Του Κωνσταντίνου Θ. Λαμπρόπουλου
Μία άκρως σημαντική παράμετρος που διέπει την δυναμική των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων στο επίπεδο της διαμόρφωσης αποτρεπτικής στρατηγικής (deterrent strategy) για την αντιμετώπιση της τουρκικής προκλητικότητας, αποτελεί το στοιχείο του Στρατηγικού Αιφνιδιασμού (Strategic Surprise), που υπόκειται εξ ολοκλήρου στην ευχέρεια της Τουρκίας, η οποία έχει διαρκώς την πρωτοβουλία των κινήσεων όντας Αναθεωρητική Δύναμη, καθώς η Ελλάδα αφενός επιθυμεί εμπράκτως την διατήρηση του status quo, αφετέρου το στρατηγικό της δόγμα είναι αμιγώς αμυντικό (Στο διπλωματικό πεδίο είναι αντιδραστικό (reactive) στις τουρκικές πρωτοβουλίες, ενώ στο στρατιωτικό πεδίο δεν περιλαμβάνει προληπτική δράση, καθώς προκρίνει το Ισοδύναμο Τετελεσμένο στο πλαίσιο της Ευέλικτης Ανταπόδοσης ύστερα από περιορισμένη τουρκική στρατιωτική ενέργεια και τα Μαζικά Αντίποινα σε περίπτωση κλιμάκωσης και γενικευμένης σύγκρουσης).
Ο στρατηγικός αιφνιδιασμός δύναται να οριστεί ως η κατάσταση στην οποία ένα κράτος καταλαμβάνεται εξ απήνης από μια πρωτοβουλία έτερου κράτους στο στρατηγικό επίπεδο (στο στρατιωτικό πλαίσιο, ο αιφνιδιασμός αναφέρεται στο επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο).
Η σημασία του στρατηγικού αιφνιδιασμού έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί πολλαπλασιαστή ισχύος (forcemultiplier), ο οποίος δύναται να αποφέρει ισχυρό πλεονέκτημα στον επιτιθέμενο και σοβαρές επιπτώσεις στο κράτος –στόχο που αφορούν:
Α) την δημιουργία δυσμενών τετελεσμένων σε πολιτικο- διπλωματικό επίπεδο (Η Ισραηλινή αιφνιδιαστική επίθεση κατά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών είχε ως αποτέλεσμα την εδραίωση του Ισραήλ στην Μέση Ανατολή και την διαίρεση των αραβικών κομμάτων σε συντηρητικά και ριζοσπαστικά)
Β) την καταστροφή πολύτιμων στρατηγικών /στρατιωτικών μέσων και δυνατοτήτων (capabilities/ assets) (Το ιαπωνικό προληπτικό χτύπημα στο Περλ Χάρμπορ διέλυσε την δύναμη θωρηκτών των ΗΠΑ, δημιουργώντας ιαπωνική υπεροπλία στον Ειρηνικό ως το 1942)
Γ) τον ψυχoλογικό αντίκτυπο με την δημιουργία αισθήματος φοβικών συνδρόμων, ταπείνωσης και αποτυχίας (Η επιτυχία της αιφνιδιαστικής επίθεσης των Σοβιετικών κατά την «Άνοιξη της Πράγας το 1968 καλλιέργησε τον φόβο στο δυτικό στρατόπεδο επανάληψης του φαινομένου εναντίον τους, ο οποίος διατηρήθηκε ως τις τελευταίες μέρες της Σοβ.Ένωσης,ενώ η επιτυχία του γερμανικού blitzkriegτο 1940 άφησε έντονα τα σημάδια της ταπείνωσης και της αποτυχίας στην γαλλική πλευρά).
