Σε μια ιδιαίτερα λεπτή και ευαίσθητη φάση έχουν εισέλθει οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς οι εντάσεις πλέον μάλλον θα είναι συχνές, με την Αθήνα να εύχεται αυτό το κλίμα να περιορισθεί απλώς στην ανταλλαγή ανακοινώσεων και να μην μεταφερθεί στο Αιγαίο και στο μεταναστευτικό.
Στην Τουρκία μετά την απόπειρα πραξικοπήματος διαμορφώνεται ένα εντελώς νέο σκηνικό, το οποίο επηρεάζει ευθέως και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η επιλογή της Άγκυρας για αποστασιοποίηση από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, αφαιρεί από την Ελλάδα «μέσα» διαχείρισης και αντιμετώπισης της Τουρκίας σε μια στιγμή που οι συνομιλίες για το Κυπριακό κορυφώνονται και εκ των πραγμάτων θα απαιτηθεί η άμεση εμπλοκή και των Εγγυητριών Δυνάμεων, ενώ η απειλή για άνοιγμα του διακόπτη των προσφυγικών ροών είναι πλέον πραγματική.
Τις τελευταίες ημέρες υπήρξε διπλωματική ένταση στις σχέσεις των δυο χωρών , καθώς η «ευέξαπτη» Τουρκία φαίνεται ότι δεν μπορεί να ανεχθεί την άρνηση της Αθήνας να παραδώσει χωρίς να τηρηθούν οι προβλεπόμενες διαδικασίες τους 8 στρατιωτικούς που διέφυγαν με ελικόπτερο στην Αλεξανδρούπολη, μετά την καταστολή του πραξικοπήματος.
Στην Άγκυρα, μέσα στον παροξυσμό που ακολούθησε την 15η Ιουλίου, έχει καταγραφεί αρνητικά η απροθυμία των ευρωπαϊκών χωρών, μεταξύ αυτών και της Ελλάδας, να σπεύσουν να στηρίξουν από την πρώτη στιγμή τον T. Erdogan, ενώ ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας ορισμένες δηλώσεις και κινήσεις έχουν προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη καχυποψία.
Ο Νίκος Κοτζιάς σε μια μάλλον περιττή δημόσια παρέμβασή του, επιχείρησε να συνδέσει την απόπειρα πραξικοπήματος με το ρόλο του τουρκικού Στρατού και το καθεστώς Εγγυήσεων στην Κύπρο, προκαλώντας μια δυσανάλογη σε ένταση απάντηση από το τουρκικό ΥΠΕΞ.
Ο κ. Κοτζιάς είχε επικαλεσθεί την απόπειρα πραξικοπήματος και την σύλληψη ανωτάτων αξιωματικών της κατοχικής δύναμης στην Κύπρο ως λόγο για την κατάργηση των Εγγυήσεων και ως επιχείρημα για την απόσυρση των κατοχικών δυνάμεων από το νησί. Αυτή η περισσότερο ακαδημαϊκού τύπου προσέγγιση που τίποτε δεν προσέφερε επί του πεδίου της διαπραγμάτευσης καθώς είναι προφανές ότι το πρόβλημα δεν είναι εάν οι κατοχικές δυνάμεις θα είναι Γκιουλενιστές ή ελεγχόμενοι από τον Erdogan, προκάλεσε τελικά τα αντίθετα αποτελέσματα.
Έτσι, σε ένα ξέσπασμά του το τουρκικό ΥΠΕΞ, αφού υπενθυμίζει ότι στις πρώτες δηλώσεις του κ. Κοτζιά στις 20 Ιουλίου είχε εκφράσει την προσδοκία ότι η Ελλάδα θα «αποφεύγει τις ατυχείς δηλώσεις εκμεταλλευόμενη την κατάσταση που προέκυψε και θα κινηθεί ως γείτονα φίλη και με διάθεση δημοκρατικής αλληλεγγύης», εκφράζει τη λύπη του ότι ο κ. Κοτζιάς συνεχίζει την «ατυχή προσέγγισή του».
Και το τουρκικό ΥΠΕΞ βρίσκει την ευκαιρία να επιτεθεί στην Ελλάδα για το Κυπριακό, υποστηρίζοντας λίγο πολύ ότι η τουρκική εισβολή και η συνεχιζόμενη κατοχή, νομιμοποιήθηκε επειδή απέτρεψε την επιτυχία του πραξικοπήματος στην Κύπρο: «η Ελλάδα εθελοτυφλούσε στην κατάρρευση του κοινού κράτους και η ελληνική χούντα στήριξε το πραξικόπημα που επιδιώχθηκε να διενεργηθεί στο νησί. Όσο για το γεγονός ότι το πραξικόπημα δεν καρποφόρησε, αυτό κατέστη δυνατό χάρη στη χρήση εκ μέρους της Τουρκίας, του δικαιώματός της να παρέμβει – δικαίωμα που απέρρεε από το σύστημα των εγγυήσεων…».
Η απάντηση του ΥΠΕΞ αν και απολύτως ορθή στο πρώτο σκέλος της δημιουργεί αρκετά ερωτηματικά στο δεύτερο σκέλος όταν φαίνεται να επιμένει στη λογική της σύνδεσης του θέματος των Εγγυήσεων με την ύπαρξη συνεργατών των πραξικοπηματιών στα κατοχικά στρατεύματα.
