Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Από την ανεξαρτησία της η Ελλάδα βρίσκεται, είτε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, είτε με την Τουρκία που προήλθε από αυτή ως διάδοχο κράτος, σε μία διαρκή αντιπαλότητα εμποτισμένη με αμοιβαία δυσπιστία. Τόσο η αναθεωρητική Τουρκία όσο και η υποστηρίζουσα το υπάρχον status quo Ελλάδα επιδίωξαν να ενισχύσουν τις στρατιωτικές τους δυνατότητες για διαφορετικούς λόγους. Για το σκοπό αυτό, έχουμε αποκτήσει σύγχρονα όπλα, ευρισκόμενοι σε ένα συνεχή ανταγωνισμό με την απόκτηση εξελιγμένης στρατιωτικής τεχνολογίας.
Κατά τη διάρκεια της “προ Ιμίων κρίσεως” ο στόχος του προγραμματισμού αμυντικών προμηθειών ήταν σχετικά πιο απλός. Η τουρκική απειλή απαιτούσε την τοποθέτηση ικανών στρατιωτικών δυνάμεων για έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, με την προτεραιότητα υπεράσπισης του χώρου του Αιγαίου και της οριογραμμής του Έβρου. Αυτή η κατάσταση που εξυπηρετούσε το τότε συμφωνηθέν σενάριο όσον αφορά τη σχεδίαση και την ανάπτυξη των δυνάμεων σε σχέση με τους πιθανούς κινδύνους ενός πολέμου, δεν επαληθεύτηκε ποτέ. Στη συνέχεια, στη “μετά Ίμια εποχή” υπήρξαν πολλά προγράμματα εκσυγχρονισμού της εθνικής αμυντικής δύναμης, καθώς επίσης έγινε μεγάλη προσπάθεια διατήρησης ενός ποιοτικού πλεονεκτήματος σε σχέση με την τουρκική απειλή.
Σήμερα καθώς διανύουμε μια πολύ κρίσιμη περίοδο, όπου υπάρχουν διεθνείς ανακατατάξεις στο γεωπολιτικό χώρο της Ευρασίας, η πατρίδα μας που έχει σημαντικά ζωτικά συμφέροντα στο θαλάσσιο χώρο, βρίσκεται σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι όσον αφορά τους εξοπλισμούς. Στην “ανατολή” των ερευνών υδρογονανθράκων σε όλη την ελληνική θαλάσσια περιοχή και τη νοτιανατολική Μεσόγειο, καθώς και στην υπόθεση διακήρυξης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, βλέπουμε τη συνεχιζόμενη κύρια απειλή κατά της πατρίδος μας, την Τουρκία, να ενισχύει την αμυντική της ισχύ με εξελιγμένα οπλικά συστήματα και να αναπτύσσει ναυτικές μονάδες και στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.
Από την πλευρά μας διαφαίνεται ένα έλλειμμα εθνικής στρατηγικής, το οποίο θα έπρεπε να παρέχει την εννοιολογική σύνδεση, μεταξύ των εθνικών σκοπών και των περιορισμένων πόρων, υπό την έννοια του μετασχηματισμού των πόρων σε μέσα κατά τη διάρκεια της περιόδου ειρήνης και της κατανομής των μέσων κατά τη διάρκεια του πολέμου. Πέραν αυτής της θεωρητικής προσέγγισης, απαιτούνται και τρεις παραδοχές, για να αποσαφηνίσουμε τη θέση μας.
Κατ'' αρχάς, η στρατηγική συνίσταται στη συνέργεια των εθνικών σκοπών της πολιτικής με τα περιορισμένα διαθέσιμα μέσα για να τους επιτύχει. Αμφότερα, η στρατηγική και τα οικονομικά σχετίζονται με την εφαρμογή των περιορισμένων πόρων ώστε να επιτευχθούν οι καθορισμένοι σκοποί, στους οποίους αντιτάσσεται ενεργά στην επίτευξή τους η Τουρκία.
Δεύτερον, η στρατηγική πρέπει να συμβάλλει στη διευκρίνιση των σκοπών της πολιτικής με την ταξινόμηση προτεραιοτήτων λαμβάνοντας υπόψη, τους περιορισμένους πόρους και όχι την κατανομή με λογιστική διάθεση. Χωρίς αυτή την ταξινόμηση μεταξύ των ανταγωνιστικών σκοπών, όλα τα ενδιαφέροντα και όλες οι απειλές θα εμφανιστούν ίσης αξίας. Ελλείψει της ταξινόμησης, οι αρμόδιοι για το σχεδιασμό επιτελείς θα βρεθούν στην κατάσταση που περιγράφεται από το σοφό λαό: «Όποιος προσπαθεί να υπερασπιστεί πάρα πολλά, τελικά δεν υπερασπίζει τίποτα».
Τέλος, η στρατηγική πρέπει να αντιλαμβάνεται τους πόρους ως μέσα υπέρ της πολιτικής. Οι πόροι όμως, δεν είναι μέσα έως ότου η στρατηγική μας παρέξει με τη σχεδίαση το πώς θα οργανωθούν και θα απορροφηθούν, τα μέσα επ' ωφελεία των τρόπων ενεργείας. Οι προϋπολογισμοί άμυνας και το ανθρώπινο δυναμικό είναι πόροι. Η πολιτική εθνικής ασφαλείας οργανώνει αυτούς τους πόρους στις ένοπλες δυνάμεις και τους αξιοποιεί έπειτα για να αποτρέψει τον πόλεμο ή για να επικρατήσει στον πόλεμο εάν αποτύχει η αποτροπή του.