Ο στρατηγικός αιφνιδιασμός διέπεται από πέντε διαστάσεις που αφορούν
α) την ταυτότητα (Ποιος) και την πιθανότητα πραγματοποίησης (Εάν) της ενέργειας του επιτιθέμενου (Περίπτωση Μη αναμενόμενου αντίπαλου-λ.χ η είσοδος της Κίνας στον Πόλεμο της Κορέας ),
β) Το είδος /ο τρόπος (Πώς) της αιφνιδιαστικής ενέργειας-ο τεχνολογικός παράγοντας στον αιφνιδιασμό (λ.χ Ρίψη ατομικής βόμβας στην Χιροσίμα και το Ναγκασάκι-η χρήση των αντιαεροπορικών των 88 χιλιοστών ως αντιαρματικά από το Γερμανικό AfricaKorps στην Βόρεια Αφρική το 1941),
γ) τον χρόνο στον οποίο πραγματοποιείται η αιφνιδιαστική ενέργεια (η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ διεξήχθη Κυριακή),
δ)την τοποθεσία όπου θα πραγματοποιηθεί η αιφνιδιαστική ενέργεια (λ.χ η αιφνιδιαστική επίθεση της Βέρμαχτ στον ασθενή θύλακα των Αρδεννών το 1944)
και ε)το κίνητρο της αιφνιδιαστικής ενέργειας (Οι Άραβες διεξήγαγαν τον Πόλεμο του ΓιομΚιππούρ με κίνητρο την αναθέρμανση της διαπραγματευτικής διαδικασίας για την ανάκτηση των απωλεσθέντων εδαφών από το 1967, ενώ οι Ισραηλινοί θεώρησαν λανθασμένα ότι το κίνητρο ήταν η στρατιωτική νίκη)
Ο στρατηγικός αιφνιδιασμός διακρίνεται σε διπλωματικό αιφνιδιασμό (μέσω ανατροπών και αλλαγών στις υφιστάμενες συμμαχίες όπως στην περίπτωση της στάσης της Γαλλίας στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, καθώς και διπλωματικών ενεργειών, όπως η επίσκεψη Νίξον στην Μαοϊκή Κίνα), επιχειρησιακό/τακτικό αιφνιδιασμό (μέσω νέου δόγματος λ.χ το γερμανικό δόγμα υποβρυχιακού πολέμου στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο) και τεχνολογικό αιφνιδιασμό (μέσω νέου οπλικού συστήματος όπως στην περίπτωση των πυραύλων V1 kaiV2 και της Ατομικής Βόμβας), σε πλήρη (complete), που αφορά όλες τις δυνατές διαστάσεις, σε ολοκληρωτικό (total), οποίος αναφέρεται στον βαθμό αιφνιδιασμού στην κάθε διάσταση και μερικό (partial) ο οποίος αφορά μία συγκεκριμένη διάσταση.
Στον 21ο αιώνα η έννοια και το περιεχόμενο του στρατηγικού αιφνιδιασμού αποκτά νέα διάσταση, καθώς τα υβριδικά επιχειρησιακά δόγματα θολώνουν τα όρια μεταξύ πολέμου και ειρήνης και επιχειρούν στην λεγόμενη «γκρίζα περιοχή» (greyzonearea) και σε «ασφαλή πεδία» (safespaces) «μαλακώνοντας» τις αντιστάσεις του κράτους-στόχου πριν την εκδήλωση της κύριας φάσης του αιφνιδιασμού.
Αναφορικά με την τουρκική απειλή, η Ελλάδα, ούτως ή άλλως κινδύνευε και κατά το παρελθόν από μία αιφνιδιαστική στρατιωτική ενέργεια από την πλευρά της Άγκυρας ,καθώς η τελευταία διαθέτει το πλεονέκτημα της πρωτοβουλίας των κινήσεων, ενώ ειδικά στο θέατρο του Αιγαίου διαθέτει την ευχέρεια επιλογής πολλών και σημαντικών στόχων. Το γεγονός που διαφοροποιεί επί τα χείρω την προβληματική αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής από την ελληνική πλευρά στην τρέχουσα περίοδο μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, δημιουργώντας συνθήκες στρατηγικού αιφνιδιασμού της Αθήνας, έγκειται στην υιοθέτηση από την Άγκυρα πτυχών των υβριδικών δογμάτων της Ρωσίας και της Κίνας, συμβεβλημένων με την ευρύτερη στρατηγική «Αιχμηρής Ισχύος» την οποία ακολουθεί η Τουρκία.
