Των Γιάννη Ιωάννου και Ζήνωνα Τζιάρρα*
Στις 7 Οκτωβρίου 2017, ο Τούρκος Πρόεδρος, Recep Tayyip Erdogan, ανακοίνωσε την έναρξη της πολυαναμενόμενης επιχείρησης στο Ίντλιμπ της Συρίας. Η εξέλιξη αυτή έρχεται να βάλει σε εφαρμογή τη συμφωνία που έλαβε χώρα μεταξύ της Ρωσίας, της Τουρκίας και του Ιράν τον περασμένο μήνα, κατά τον έκτο γύρο διαπραγματεύσεων στην Αστάνα του Καζακστάν, αναφορικά με τον συριακό πόλεμο.
Η συμφωνία προνοούσε τη δημιουργία ζωνών αποκλιμάκωσης για έξι μήνες (με ενδεχόμενη παράταση) εντός της Συρίας σε περιοχές όπως το Χαλέπι, η Χόμς, η Λαττάκεια και το Ίντλιμπ. Σύμφωνα με την κοινή ανακοίνωση των τριών κρατών, οι ζώνες αποκλιμάκωσης επιδιώκουν την παύση των εχθροπραξιών μεταξύ καθεστωτικών και αντικαθεστωτικών ομάδων ενώ θα δημιουργηθούν κυρίως σε περιοχές που είναι υπό τον έλεγχο των δεύτερων.
Το Ίντλιμπ έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς βρίσκεται υπό τον έλεγχο της οργάνωσης-ομπρέλα Tahrir al-Sham («Επιτροπή Απελευθέρωσης του Λεβάντε»). Η οργάνωση αυτή δημιουργήθηκε στις αρχές του τρέχοντος έτους από τη συγχώνευση τουλάχιστον πέντε βασικών σαλαφιστικών-τζιχαντιστικών οργανώσεων (μεταξύ των οποίων και η Jabhat Fateh al-Sham, πρώην Μέτωπο Αλ Νούσρα, παρακλάδι της Αλ Κάιντα) και άλλων μικρότερων ομάδων ενώ στην ηγεσία της βρίσκονται κυρίως στελέχη της Αλ Κάιντα. Αρκετές από αυτές τις οργανώσεις έλαβαν στο παρελθόν στήριξη τόσο από την Τουρκία και τις ΗΠΑ, όσο και από το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία. Σαν εξτρεμιστική οργάνωση, η Αλ Κάιντα αποτελεί βασική ανησυχία και σημείο σύγκλισης για τα τρία κράτη και βρίσκεται, εδώ και χρόνια, στην κορυφή των σχετικών καταλόγων των αντιτρομοκρατικών υπηρεσιών των εν λόγω χωρών.
Καθοριστικό το Ίντλιμπ
Βέβαια, η διαδικασία της Αστάνα αλλά και η επιχείρηση στο Ίντλιμπ έχουν ευρύτερες προεκτάσεις που αγγίζουν τις γεωπολιτικές ισορροπίες ισχύος, το πολιτικό μέλλον της Συρίας αλλά και το θέατρο των επιχειρήσεων στη βορειοδυτική Συρία. Η Τουρκία, μέσω του «αντιπροσώπου» της, του αντικαθεστωτικού Ελεύθερου Συριακού Στρατού (FSA), και την εμπλοκή του τουρκικού στρατού εποφθαλμιά όχι τόσο το Ίντλιμπ και την Αλ Κάιντα όσο τους Κούρδους του YPG («Μονάδες Προστασίας του Λαού») και ιδιαίτερα το κουρδικό καντόνι Αφρίν. Η επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη» που εξαπέλυσε η Τουρκία με την βοήθεια των συριακών της αντιπροσώπων πριν από ένα χρόνο, κατάφερε να ελέγξει μια ζώνη περίπου 2.225 τετραγωνικών χιλιομέτρων που παρεμβάλλεται μεταξύ των κουρδικών καντονιών Αφρίν (στα δυτικά) και Κομπανί (στα ανατολικά) αποκόπτοντας επιτυχώς την σύνδεσή τους και την εδαφική επέκταση των Κούρδων.