Η προσπάθεια ορθολογισμού των αμυντικών δαπανών είναι μια θετική κίνηση η οποία μπορεί να παρέχει ένα κανονιστικό πλαίσιο για τον αμυντικό εξοπλισμό, τις μελλοντικές πιθανές συμβάσεις και τις εισαγωγές οπλικών συστημάτων εντός της Ελλάδος. Ίσως να έχει κάποια επιτυχία με τα αντισταθμιστικά οφέλη αλλά η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων θα δυσκολευτεί αυτή την περίοδο να πραγματοποιήσει την πραγματικά αναγκαία αγορά ή εκσυγχρονισμό του αμυντικού εξοπλισμού.
Δεν ξεχνούμε ότι οι ημέτερες προστατευτικές πρακτικές για τα εθνικά μας συμφέροντα πρέπει να είναι ο κοινός τόπος όλων των ελλήνων, χωρίς κομματικές ιδεοληψίες και να θεωρούνται ζωτικής σημασίας για την εθνική μας ασφάλεια, χωρίς επίσης να αναθέτουμε αυτό το καθήκον σε εξωγενείς παράγοντες. Όμως για να επιτύχουμε τους στόχους της ποθητής ασφάλειας είναι απαραίτητοι οι εκσυγχρονισμοί και η αγορά αμυντικού εξοπλισμού.
Για την επίτευξη χαμηλών τιμών αλλά και ως πρόκληση οικονομικής ανάπτυξης είναι απαραίτητο, η πατρίδα μας, να είναι πρόθυμη να προωθήσει μια περισσότερο ολοκληρωμένη εγχώρια σύγχρονη τεχνολογικά και καινοτόμο αμυντική βιομηχανία. Βραχυπρόθεσμα αλλά και μεσοπρόθεσμα αυτό θα είναι δύσκολο για την κυβέρνηση να το υλοποιήσει. Θα απαιτηθεί πολύ μεγάλο βάθος χρόνου, ωστόσο, μια κυβερνητική οδηγία θα μπορούσε να συνδυαστεί με την επίδραση της μείωσης του αμυντικού προϋπολογισμού για να δημιουργηθεί η βάση για μια μετατόπιση από τις τρέχουσες πρακτικές προστατευτισμού.
Για να ολοκληρώσει ένας παράγων του συστήματος Εθνικής Άμυνας τη διαδικασία μιας συνεπούς στρατιωτικής στρατηγικής, ίσως το δυσκολότερο βήμα, είναι να προσδιοριστούν οι δυνάμεις που απαιτούνται για να εφαρμοστεί αυτή η στρατηγική. Είναι σαφές ότι πρώτα πρέπει να δηλωθεί η εθνική στρατηγική, ώστε να επακολουθήσει το σύνθετο έργο του σχεδιασμού δυνάμεων, που ορίζεται καλύτερα ως η προσπάθεια της δημιουργίας της στρατιωτικής δομής δυνάμεων του σωστού μεγέθους και της σωστής σύνθεσης για να επιτύχουμε τους τεθέντες στόχους ασφάλειας του έθνους. Ο σχεδιασμός δυνάμεων περιλαμβάνει την αξιολόγηση των απειλών για τα εθνικά συμφέροντα, τη σύσταση των στρατιωτικών απαιτήσεων λαμβάνοντας υπόψη τους δεδομένους περιορισμούς στα μέσα, και τελικά την αξιολόγηση του κινδύνου αποτυχίας.
Οι στρατιωτικοί σχεδιαστές και οι αρμόδιοι παράγοντες του συστήματος Εθνικής Άμυνας για το σχεδιασμό δυνάμεων βρίσκονται εμπλεκόμενοι στην επαναληπτική διαδικασία ροής σε μια προσπάθεια ελαχιστοποίησης των κακών συνδυασμών είτε με την τροποποίηση των σκοπών, είτε με τη διόρθωση των τρόπων, είτε με την αλλαγή των μέσων ώστε να μεγιστοποιήσουν τη δυνατότητα να προστατεύσουν ακόμη και να προαγάγουν τους εθνικούς στόχους.
Οι ενέργειες αυτές είναι οι δομικές πρακτικές και πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε με σύνεση και εθνική συνοχή. Επιπλέον οι συνεχιζόμενες προκλήσεις στο χώρο του Αιγαίου και οι φραστικοί λεονταρισμοί για τη νοτιανατολική Μεσόγειο από μέρους των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, εντείνονται ποιοτικά και ποσοτικά όσο θα πλησιάζουμε στην εξόρυξη υδρογονανθράκων. Ωστόσο, για λόγους ως επί το πλείστον δημοσιοοικονομικούς, η συζήτηση πολλές φορές παρεκτρέπεται στη μείωση ή αύξηση των αμυντικών δαπανών, χωρίς να δίδεται καμία σοβαρή προσοχή σε ό, τι πρέπει να κάνουμε για να διατηρηθεί η ισχυρότερη δυνατή αποτρεπτική ισχύς στις καθημερινές προκλήσεις που είναι μπροστά μας.
Η πολιτική ηγεσία οφείλει να συνεργαστεί με τη στρατιωτική και να τραβήξει την “κόκκινη γραμμή” εκεί όπου οι περικοπές στην Άμυνα, είναι ουσιαστικές, χωρίς να διατρέξουμε τον όποιο σοβαρό κίνδυνο για την ευημερία μας ως έθνος.
Τέλος να πάψουν οι διάφοροι “κακοθελητές” να υπονομεύουν την ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεών μας και να φροντίσει η κυβέρνηση να ανυψώσει το ηθικό των στελεχών μας.
*Ο Δημήτρης Τσαιλάς είναι Υποναύαρχος ΠΝ ε.α.
Φωτογραφία: SOOC