«Η κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος εγγυήσεων και η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο συνιστούν προϋποθέσεις εκ των ων ουκ άνευ για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού.
Η εισβολή και η συνεχιζόμενη παρουσία του κατοχικού στρατού στην Κύπρο είναι μόνο πηγές αστάθειας, ανασφάλειας και δεινών για όλους τους κατοίκους της νήσου», ανέφερε η ελληνική ανακοίνωση, προσθέτοντας ότι η «Άγκυρα δεν απαντά εάν υπάρχουν ή όχι πραξικοπηματίες στα στρατεύματα κατοχής».
Αν και αυτό το ερώτημα ελάχιστη σημασία έχει, η παρέμβαση αυτή εκλαμβάνεται από την Άγκυρα ως μια ενοχλητική παρέμβαση στα εσωτερικά της, ενώ θα μπορούσε να παρεξηγηθεί και ως προσπάθεια εκμετάλλευσης της απόπειρας πραξικοπήματος από την Ελλάδα.
Εντύπωση μάλιστα προκάλεσε το ότι αν και δεν υπήρχαν προσωπικές επιθέσεις στο πρόσωπο του Ν. Κοτζιά, το ελληνικό ΥΠΕΞ έσπευσε να δηλώσει ότι οι «προσωπικές επιθέσεις μόνο ως ένδειξη αδιαλλαξίας μπορούν να θεωρηθούν και κάθε άλλο παρά συμβάλλουν στην ανάπτυξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων…».
Οι δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου, από την Παναγία Σουμελά για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων χαρακτηρίστηκαν από την Άγκυρα ως «δημαγωγία, που απέχει από την επίδειξη καλής θέλησης και υπεύθυνης ηγεσίας».
Αποδοκιμάστηκαν, επίσης, οι δηλώσεις Παυλόπουλου για το κλείσιμο της μονής Σουμελά στην Τραπεζούντα, όπου σύμφωνα με το τουρκικό ΥΠΕΞ γίνονται εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης.
Και μάλιστα το τουρκικό ΥΠΕΞ έσπευσε να κατηγορήσει την Ελλάδα που συντηρεί τους «αβάσιμους νομικά και ιστορικά ισχυρισμούς περί Ποντίων», για «απάνθρωπη μεταχείριση και προσπάθειες ενσωμάτωσης όλων των μειονοτήτων από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους…».
Και τελικά το τουρκικό ΥΠΕΞ προειδοποιεί ότι τέτοιες δηλώσεις είναι σε αντίθεση με το πνεύμα φίλιας και καλής γειτονίας και δεν συμβάλλουν στην ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ των δυο χωρών.
Μέσα σε αυτό το κλίμα η Αθήνα καταγράφει φυσικά το γεγονός ότι μετά την απόπειρα πραξικοπήματος έχει περιορισθεί σημαντικά η παράνομη δραστηριότητα της τουρκικής αεροπορίας στο Αιγαίο. Όμως όλοι γνωρίζουν ότι θα χρειασθεί χρόνος ώστε να διαπιστωθεί εάν πρόκειται για αλλαγή προσέγγισης από την Άγκυρα ή απλώς οφείλεται στις ευρύτατες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γκιουλενικών πυρήνων στις τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Όμως, επίσης, καταγράφεται με ανησυχία η αύξηση των μεταναστευτικών ροών και οι απειλές της Άγκυρας ότι εάν δεν αρθεί το καθεστώς θεωρήσεων για τους τούρκους πολίτες (κάτι που με τα σημερινά δεδομένα θεωρείται εντελώς απίθανο),τότε θα σταματήσει να εφαρμόζει τη συμφωνία για το μεταναστευτικό.
Είναι προφανές ότι η Άγκυρα θα έβλεπε με εντελώς διαφορετικό «μάτι» τις σχέσεις με την Ελλάδα, εάν είχαν παραδοθεί οι 8 στρατιωτικοί. Όμως αυτό θα ήταν μια κίνηση ντροπής για την Ελλάδα, που θα έδινε εικόνα δορυφοριοποίησης της από την Τουρκία.
Έτσι η Αθήνα βρίσκεται σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση, καθώς έχοντας απέναντι έναν εξαιρετικά απρόβλεπτο και επικίνδυνο γείτονα θα πρέπει να επιδιώξει την αποφυγή εντάσεων χωρίς φυσικά να υπάρχει η οποιαδήποτε παρέκκλιση από βασικές αρχές και θέσεις. Κομβικής σημασίας για τις περαιτέρω εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις θα είναι η συνάντηση που θα έχουν στο τέλος του μήνα, εκτός απροόπτου, οι κ.κ. Κοτζιάς και Τσαβούσογλου στην Ελλάδα, όπου θα δοθεί η ευκαιρία για να επιχειρηθεί το ξεπέρασμα παρεξηγήσεων και να γίνει μια συνολική ανασκόπηση των διμερών σχέσεων, στο νέο περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί.