Τα ανυπέρβλητα εμπόδια στις σχέσεις ΗΠΑ - Τουρκίας
AP
AP

Τα ανυπέρβλητα εμπόδια στις σχέσεις ΗΠΑ - Τουρκίας

Η «διπλωματία των σεισμών» υπερεκτιμήθηκε για μια ακόμη φορά από μια γενιά που δεν έχει αντιληφθεί το πόσο διαφορετικά λειτουργούν οι διεθνείς σχέσεις. Αυτή η «προσέγγιση» δεν αφορούσε μόνο στα ελληνοτουρκικά, αλλά και συνολικά στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση, και πιο συγκεκριμένα, με τις ΗΠΑ, που αρκετοί εδώ έσπευσαν να τις χρήσουν πιο πολύ ως φιλανθρωπικό ίδρυμα παρά ως ένα κράτος που έχει πολύ βαθιές διαφορές με την Τουρκία.

Οι ΗΠΑ διαχωρίζουν το θέμα της ανθρωπιστικής βοήθειας από όλες τις διαφορές που έχουν με την Τουρκία και οι οποίες ακούστηκαν και στις κοινές δηλώσεις Μπλίνκεν-Τσαβούσογλου. Από την άλλη πλευρά, η επίσκεψη Μπλίνκεν στην Ελλάδα έχει άλλο πλαίσιο, καθώς για πρώτη φορά από το 1947, η δεκαετία που διανύουμε είναι η καλύτερη αναφορικά με τις σχέσεις Ελλάδας-ΗΠΑ. Ο τέταρτος γύρος στρατηγικού διαλόγου φέρνει και άλλα θέματα τα οποία ωθούν τις δύο χώρες στο να γίνουν μελλοντικά στρατηγικοί σύμμαχοι. 

Ο Ερντογάν το πάει μέχρι τέλους, η Ουάσινγκτον έχει επιλογές 

Από το φιλόξενο liberal.gr είχαμε αναφερθεί στα σενάρια της Τουρκίας τα οποία ακτινογραφούν ουσιαστικά τις επιλογές που έχει ο Ερντογάν μετά τον σεισμό. Το πιο σημαντικό είναι ότι έγινε διάκριση ανάμεσα στα γεγονότα που είναι game changers και στα αντίστοιχα που είναι επιταχυντές των ήδη υφιστάμενων δεδομένων.

Με λίγα λόγια, αν κάτι αλλάζει στην Τουρκία, αυτό είναι η διαπραγματευτική της θέση η οποία επιδεινώνεται μετά από έναν σεισμό που αναμένεται να έχει εκτός από δεκάδες ακόμη χιλιάδες νεκρούς, μια τεράστια και εν πολλοίς αχαρτογράφητη οικονομική καταστροφή.

Ο Ερντογάν δεν έχει την πολυτέλεια να κάνει πίσω από το αφήγημα που έχτιζε εδώ και πολλά χρόνια. Ο ίδιος δηλαδή ο «παθών» δεν αντιμετωπίζει τον καταστροφικό σεισμό ως game changer. Το ίδιο κάνουν και οι ΗΠΑ με τη διαφορά, ότι γνωρίζουν πως η Τουρκία θα έσπευδε να εργαλειοποιήσει την οποιαδήποτε άνευ όρων βοήθεια και να την εντάξει στην προβλέψιμη -πλέον- συναλλακτική της πολιτική.

Οι ΗΠΑ έχουν κουραστεί με την Τουρκία και πλέον κάνουν ακόμη περισσότερο, διαχείριση του πολιτικού χρόνου του Ερντογάν, πριν τις εκλογές, όποτε αυτός τις κάνει. Η έλλειψη στρατηγικής αντιμετώπισης της Τουρκίας από τη Δύση, ειδικά μετά το 2015, κατέστησε τον Ερντογάν ασύδοτο και τη Δύση να περιμένει πότε θα τελειώσει τη θητεία του ο Ερντογάν, αγνοώντας τις συνέπειες που 20 χρόνια «ενός ανδρός αρχής» μπορούν να επιφέρουν σε όλα τα επίπεδα.

Τα πράγματα προσώρας, είναι ξεκάθαρα: Οι ΗΠΑ θέλουν τη Σουηδία και τη Φινλανδία στο ΝΑΤΟ στην εαρινή Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ. Οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν επίσης τουρκική προκλητικότητα εναντίον της Ελλάδας και της Αρμενίας. Ζητούν από τον Ερντογάν, αλλαγή στάσης που δεν μπορεί ο ίδιος να κάνει.

Ο Ερντογάν δεν ξέρουμε πότε θα πάει σε εκλογές και υπό αυτές τις συνθήκες, θεωρείται σχεδόν απίθανο να κάνει πίσω σε αυτό το θέμα. Ο Μπλίνκεν δημοσίως ανέφερε ότι δεν υπάρχει καθορισμένη ημερομηνία αποστολής αιτήματος της αμερικανικής κυβέρνησης προς το Κογκρέσο.

Ο Ερντογάν θα εκμεταλλευτεί το κακό κλίμα της επίσκεψης Μπλίνκεν και στην Τουρκία και θα αρχίσει να κατηγορεί τις ΗΠΑ για «απάνθρωπη» και «εκβιαστική» συμπεριφορά συνδέοντας τον σεισμό με την «περηφάνια» της Τουρκίας. Οι βαθιές διαφορές μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας παρέμειναν.

Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις με και χωρίς τα ελληνοτουρκικά 

Δεν είναι μόνο η λεξιπλασία και η ευρηματικότητα σε μορφές διπλωματίας που δεν υπήρξαν ποτέ. Η γενιά που απέρχεται, συνήθως ταυτίζει τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και τον ίδιο τον στρατηγικό προσανατολισμό της χώρας με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Αυτή η ομάδα, διαπερνά όλο το φάσμα του πολιτικού συστήματος. Οι σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, είναι από το 2018 ενταγμένες σε Στρατηγικό Διάλογο. Η Ελλάδα έχει για πρώτη φορά την ευκαιρία να κάνει μια αρχή που δεν μπορούσε το 1947 με τις ΗΠΑ. Τομείς που αφορούν το τρίπτυχο «γνώση-έρευνα-παραγωγή» και που συνιστούν την πεμπτουσία της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, οφείλουν να είναι προτεραιότητες.

Οι αμερικανικές επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί εντυπωσιακά γιατί πολύ απλά, στο παρελθόν ήταν ισχνές. Η επίσκεψη του Μπλίνκεν, όπως και κάθε άλλη επίσκεψη δεν πρέπει να αναλώνεται μόνο με φόντο την Τουρκία. Η εμπλοκή της DFC (Development Financing Corporation) στην Ελλάδα, παρόλο που η χώρα μας δε θεωρείται αναπτυσσόμενη χώρα, δείχνει οτι το αμερικανικό ενδιαφέρον είναι μεγάλο και αυτό οφείλουμε να το εκμεταλλευτούμε.

Επιπρόσθετα, ο τομέας της ενέργειας και η συνδεσιμότητα της Ελλάδας με την Ανατολική Ευρώπη, έχει τεράστια σημασία, καθώς προετοιμάζεται η επόμενη μέρα του πολέμου στην Ουκρανία, για μια περιοχή που θα αναβαθμιστεί ακριβώς επειδή το πιο πιθανό σενάριο, είναι να καταλήξει ο ρωσοουκρανικός πόλεμος σε μια παγωμένη σύγκρουση.

Η ευκαιρία για την Ελλάδα να παρουσιάσει ένα σχέδιο για τα Βαλκάνια, θα την καταστήσει κράτος-καταλύτη σε μια περιοχή που το δίλημμα «ένταξη στην Ε.Ε ή όξυνση του αλυτρωτισμού» έχει οξυνθεί και συνδέεται άμεσα με τη ρωσική επιρροή.

Η έλλειψη μιας μεγάλης εσωτερικής αγοράς σαν αυτήν που έχει η Ρουμανία, μας καθιστά υποχρεωμένους να συγκροτήσουμε μια βαλκανική αγορά και να συνεχίσουμε αυτό που δεν ολοκληρώσαμε κατά την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα. 

Η Τουρκία και τα ελληνοτουρκικά θα είναι πάντα μια παράμετρος των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν τις ΗΠΑ να κοιτούν την Ελλάδα ως στρατηγικό εταίρο, ήταν σίγουρα η απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση, κυρίως μετά το 2015.

Η συνοδευτική επιστολή Μπλίνκεν η οποία εστάλη στην ελληνική κυβέρνηση μετά την ανανέωση της MDCA, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο για αξιοποίηση και νέων βάσεων στην Ελλάδα. Οι βάσεις σαφώς και ενοχλούν την Τουρκία, καθώς η άυξηση του αμερικανικού αποτυπώματος στον τομέα σκληρής ισχύος, αποτελεί βασικό αποτρεπτικό παράγοντα για κάθε «κακή ιδέα» που μπορεί να έχει η Τουρκία εναντίον της Ελλάδας.

Οι βάσεις όμως, έχουν περιφερειακό χαρακτήρα και γι’ αυτό και αναβαθμίζουν την Ελλάδα. Μια «αντιτουρκική» πολιτική από πλευράς των ΗΠΑ, θα έπρεπε να μας βάζει σε σκέψεις καθώς οι διακρατικές σχέσεις αλλάζουν από καιρό σε καιρό. Μας νοιάζει επομένως η μακροπρόθεσμη δέσμευση αμερικανικών συμφερόντων στην Ελλάδα και κινήσεις που να είναι στρατηγικά βιώσιμες και όχι απλώς τακτικισμοί που κερδίζουν εντυπώσεις.

Το asset της Αλεξανδρούπολης προστίθεται σε αυτό της Σούδας που λεγόταν «Best in the Med». Η Ελλάδα σε σχέση με τις ΗΠΑ, οφείλει να έχει ένα σχέδιο το οποίο θα εντάσσει την τουρκική απειλή σε αυτό, χωρίς να αναλώνεται σε αυτό. Τα σχετικά κέρδη περνούν πρώτα από τον δρόμο τον απόλυτων κερδών.

Αυτό σημαίνει πως η περιφερειακή αναβάθμιση είναι αυτή που οδηγεί στην αύξηση της σημασίας της Ελλάδας και στα ελληνοτουρκικά. Η συνεργασία στην τεχνολογία, στη συμπαραγωγή αμυντικών συστημάτων, στον τομέα των επενδύσεων, στην έρευνα και στη συνεργασία ελληνικών και αμερικανικών πανεπιστημίων, και στην ενέργεια, είναι ίσως περισσότερο σημαντικές και από το πράσινο φως των ΗΠΑ για να αποκτήσει η Ελλάδα τα F-35. Στον κόσμο του μέλλοντος, η ασφάλεια δεν θα μπορεί να διαχωριστεί από την οικονομία, την έρευνα και την καινοτομία. 

Διαβάστε ακόμα:

Δύο σενάρια για τις σεισμογενείς σχέσεις Τουρκίας-Δύσης