Ως εκ τούτου, η Ελλάδα και η Κύπρος ήδη έχουν αιφνιδιαστεί τρεις φορές στο διπλωματικό επίπεδο (Επίσκεψη Ερντογάν όπου διατυπώθηκαν για πρώτη φορά σε ελληνικό έδαφος, οι τουρκικές διεκδικήσεις που περιλαμβάνουν αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάννης, Στάση της Ιταλίας στην παρεμπόδιση του γεωτρύπανου της ιταλικής εταιρίας ENI, θέση του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ (μη καταδίκη) αναφορικά με τις τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο), ενώ η Ελλάδα υπέστη αιφνιδιασμό στο επιχειρησιακό επίπεδο, τόσο στην περίπτωση του εμβολισμού σκάφους του Λιμενικού από τουρκική ακταιωρό, όσο και στην περίπτωση της αιχμαλωσίας των δύο Ελλήνων Στρατιωτικών από την τουρκική στρατοχωροφυλακή.
Θα πρέπει συνεπώς να ληφθεί σοβαρά υπόψη από τον ελληνικό θεσμικό μηχανισμό ασφάλειας το ευρύτερο πλαίσιο του τουρκικού προληπτικού δόγματος που περιλαμβάνει στοιχεία υβριδικού πολέμου, το οποίο δύναται να χρησιμοποιήσει ή ήδη χρησιμοποιεί τα εξής μέσα:
Α) Την τουρκική Στρατοχωροφυλακή εν αντιθέσει με τις δυνάμεις του τακτικού στρατού, η οποία μετά το πραξικόπημα, διαθέτει αυξημένες αρμοδιότητες και είναι εφοδιασμένη με αναβαθμισμένες δυνατότητες (capabilities)
B) Τις νέες δυνατότητες των δικτύων της Τουρκικής Μυστικής Υπηρεσίας (ΜΙΤ )στην μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, σε γειτονικές χώρες και σε ευρωπαϊκές χώρες
Γ) την στρατολόγηση εγκληματικών δικτύων, που διεισδύουν σε ομάδες λάθρο/παράτυπων μεταναστών
Δ) Τις ολοένα και αυξανόμενες επιθετικές δυνατότητες της Τουρκικής νεότευκτης Cyber War Command στο πεδίο του κυβερνοπολέμου, όπου στρατολογούνται επαγγελματίες hackers-μέλη εγκληματικών ισλαμικών δικτύων (από την SADAT) κατά τα πρότυπα της Βόρειας Κορέας.
Επιπρόσθετα αυξημένη προσοχή θα πρέπει να δοθεί σε περιπτώσεις αιφνιδιασμού με την χρήση αλιευτικών στο Αιγαίο, τα οποία λειτουργούν ήδη ως μονάδες παρακολούθησης των κινήσεων του Ελληνικού Ναυτικού και δύνανται να χρησιμοποιηθούν ως προκεχωρημένες μονάδες αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας κατά τα πρότυπα των ενεργειών των κινεζικών αλιευτικών στην θάλασσα της Νότιας Κίνας.
Επιπλέον ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να δοθεί στην δυνατότητα προσβολής των συστημάτων αεράμυνας και αεροσκαφών με σμήνος (swarm) μη επανδρωμένων οχημάτων (drones) φθηνής κατασκευής και«αγνώστου προελεύσεως-χωρίς διακριτικά» κατά το πρότυπο της επίθεσης με τέτοια drones στη ρωσική αεροπορική βάση στην Λαττάκεια της Συρίας.
Πως δύναται να προφυλαχθεί η χώρα από το καταστρεπτικό ενδεχόμενο ενός στρατηγικού αιφνιδιασμού;
Η έγκαιρη προειδοποίηση (early warning) απότοκος της ορθής και ακριβούς πληροφόρησης (intelligence),αποτελεί την ικανή και αναγκαία συνθήκη αποτροπής ενός αιφνιδιαστικού κτυπήματος σ όλο το εύρος δραστηριοτήτων των πυλώνων που συγκροτούν την εθνική ασφάλεια.
Εντούτοις, θα πρέπει να τονισθεί, ότι η εξάλειψη εξ ολοκλήρου του κινδύνου του στρατηγικού αιφνιδιασμού, είναι σχεδόν αδύνατη, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο στρατηγιστής Colin Gray. Κατά συνέπεια, η διαχείριση ενός τέτοιου φαινομένου αν λάβει χώρα, αποκτά την μέγιστη σημασία, λαμβάνοντας υπόψη πως η ανθεκτικότητα (resilience) και η επαναλειτουργία (recovery) του μηχανισμού εθνικής ασφάλειας πρέπει να αποτελέσει ύψιστη προτεραιότητα.
