Της Αντωνίας Δήμου*
Η Τουρκία έχει απωλέσει την ελκυστικότητα της ως χώρα ήπιας ισχύος (soft power) λόγω των απολυταρχικών πολιτικών της τουρκικής ηγεσίας ιδιαίτερα έπειτα από την επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης ως απόρροια του αποτυχημένου πραξικοπήματος το 2006 καθώς και των αμφιλεγόμενων προτεραιοτήτων στην εξωτερική της πολιτική. Το περίφημο δόγμα για μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες έχει de facto αντικατασταθεί από την πραγματικότητα που καταδεικνύει την ύπαρξη προβλημάτων με όλους τους γείτονες. Παράλληλα, οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία εκτιμάται ότι διανύουν μία δύσκολη περίοδο τη στιγμή που γεωστρατηγικοί σχεδιασμοί διαμορφώνουν νέα δεδομένα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Βασικά ζητήματα που προκαλούν τριβές στις σχέσεις των δύο χωρών αποτελεί η υπόθεση παραβίασης εκ μέρους της τουρκικής ηγεσίας των αμερικανικών κυρώσεων σε βάρος του Ιράν, η δίκη αμερικανού προτεστάντη πάστορα στην Τουρκία, η μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, η τουρκική αγορά του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400, και η τουρκική στρατιωτική εισβολή στην πόλη Αφρίν της βόρειας Συρίας.
Η παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων σε βάρος του Ιράν με πρωταγωνιστές τον τουρκο-ιρανό επιχειρηματία Ρεζέ Ζαράμπ και τον πρώην τραπεζίτη Χάκαν Αττίλα που διατηρούσε στενές σχέσεις με την τουρκική προεδρεία οδήγησε στη διεξαγωγή δίκης σε ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν δημιουργώντας τριβή στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας. Και τούτο διότι οι ανωτέρω Τούρκοι πολίτες αποδείχθηκε ότι μετείχαν σε σχέδιο λαθραίας μεταφοράς τουρκικού χρυσού έναντι ιρανικού πετρελαίου που τελούσε υπό την υψηλή εποπτεία της τουρκικής ηγεσίας η οποία φαίνεται να επέβαλε σε δύο τουρκικές τράπεζες να συμμετάσχουν στην υλοποίηση αυτού. O Τούρκος μάλιστα τραπεζίτης καταδικάστηκε σε 32 μήνες φυλάκισης, ενώ ο έτερος επιχειρηματίας συνεργαζόμενος με τις αμερικανικές αρχές στην αποκάλυψη του σχεδίου παραβίασης των αμερικανικών κυρώσεων σε βάρος του Ιράν δήλωσε ένοχος για τις κατηγορίες της απάτης, της συνωμοσίας και του ξεπλύματος χρήματος. Η συγκεκριμένη υπόθεση έχει δημιουργήσει τριβή στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας καθώς έχει εκληφθεί από την τουρκική πλευρά ως επιχείρηση στοχοποίησης και πολιτικής υπονόμευσης του Προέδρου Ερντογάν.
Η ένταση στις διμερείς σχέσεις έχει ενισχυθεί έτι περαιτέρω από την απαγγελία κατηγοριών για συμμετοχή στην αποτυχημένη απόπειρα του τουρκικού πραξικοπήματος του αμερικανού προτεστάντη πάστορα Αντριου Μπράνσον ο οποίος διέμενε στη Σμύρνη για περισσότερο από δύο δεκαετίες και βρίσκεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο κάθειρξης 35 ετών. Εκτιμάται ότι η δίκη του Αμερικανού πάστορα αποτελεί μοχλό πίεσης για την ανταλλαγή και έκδοση του ιμάμη Φετχουλλάχ Γκιουλέν ο οποίος από το 1999 ζει στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ και ηγείται του κινήματος των Νουρτζού, τουτέστιν του κινήματος των Πεφωτισμένων, που διαθέτει εκτεταμένο δίκτυο υποστηρικτών τόσο εντός της Τουρκίας όσο και εκτός σε χώρες όπως το Πακιστάν, η Γερμανία κ.α.
