Των Α. Δρίβα* και Δ. Τσαϊλά*
Η ιστορία των ελληνο-αμερικανικών σχέσεων, ξεκίνησε ουσιαστικά από το πρώτο κύμα μαζικής μετανάστευσης από την Ελλάδα προς τη Νέα Χώρα, στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι ελληνο-αμερικανικές σχέσεις, έχουν στον πυρήνα τους μια εξόχως «κοινωνική» και κοσμοπολίτικη υφή και αυτό βέβαια, δεν είναι απαραίτητα καλό στη διεθνή πολιτική αρένα στην οποία μετρούν πολύ πιο σκληρά πράγματα. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και ενώ οι ΗΠΑ παίρνουν ουσιαστικά τη σκυτάλη ανασυγκρότησης του δυτικού κόσμου από τη Μ.Βρετανία, η Ελλάδα γίνεται ο ένας νατοϊκός κρίκος της νότιας πλευράς «δεμένος» με τον άλλο κρίκο, την Τουρκία. Όταν οι ΗΠΑ έθεσαν ως απαραίτητη προϋπόθεση τη νατοϊκή συνύπαρξη Ελλάδος και Τουρκίας, τα υπόλοιπα μέλη, έβλεπαν το μέλλον και αντιδρούσαν στην από κοινού συμμετοχή. Η δομή του διεθνούς συστήματος ισορροπίας ισχύος όμως, ήταν αμείλικτη και έτσι το Αιγαίο και μέρος της Μάυρης Θάλασσας όφειλαν να ενώνονται.
Η αναβάθμιση της Τουρκίας και η Ε.Ε
Η Τουρκία, βρισκόμενη γεωγραφικά ταυτόχρονα σε Μέση Ανατολή, Βαλκάνια, Καύκασο, πλησίον Κεντρικής Ασίας, έγινε χωρίς υπερβολή, ο γεωστρατιγικός μονόδρομος-κόμβος. Αυτόματα, τα ελληνο-τουρκικά ζητήματα μπήκαν εντός νατοϊκής ομπρέλλας και η επίλυση αυτών, έμοιαζε απαγορευτική ώστε να αποφευχθούν τριβές στη νατοϊκή συμμαχία, οι οποίες εξόχως θα βόλευαν την ΕΣΣΔ.
Η Ελλάδα, άρχισε από τη δεκαετία του 80' να έχει συνομιλίες με την ΕΟΚ η οποία μπορούμε να πούμε πως από το 1952 (ως ΕΚΑΧ) αποτέλεσε το «οικονομικό και θεσμικό ΝΑΤΟ», μέχρι να γίνει πλήρες μέλος της ΕΟΚ στις αρχές της δεκαετίας του 90'. Με άλλα λόγια, οι ελληνο-αμερικανικές σχέσεις είχαν μπει σε πλαίσια θεσμικά (μέσα από διεθνείς οργανισμούς, καθεστώτα) και έτσι οι διμερείς σχέσεις (που είναι πάντα πιο αξιόπιστες από την ένταξή τους σε πολυμερείς) σταδιακά, έχαναν τη δυναμική τους. Θα μπορούσαμε να πούμε πως οι ελληνο-αμερικανικές σχέσεις, θεμελιώθηκαν πάνω σε αυτού του τύπου τη σχέση.
Το Ψυχροπολεμικό Τέλος.
Ο πόλεμος στην Πρώην Γιουγκοσλαβία και η ανικανότητα της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας να διευθετήσει τα του οίκου της, έβαλαν τις ΗΠΑ στη διαδικασία να προσεγγίσουν Ε.Ε και Ελλάδα για την ανασυγκρότηση της περιοχής των Βαλκανίων, που ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας τα κατακερμάτισε περαιτέρω. Πέραν μιας ιδιωτικής οικονομικής διείσδυσης, η Ελλάδα δεν κατέφερε επ' ουδενί να ηγηθεί των Βαλκανίων κάτι που φανερώνει τόσο το Σκοπιανό όσο και τα ζητήματα με την Αλβανία. Οι ΗΠΑ δεν ήξεραν ακριβώς πώς θα ήθελαν τα Βαλκάνια, η Ελλάδα αναλώθηκε σε πράγματα που δεν τη βοήθησαν ουσιαστικά και η ευκαιρία χάθηκε.
Σκαμπανεβάσματα και κρίση.
Για τις ΗΠΑ, η Ελλάδα πάντα ήταν στη βαθμίδα του «στρατηγικός εταίρος» ή «στρατηγικός σύμμαχος», ανάλογα με το πώς ήταν οι σχέσεις των δύο πλευρών. Η εποχή Bush Jr. δεν μπορούμε να πούμε πως ήταν ιδιαίτερα καλή για τις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις. Η επιρροή της Ρωσίας στην Ευρώπη κατά την Α δεκαετία του 21ου αιώνα, τρόμαξε τις ΗΠΑ. Η Ελλάδα, ούσα σημαντικό γεωγραφικό asset για το ΝΑΤΟ και η προώθηση ενεργειακών projects ρωσικών συμφερόντων, έφερε στις ΗΠΑ πανικό και οι σχέσεις με ΗΠΑ πέρασαν κρίση.
Η εποχή Ομπάμα, βελτίωσε τις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις οι οποίες μπήκαν σε διμερή τροχιά με την τεράστια κρίση που ξέσπασε στην ΕΖ από το 2008 και μετά. Μάλιστα, οι ΗΠΑ ήταν και συνεχίζουν να είναι αντίθετες με τα προγράμματα λιτότητας που ισχύουν στην Ελλάδα. Για κακό λόγο λοιπόν, ΗΠΑ και Ελλάδα ήρθαν πάλι κοντά. Ο άξονας σταθερότητας, μεταξύ Ελλάδος, Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου και η προώθησή του εκ μέρους των ΗΠΑ, ήταν η απόδειξη πως οι ΗΠΑ έχουν την Ελλάδα σε περίοπτη θέση στο γεωπολιτικό κάδρο της περιοχής, ειδικά μετά την «αποστασία» της Τουρκίας από τον άξονα ΗΠΑ-Τουρκίας-Ισραήλ.
Αναδυόμενες ευκαιρίες και προκλήσεις
Παρά το γεγονός ότι η εξωτερική πολιτική εν γένει στις σχέσεις των ΗΠΑ-Ελλάδας δεν έχουν την βαρύτητα ως ένα σημαντικό θέμα που θα μπορούσε να επηρεάσει τις ΗΠΑ στις προεδρικές εκλογές του 2016, υπάρχει ένα τεράστιο ενδιαφέρον στην Ελλάδα σχετικά με την επικείμενη διοίκηση του Donald Trump και το μελλοντικό αντίκτυπο για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδος.
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες διοικήσεις των ΗΠΑ, αυτή δεν αναφέρθηκε σε σαφή ατζέντα κατά τη διάρκεια τις προεκλογικής εκστρατείας, και ο εκλεγμένος ηγέτης δεν διατύπωσε κάποια ενιαία πολιτική για την περιοχή μας.
Επίσης οι φυσικοί σύμμαχοι της Ελλάδος, οι οποίοι κατανοούν πως τα χρήματα του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, δεν είναι ακριβώς, δανεικά, είναι έξω από την Ευρώπη. Τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Ρωσία και η Κίνα, έχουν αναβαθμίσει τις πρωτοβουλίες τους αναφορικά με την Ελλάδα, δείχνοντας έμπρακτα πως τη θεωρούν σημαντικό κρίκο της περιοχής.
Οι εντάσεις και αντιφάσεις που σημειώθηκαν σε κάποιες από τις θέσεις της εξωτερικής πολιτικής που έχουν διατυπωθεί από τον Τράμπ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, καθώς και ακριβής πολιτική που θα εφαρμόσει έναντι της Ελλάδος είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Αυτό που είναι σαφές, ωστόσο, είναι ότι η Τουρκία δεν θα πάψει να είναι ένας σημαντικός παίκτης στην περιοχή καθώς και η στήριξη των ζωτικών συμφερόντων της συμμαχίας, θα συνεχισθεί με αμείωτο ενδιαφέρον. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ελλάς έχει τώρα την ευκαιρία να ξεκινήσει ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, η Ελληνική κυβέρνηση, καλά θα κάνει να προσπαθήσει να προσεγγίσει και να συνεννοηθεί με την νέα Αμερικανική διοίκηση για πέντε θεμελιώδη ζητήματα.
Η εμπιστοσύνη και η καλλιέργεια ενός κλίματος αξιοπιστίας, είναι αναγκαία προϋπόθεση από πλευράς μας καθώς η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει πολλές προκλήσεις στην περιοχή μας και πολλά της πρόσωπα θα είναι νέα και έτσι θα χρειαστούν ανθρώπους με πειθώ από την Ελλάδα. Δεύτερον, η Ελλάδα πρέπει να θέσει συνολικά το ζήτημα της άμυνας και της ασφάλειάς της καθώς έχει επωμιστεί το μεγαλύτερο βάρος από τις χώρες της Ευρώπης στο προσφυγικό ενώ βρίσκεται σε επώδυνη οικονομική συρρίκνωση. Οι απειλές από την Τουρκία αλλά και οι φόβοι ασύμμετρων απειλών, είναι σημαντικές μέριμνες για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Τρίτον, η Ελλάδα οφείλει να συνεχίσει το κτίσιμο της περιφερειακής πρωτοβουλίας μεταξύ αυτής, της Κύπρου, του Ισραήλ και της Αιγύπτου. Τέταρτον, να συνδέσει αυτήν την αναδυόμενη συμμαχία με τον ευρωπαϊκό Νότο και να πείσει και για τα Βαλκάνια. Οι ΗΠΑ αρέσκονται στο να βλέπουν υπο-περιοχές να συνδέονται. Και πέμπτον, η ασφάλεια της Ελλάδος, η οποία ως θεμελιώδης συνιστώσα των σχέσεων ΗΠΑ-Ελλάς, θα πρέπει, να επιβεβαιωθεί και να ενισχυθεί.
Η Ελλάδα, δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει ευκαιρίες με τις ΗΠΑ. Το κεφάλαιο της επίσκεψης Ομπάμα οφείλει να «επενδυθεί» και να χρησιμοποιήσουμε τον απερχόμενο Πρόεδρο των ΗΠΑ ως έναν ανεπίσημο συνέταιρο σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.
* Ο κ. Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύαρχος ΠΝ ε.α.
* Ο κ. Αλέξανδρος Δρίβας είναι Υποψήφιος Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Παν/μιο Πελοποννήσου - συντονιστής στο Παρατηρητήριο Ανατολικής Μεσογείου στον Τομέα Ρωσίας Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΤΟ.ΡΕ.ΝΕ). Το κείμενο αυτό αποτελεί άποψη του γράφοντος και δεν εκπροσωπεί τους φορείς στους οποίους εργάζεται.