Η νέα επιχείρηση Τουρκίας-FSA-Ρωσίας στο Ίντλιμπ της Συρίας διασφαλίζει ένα διάδρομο δυτικά του Αφρίν. Αυτό θα επιτρέψει δυνητικά στην Τουρκία να περικυκλώσει το κουρδικό καντόνι αποτρέποντας σε πρώτη φάση την επέκτασή του ενώ αργότερα μπορεί να επιτρέψει την καταστολή των κουρδικών δυνάμεων σε αυτό - πιθανόν και με τη βοήθεια του Ιράν. Πάντως, η Tahrir al-Sham που υποτίθεται ότι είναι ο στόχος της εν λόγω επιχείρησης στο Ίντλιμπ, έχει συνοδεύσει μέχρι στιγμής τουρκικά στρατιωτικά οχήματα εντός της Συρίας και σε περιοχή κοντά στο Αφρίν. Αυτό επαληθεύει καταρχήν το σενάριο που αναφέραμε πιο πάνω ενώ φανερώνει την ειδική σχέση Τουρκίας-Αλ Κάιντα.
Εμφανής η απουσία
Κι ενώ η Τουρκία από το 2011 και το ξέσπασμα του πολέμου στη Συρία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη περιοχή –συχνά συμπράττοντας στην ενίσχυση, στον οπλισμό και στην ιδεολογική καθοδήγηση εξτρεμιστικών ομάδων –που συνδέονται όχι μόνο με το Ισλαμικό Κράτος (Daesh/ISIS) αλλά και με σειρά άλλων σαλαφιστικών-τζιχαντιστικών ενόπλων δυνάμεων, η Κύπρος λάμπει δια της απουσίας της από το να διεκδικεί ενεργό, διπλωματικό, ρόλο στη συριακή κρίση. Το ζήτημα δεν αποτελεί ιδεολογική πρόταξη –υπέρ ή κατά του καθεστώτος Άσαντ- αλλά ρεαλιστική επιλογή, δεδομένου ότι Κύπρος και Συρία μοιράζονταν δεκαετίες διπλωματικών σχέσεων σε διμερές επίπεδο αλλά και αγαστές οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις.
Εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κύπρος απέτυχε να διαδραματίσει ρόλο εντίμου διαμεσολαβητή στην περίπτωση των συνομιλιών για το Συριακό ή πρωτοβουλίες, εντός της ΕΕ, για αποκλιμάκωση της κρίσης, την στιγμή μάλιστα που η Τσεχία διαδραματίζει τον πλέον ενεργό ρόλο εκ μέρους των «27». Η Τσεχία που απέχει από την Συρία πέραν των… 3.200χλμ όχι μόνο αναλαμβάνει εκ μέρους της ΕΕ διαμεσολαβητικό ρόλο στη Συρία αλλά την ίδια στιγμή αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για ανθρωπιστική βοήθεια και εκπροσωπεί, στη πρεσβεία της στη Δαμασκό, τις ΗΠΑ –που αποφάσισαν να τερματίσουν τις δραστηριότητές της εκεί διπλωματικής τους αποστολής. Ως προς το τελευταίο, στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι αρχές της ΚΔ που μετέφεραν την έδρα της πρεσβείας της Δημοκρατίας στη Βηρυτό του Λιβάνου την στιγμή που η Ιρλανδία, η Αυστρία και η Ρουμανία διατήρησαν τις αποστολές τους στη Δαμασκό παρά τα έξι χρόνια πολέμου.
Επιπλέον η Κύπρος παρά το γεγονός πως διαχρονικά, στο πλαίσιο του εθνικού προβλήματος, σέρνει ως επωδό το αφήγημα της «δημιουργίας πολιτικού κόστους στην Τουρκία» αποτυγχάνει να κεφαλαιοποιήσει –στην περίπτωση του Συριακού- το προφανές: Την παραπάνω των δύο περιπτώσεων παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας εκ μέρους της Τουρκίας. Ταυτόχρονα, σε επίπεδο ΕΕ και διεθνών φόρουμ αδυνατεί να κινητοποιήσει πολιτικό κεφάλαιο προκειμένου να καταδείξει –ερευνητικά, πολιτικά και ιδεολογικά- την σύμπραξη της Τουρκίας του Recep Tayyip Erdogan με επικίνδυνες τρομοκρατικές οργανώσεις –σε ένα timing μάλιστα που η Ευρώπη υπέφερε τόσο από τρομοκρατικά χτυπήματα μεγάλης έκτασης εντός των πόλεών της, όσο και από τις επιπλοκές της προσφυγικής κρίσης (σ.σ. οι Σύροι έγιναν πρόσφυγες όχι μόνο διωκόμενοι από το καθεστώς Άσαντ αλλά και από λογής τζιχαντιστικές ομάδες όπως η Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος).