Στο πλαίσιο του επανασχεδιασμού των γεωπολιτικών συσχετισμών στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, η Τουρκία εμφανίζεται να αναδιατάσσει τον προσανατολισμό της απομακρυνόμενη από τις ΗΠΑ και προσεγγίζοντας στρατιωτικά την Ρωσία όπως εμφαίνεται στη υπογραφείσα συμφωνία για αγορά του αντιπυραυλικού συστήματος S-400. Η απόκτηση του εν λόγω συστήματος από την Τουρκία το 2020 ή και νωρίτερα εγείρει ανησυχίες στα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ σχετικά με τις επιπτώσεις που δύναται να ανακύψουν στη διαλειτουργικότητα με την Συμμαχία δεδομένου ότι το σύστημα S-400 δεν είναι συμβατό με τις νατοϊκές και αμερικανικές υποδομές που βρίσκονται επί τουρκικού εδάφους και ως εκ τούτου θα πρέπει να λειτουργήσει σε αυτόνομη βάση.
Επίσης εξίσου ανησυχητική είναι η πιθανότητα ανταλλαγής διαβαθμισμένων πληροφοριών μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας όσον αφορά τον τρόπο που το σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας S-400 λειτουργεί έναντι των μαχητικών αεροσκαφών πέμπτης γενιάς F-35. Η ανταλλαγή διαβαθμισμένων πληροφοριών εκ μέρους της Τουρκίας προς την Ρωσία είναι άκρως απαγορευτική για τις ΗΠΑ καθώς η Μόσχα αξιοποιώντας τις όποιες πληροφορίες είναι δυνατόν να αναπτύξει τεχνολογίες τόσο για την αντιμετώπιση μαχητικών αεροσκαφών 5ης γενιάς όσο και για την παραγωγή αντίστοιχων οπλικών συστημάτων.
Η αντίδραση των ΗΠΑ στην αγορά των S-400 υπήρξε πολυεπίπεδη αναδεικνύοντας τη διάρρηξη της εμπιστοσύνης με την Τουρκία. Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα εξηγείται η εισαγωγή στις 26 Απριλίου 2018 στην επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων της αμερικανικής γερουσίας (US Senate) νομοσχεδίου από τους γερουσιαστές Λάνκφορντ, Σαχίν και Τίλλις που εστιάζει στην αναστολή της μεταφοράς μαχητικών αεροσκαφών F-35 στην Τουρκία. Ειδικότερα το νομοσχέδιο επιτάσσει την μη απόδοση χρηματικών ποσών και γενικότερων δαπανών για τη μεταφορά ή/και τη διευκόλυνση μεταφοράς αεροσκαφών F-35 στην Τουρκία, και απαγορεύει ρητά την μεταβίβαση τεχνικών δεδομένων που σχετίζονται με τη συντήρηση ή την τεχνική υποστήριξη του μαχητικού αεροσκάφους F-35.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, ο αμερικανός πρόεδρος δύναται να παραιτηθεί από τους προβλεπόμενους περιορισμούς μόνο έπειτα από γραπτή πιστοποίηση προς το κογκρέσο που να αποδεικνύει ότι η κυβέρνηση της Τουρκίας δεν έχει λάβει μέτρα που υποβαθμίζουν τη διαλειτουργικότητα του ΝΑΤΟ, δεν εκθέτει τα αμυντικά μέσα του NATO σε εχθρικές χώρες, δεν υποβαθμίζει την γενικότερη ασφάλεια νατοϊκών χωρών, δεν επιδιώκει την εισαγωγή ή αγορά αμυντικού υλικού από ξένη χώρα στην οποία έχουν επιβληθεί αμερικανικές κυρώσεις, και δεν προβαίνει σε παράνομη κράτηση ενός ή περισσότερων αμερικανών πολιτών. Είναι πασιφανές ότι καμία εκ των προϋποθέσεων που θέτει το νομοσχέδιο για άρση των περιορισμών μεταφοράς των μαχητικών F-35 δεν απαντάται από την Τουρκία.
Σε ταυτόχρονη τροχιά, εισήχθη εκ νέου στις 16 Μαΐου 2018 στην επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων της αμερικανικής βουλής (US House)παρόμοιο σχέδιο νόμου που απαγορεύει την πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-35 στην Τουρκία με την αιτιολογία ότι η τελευταία υποβαθμίζει τη διαλειτουργικότητα του ΝΑΤΟ και την γενικότερη ασφάλεια των νατοϊκών χωρών. Το σχέδιο νόμου εισήχθη από τον βουλευτή Ντέϊβιντ Σίσιλιν και υποστηρίχθηκε διακομματικά από τους Ρεπουμπλικάνους Τεντ Γιόχι, Γκας Μπιλιράκη και Ρόμπερτ Άντερολτ καθώς και από τους Δημοκρατικούς Τζων Σαρμπάνη, Φράνκ Παλόουν Τζούνιορ και Τζιμ Μακγκόβερν.
