορικό σώμα. Όμως η διατήρηση των μουφτειών με τοποτηρητές και περαιτέρω αποδυνάμωσή τους οδηγεί σε περαιτέρω ενίσχυση των δύο ψευδομουφτειών, που λειτουργούν ως όχημα του τουρκισμού στη Θράκη.

Την υπόθεση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών -έστω με μεγάλη καθυστέρηση και με μεγάλο κόστος για τους ίδιους και τις οικογένειές τους, που με αξιοπρέπεια και σθένος αντιμετώπισαν αυτή τη δύσκολη κατάσταση, είχε αίσιο τέλος- πρέπει να την αντιμετωπίσουμε στις πραγματικές διαστάσεις της. Ο κ. Ερντογάν θέλησε να παίξει ένα άθλιο παιχνίδι εις βάρος της χώρας μας και όταν θεώρησε ότι έχει πετύχει τον στόχο του και η συνέχιση της κράτησής τους θα είχε μεγαλύτερο κόστος παρά όφελος για τον ίδιο, τους απελευθέρωσε.. Και φυσικά δεν υπάρχει κανένας λόγος για τεμενάδες στον πολυχρονεμένο Ταγίπ…

*Το άρθρο δημοσιεύεται στο σημερινό φύλλο του Φιλελεύθερου.