Πέντε προφανείς στόχοι
Την ίδια στιγμή όπως κατάδειξε και το παράδειγμα της Αιγύπτου όπου η άνοδος του Morsi στην εξουσία χρησιμοποιήθηκε από την Άγκυρα ως μοχλός πίεσης στη Λευκωσία προκειμένου να ακυρωθεί η συμφωνία οριοθέτησης της ΑΟΖ μεταξύ Λευκωσίας και Καΐρου, η Άγκυρα με την εμπλοκή της στο Συριακό διαμορφώνει προηγούμενα που στην περίπτωση των διαπραγματεύσεων του Κυπριακού θα μπορούσαν να έχουν συγκεκριμένο αντίκτυπο. Δεδομένων των διπλωματικών πρωτοβουλιών των τελευταίων χρόνων για σύσφιξη των σχέσεων της Κύπρου με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, η απουσία της Συρίας –εξίσου γειτονικής της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ) και σημαντικής χώρας στην περιοχή– από την «διπλωματική εξίσωση» παραμένει προβληματική. Καθώς το συριακό δράμα βαδίζει προς το τέλος του, το μέλλον της μετα-πολεμικής Συρίας και η ανοικοδόμηση μιας χώρας που μεγάλο μέρος των υποδομών της καταστράφηκε ολοσχερώς οφείλει να αποτελεί στρατηγικό στόχο της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής.
Η τελευταία δε στην περίπτωση όχι μόνο της Συρίας αλλά συνολικότερα επί των χωρών του χώρου της Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής (ΜΕΝΑ), οφείλει να σταθμίσει ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά:
- Την γεωγραφική εγγύτητα
- Παραμέτρους ασφάλειας δεδομένων των πληθυσμών Σύρων, κι άλλων χωρών των ΜΕΝΑ, που διαμένουν στα εδάφη της ΚΔ
- Τα επιμέρους οικονομικά, πολιτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά κι άλλα χαρακτηριστικά σε επίπεδο διμερών σχέσεων
- Την επιρροή της Τουρκίας σε αυτές τις χώρες σε σχέση με τον ευρύτερο αραβομουσουλμανικό κόσμο, τον Οργανισμό Ισλαμικής Διάσκεψης (OIC) και φυσικά την «ΤΔΒΚ», και τέλος
- Τον ιδιαίτερο ρόλο που οφείλει να διαδραματίζει ως χώρα-μέλος της ΕΕ στο άκρο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου –αφενός υιοθετώντας τις επί της αρχής συλλογικές αποφάσεις των θεσμικών οργάνων της ΕΕ κι αφετέρου διατηρώντας την ευελιξία του να λειτουργεί αυτόνομα ως έντιμος διαμεσολαβητής ('honest broker') μεταξύ των χωρών της περιοχής και των Βρυξελλών.
Η εξωτερική πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτυγχάνει συχνά να αποτυπώνεται θεσμικά στη συλλογική διαδικασία λήψης αποφάσεων σε σχέση με τον εξωτερικό προσανατολισμό της χώρας. Στη περίπτωση του Συριακού το δίλημμα της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής δεν έγκειται μόνο στο αν ο Assad οφείλει να παραμείνει ή όχι στην εξουσία. Η πραγματική εμπλοκή εδράζεται στο κατά πόσο οι ιδέες, οι αρχές και οι θέσεις της κυπριακής εξωτερικής πολιτικής, σε μια χώρα που ταλανίζεται εδώ και έξι χρόνια από τον πόλεμο, μπορούν να εφαρμοστούν αποκομίζοντας ουσιαστικά κέρδη που δεν θα εξυπηρετούν μόνο τις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών αλλά και τα συμφέροντα της Κύπρου στην περιοχή.
*Ο κ. Γιάννης Ιωάννου είναι Αναλυτής Εξτρεμισμού & ΜΜΕ, Διπλωματική Ακαδημία, Παν. Λευκωσίας και ο κ. Ζήνωνας Τζιάρρας Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Τμήμα Κοινωνικών & Πολιτικών Επιστημών, Παν. Κύπρου.