Σ αυτό το πλαίσιο, η αλλαγή υπαρχόντων στοιχείων της ελληνικής στρατηγικής κουλτούρας καθίσταται επιτακτική.
Πιο συγκεκριμένα θα πρέπει να γίνει σαφές και κατανοητό από την ελληνική πολιτική και την στρατιωτική ηγεσία, το διαφορετικό πλαίσιο ανάλυσης και εκτίμησης κινδύνων της τουρκικής πλευράς.
Η απεικόνιση της Τουρκίας ως «νευρικής» Δύναμης εμπίπτει στην καλλιέργεια ευσεβών πόθων (wishful thinking) και στην μη αποδοχή της πραγματικότητας, στοιχεία τα οποία, κατά τον Αμερικανό στρατηγικό αναλυτή Richard Betts, αποδίδονται στο λεγόμενο mirror imaging από το κράτος-στόχο, ήτοι την απεικόνιση της πραγματικότητας, όπως το κράτος- στόχος επιθυμεί. Ως εκ τούτου το κράτος-στόχος υποθέτει πως ο επιτιθέμενος θα αναγνωρίσει τις ίδιες εναλλακτικές και δυσκολίες και θα συσχετίσει τα γεγονότα με τον ίδιο τρόπο όπως εκείνο.
Εξετάζοντας την περίπτωση της Ιαπωνικής Επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ, η πλειοψηφία των Αμερικανών αναλυτών είχε αποφανθεί πως μια επίθεση κατά των ΗΠΑ από την Ιαπωνία θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Όπως παρατηρεί ο ιστορικός Graham Allison, οι ΗΠΑ διέγνωσαν λάθος το εύρος του ρίσκου που το ιαπωνικό επιτελείο θα μπορούσε να δεχθεί. Για τις ΗΠΑ (το πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο), η κατάληψη της Ασίας από τους Ιάπωνες αποτελούσε το απώτερο στάδιο των περιφερειακών φιλοδοξιών τους, για το ιαπωνικό επιτελείο όμως αποτελούσε ζήτημα ζωής και θανάτου καθώς σχετιζόταν με την επιβίωση του στρατοκρατικού καθεστώτος. Ως εκ τούτου, μια αιφνιδιαστική επίθεση κατά του Αμερικανικού Στόλου στο Περλ Χάρμπορ με πιθανότητες επιτυχίας 50% ενέπιπτε στην λογική επιλογή των Ιαπώνων στρατηγικών ιθυνόντων, όπερ και εγένετο.
Για την Ελλάδα, απαιτείται συνεπώς προς αποφυγή ενός καταστρεπτικού στρατηγικού αιφνιδιασμού που θα παραλληλισθεί μ ένα Περλ Χάρμπορ ή μια Ενδεκάτη Σεπτεμβρίου, η ορθή ανάγνωση του στρατηγικού περιβάλλοντος , η ορθή εκτίμηση της τουρκικής απειλής και η αλλαγή της κουλτούρας της πολιτικής ηγεσίας ως προς την δέουσα προσοχή στις προειδοποιήσεις του θεσμικού μηχανισμού ασφάλειας.
Όπως ορθώς παρατήρησε ο Αμερικανός αναλυτής Eric Dahl, η πολιτική ηγεσία συνήθως αγνοεί τις προειδοποιήσεις και τις ενδείξεις των υπηρεσιών πληροφοριών στο στρατηγικό επίπεδο (αλλαγές στρατηγικού δόγματος, αλλαγή πολιτικών συσχετισμών), ενώ τις λαμβάνει υπόψη στο επιχειρησιακό/τακτικό κομμάτι (κινήσεις στρατευμάτων και στρατιωτική κινητοποίηση) εξαιτίας του επείγοντος.
Ιδίως στην ελληνική περίπτωση, όπου κυριαρχεί πλήρως η απουσία σχεδιασμού, η αποσπασματική και η πυροσβεστική αντιμετώπιση των προκλήσεων, απαιτείται η ολική αναπροσαρμογή του θεσμικού πλαισίου ασφάλειας και η αλλαγή της νοοτροπίας που προκρίνει την ακινησία και την αμυντικότητα, ως στοιχεία της ελληνικής στρατηγικής κουλτούρας.