Την ίδια στιγμή, η τουρκική στρατιωτική εισβολή στην πόλη Αφρίν έχει φέρει τα τουρκικά στρατεύματα σε απόσταση αναπνοής από τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις στα βόρεια και βορειοανατολικά της Συρίας. Παρότι η Τουρκία εμφανίσθηκε θορυβημένη από την αμερικανική στήριξη για τη δημιουργία σώματος συνοριοφυλακής 30 χιλιάδων ανδρών που θα περιλάμβανε μαχητές της κουρδικής πολιτοφυλακής YPG κατά μήκος των κοινών συρο-τουρκικών συνόρων, η απόφαση για στρατιωτική εισβολή στην βόρεια Συρία επιβλήθηκε από την de facto κατάργηση των συνόρων Syckes Pickot η οποία ενισχύει το περίφημο σύνδρομο της Συνθήκης των Σεβρών που διακατέχει την Άγκυρα.
Ειδικότερα, η Τουρκία αντιλαμβάνεται ότι οι τρέχουσες γεωπολιτικές συνθήκες προσομοιάζουν με την περίοδο υπογραφής της Συνθήκης των Σεβρών που προέβλεπε τη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους και ως εκ τούτου θεωρεί ότι οφείλει να κινηθεί προς την κατεύθυνση αποτροπής του εν λόγω ενδεχόμενου. Το δε τουρκικό σύνδρομο της Συνθήκης των Σεβρών επιβάλλεται από τον υφιστάμενο θαλάσσιο αποκλεισμό της Τουρκίας λαμβάνοντας υπόψη ότι τα τρία κύρια λιμάνια της Κωνσταντινούπολης, της Μερσίνης και της Σμύρνης δεν εξασφαλίζουν τη ναυτική της διασύνδεση με την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και την Δύση μετατρέποντας την ουσιαστικά σε χώρα/κράτος που ασκεί κυριαρχία επί χερσαίου εδάφους.
Έχοντας λοιπόν ως εφαλτήριο τη Συρία που έχει χωριστεί σε τέσσερις σφαίρες επιρροής, η Τουρκία αντιστρατεύεται τις ΗΠΑ ως προς την πιθανότητα δημιουργίας ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στην βόρεια Συρία, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να αποτελέσει υπολογίσιμο παίκτη που στην επαύριο της συριακής κρίσης θα πάρει μερίδιο από τα «λάφυρα» του πολέμου.
Στο γαϊτανάκι των γεγονότων που οξύνουν την ένταση ΗΠΑ-Τουρκίας κορυφαία θέση κατέχει η πρόσφατη απόφαση για μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ. Η αμερικανική απόφαση έρχεται να αποτελέσει βούτυρο στο ψωμί του Τούρκου προέδρου ο οποίος παράλληλα με το νεοθωμανικό οικοδομεί εντέχνως το ισλαμικό προφίλ της Τουρκίας τόσο στο εξωτερικό επιδιώκοντας να αποτελέσει ηγέτιδα δύναμη στον μουσουλμανικό κόσμο όσο και στο εσωτερικό με τη δημιουργία στο υπουργείο Εξωτερικών της χώρας μίας νέας τάξης μη-κεμαλικών πρεσβευτών, οι οποίοι επελέγησαν στη βάση των ισλαμικών-οθωμανικών τους προσόντων, καθώς και μίας παράλληλης επετηρίδας ειδικών για προξενικά θέματα με επίκεντρο τα πολιτιστικά και θρησκευτικά ζητήματα, πάντοτε σε αγαστή συνεργασία με την εκάστοτε πρεσβεία.
Σε κάθε περίπτωση, ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας είναι προ των πυλών με τον εκτεταμένο αντιαμερικανισμό εντός της τουρκικής επικράτειας να καθιστά όλο και πιο δυσχερή την αποκατάσταση κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Ο ασκός του Αιόλου φαίνεται να έχει ανοίξει με πρωτοβουλία της Τουρκίας σηματοδοτώντας μία νέα εποχή με απρόβλεπτες συνέπειες για την ίδια και την θέση της στο περιφερειακό και διεθνές στερέωμα.
* Η Αντωνία Δήμου είναι επικεφαλής του Τομέα Μέσης Ανατολής και Περσικού Κόλπου στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Άμυνας και Ασφάλειας (ΙΑΑΑ), Εταίρος στο Κέντρο για την Ανάπτυξη της Μέσης Ανατολής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Λος Άντζελες, και στο Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Ιορδανίας.