Στο πλαίσιο αυτό ενδεικτικά προτείνονται και οι ακόλουθες παρεμβάσεις:
Α) Αναδιοργάνωση της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών επενδύοντας στον πυλώνα των στρατηγικών πληροφοριών (Strategic Intelligence) και στην δημιουργία Joint Intelligence Centers με την Κύπρο, με γειτονικές χώρες , στο ευρωπαϊκό και στο ευρω-ατλαντικό πλαίσιο.
B) Αναφορικά με το Wargaming στο υψηλότερο επίπεδο, έμφαση στο worst case scenario και μείξη διαφορετικών δεδομένων (inputdata), ώστε να αναπτυχθεί μια κουλτούρα ανάληψης πρωτοβουλίας ακόμα και στο χειρότερο ενδεχόμενο. (Η τάση που κυριαρχεί στο Wargaming αφορά περιπτώσεις όπου η αποτυχία στην αποτροπή του κινδύνου δεν είναι επιλογή (option),ως εκ τούτου δεν καλλιεργείται η νοοτροπία βέλτιστης διαχείρισης μιας κατάστασης αιφνιδιασμού.
Γ) Αναφορικά με την διεξαγωγή στρατιωτικών ασκήσεων, όπως η πρόσφατη «Πυρπολητής», έμφαση θα πρέπει να δοθεί όχι μόνο στην ετοιμότητα (readiness) και την τακτική προσήλωση των μονάδων στον επιχειρησιακό σχεδιασμό, αλλά θα πρέπει να ενσωματώνεται και η ύπαρξη των λεγόμενων redteams, όπου θα περιλαμβάνεται και το σενάριο αποτυχίας των φίλιων δυνάμεων.
Εν κατακλείδι, η Ελληνική πλευρά θα πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη τις τεράστιες αλλαγές που έχουν λάβει χώρα στην γειτονική Τουρκία σ όλα τα επίπεδα, ιδίως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα. Αναφορικά με την πιθανότητα ενός στρατηγικού αιφνιδιασμού, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τρία στοιχεία για το προσεχές μέλλον:
Πρώτον το γεγονός ότι οι Δυνάμεις που επιθυμούν την διατήρηση τουs tatus quo, όπως η Ελλάδα, είναι πολύ πιθανό να πέσουν θύματα στρατηγικού αιφνιδιασμού,καθώς έχουν εμπεδώσει τις στρατιωτικές τους δυνατότητες σ ένα καθορισμένο κανονιστικό πλαίσιο, ενώ ένα αναθεωρητικό κράτος ,όπως η Τουρκία δύναται να χρησιμοποιήσει ασύμμετρες τακτικές για να αλλάξει το υπάρχον πλαίσιο.
Δεύτερον, παρατηρείται,αναφορικά με τον στρατηγικό αιφνιδιασμό λόγω αλλαγής επιχειρησιακού δόγματος ότι ισχύει όταν το κράτος –επιτιθέμενος, διέρχεται μια φάση αναδιοργάνωσης των Ενόπλων Δυνάμεών του λόγω έντονων πιέσεων, καθώς οι θεσμικές μεταβολές τότε είναι ευκολότερο να πραγματοποιηθούν, όπως συνέβη με την περίπτωση της Γερμανίας την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Θα πρέπει να εξεταστούν και να αναλυθούν ενδελεχώς απ' τα ανώτατα ελληνικά κλιμάκια του εθνικού μηχανισμού ασφάλειας, οι σαρωτικές αλλαγές που έλαβαν χώρα μετά το πραξικόπημα στο τουρκικό θεσμικό σύστημα εθνικής ασφάλειας, όπου δεσπόζει ο ρόλος της SADAT στην στελέχωση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και στην διαμόρφωση του τουρκικού δόγματος εθνικής ασφάλειας με σαφείς ιρανικές επιρροές.
Τρίτον, οι ΗΠΑ, βρίσκονται σε φάση μετάβασης, αναδιοργάνωσης και αναπροσαρμογής στα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται στο λυκαυγές της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ως εκ τούτου, δεν δύνανται να επηρεάσουν καταστάσεις και να διαμορφώσουν αποτελέσματα με τον τρόπο που το έκαναν την δεκαετία 90, όταν απολάμβαναν την αδιαμφισβήτητη ηγεμονία σε παγκόσμιο επίπεδο.