Του Νίκου Μελέτη
Σε μείζονα κρίση οδηγούνται οι ευρωτουρκικές σχέσεις καθώς σήμερα το Υπουργικό Συμβούλιο στο Βερολίνο αναμένεται να αποφασίσει την μετακίνηση των γερμανικών κατασκοπευτικών αεροσκαφών που φιλοξενούνταν μέχρι τώρα στην τουρκική βάση του Ιντσιρλίκ και την δύναμη των 250 ανδρών που τα υποστηρίζουν, στην Ιορδανία. Πρόκειται για αναμενόμενη εξέλιξη αφού η ύστατη προσπάθεια για κατευνασμό που επιχειρήθηκε από τον Γερμανό ΥΠΕΞ Σ. Γκάμπριελ κατέληξε σε αδιέξοδο.
Ο κ. Γκάμπριελ, από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της προσέγγισης με την Άγκυρα, έφθασε στην τουρκική πρωτεύουσα με στόχο να αποκαταστήσει τον δίαυλο μεταξύ των δυο κυβερνήσεων αλλά τελικά βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα πραγματικό αδιέξοδο και μια προσβλητική στάση. Ο τούρκος πρωθυπουργός Γιλντιρίμ επικαλέστηκε φόρτο εργασίας προκειμένου να μην συναντηθεί μαζί του.
Η Τουρκία επιλέγοντας να παίξει το σκληρό χαρτί έναντι του Βερολίνου θέλει να στείλει μήνυμα σε όλη την Ευρώπη, σε μια στιγμή που βρίσκεται σε γενικότερο αναπροσανατολισμό. Ο Ταγίπ Ερντογάν θεμελιώνει ένα αυταρχικό προσωπαγές καθεστώς και αναζητεί διευρυμένο περιφερειακό ρόλο για την Τουρκία τη στιγμή, όμως, που η χώρα γίνεται όλο και περισσότερο μέρος του προβλήματος παρά μέρος της λύσης του.
Η κρίση στις σχέσεις με το Βερολίνο γίνεται όλο και πιο βαθιά καθώς άπτεται πλέον θεμάτων δημοκρατίας και βασικών ελευθεριών. Αυτό που ερεθίζει ακόμη περισσότερο την γερμανική κοινή γνώμη και τους Γερμανούς βουλευτές είναι οι δηλώσεις του Τούρκου υπουργού εξωτερικών Τσαβούσογλου, σύμφωνα με τις οποίες οι δυτικοί δημοσιογράφοι στην Τουρκία λειτουργούν ως «πράκτορες» των μυστικών υπηρεσιών των χωρών της Ευρώπης όταν ασκούν τα καθήκοντα τους στην Τουρκία.
Αυτή η προκλητική απάντηση στο αίτημα του Βερολίνου αλλά και του Παρισιού (που υποβλήθηκε με τηλεφώνημα του Ε. Μακρόν στον Τ.Ερντογάν) για την απελευθέρωση του Γερμανού και του Γάλλου δημοσιογράφου, αγγίζει ευαίσθητες χορδές και πλησιάζει όρια τα οποία καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν μπορεί να ξεπεράσει.
Η απαίτηση της Τουρκίας, που υποβλήθηκε μάλιστα δημόσια προς τον κ. Γκάμπριελ, για έκδοση των καταζητούμενων Τούρκων φυγάδων στην Δύση ως συνεργατών στο δίκτυο του Φ. Γκιουλέν μάλλον δυσκόλεψε την κατάσταση. Πλέον δεν μπορεί εύκολα να νομιμοποιηθεί η έκδοση ατόμων σε μια χώρα όπου τα βασανιστήρια είναι στην πρώτη γραμμή και κανείς δεν αποκλείει ότι σύντομα θα υιοθετηθεί και η θανατική καταδίκη. Ούτε φυσικά η Γερμανία μπορεί να αποδεχθεί τέτοιου είδους μαζική στοχοποίηση πολίτων που έχουν και γερμανική υπηκοότητα, οι οποίοι χωρίς στοιχεία χαρακτηρίζονται συλλήβδην οπαδοί «τρομοκρατικής οργάνωσης» επειδή είχαν σχέση με το δίκτυο ιμάμηδων και σχολείων του Φετουλάχ Γκιουλέν.
Το παιχνίδι το οποίο επιχείρησε να παίξει ο Ταγίπ Ερντογάν χρησιμοποιώντας τους τουρκικής καταγωγής πολίτες της Ολλανδίας, της Γαλλίας και της Αυστρίας ως μοχλό άσκησης πίεσης στις κυβερνήσεις των χωρών αυτών και το ερωτηματικό για το πως θα αντιδράσει το τουρκικό στοιχείο στις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου ηλεκτρίζουν ακόμη περισσότερο την ατμόσφαιρα.
Οι τελευταίες εξελίξεις, όμως, αναδεικνύουν και τη στενή σχέση του καθεστώτος Ερντογάν με το σκοτεινό κύκλωμα το οποίο με επίκεντρο το Κατάρ χρηματοδοτεί ακραίες σουνιτικές ομάδες στην Μ. Ανατολή. Αυτό εκ των πραγμάτων δημιουργεί μεγαλύτερη καχυποψία στις σχέσεις όχι μόνο με το Βερολίνο αλλά και ολόκληρη την ΕΕ.
Η Αν. Μέρκελ έχει επανειλημμένα δείξει ότι επιθυμεί τη διατήρηση και ενίσχυση των σχέσεων με την Τουρκία και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την Συμφωνία για το μεταναστευτικό ή τις μεγάλες γερμανικές επενδύσεις στην Τουρκία, αλλά αποτελεί στρατηγική επιλογή. Η διατήρηση της Τουρκίας σε ευρωπαϊκή τροχιά, βάσει της αντίληψης που έχει επικρατήσει ότι αποτελεί την buffer zone στα σύνορα της Ευρώπης με την Μ. Ανατολή, υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να αποτελέσει ένα υπόδειγμα (ακόμη και τώρα) για τις υπόλοιπες μουσουλμανικές χώρες της περιοχής. Βεβαίως το μοντέλο αυτό έχει καταρρακωθεί και δοκιμάζεται τον τελευταίο χρόνο λόγω των επιλογών του Τ.Ερντογάν να προχωρήσει στην εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού συστήματος εξουσίας που μάλλον παραπέμπει στα καθεστώτα τα οποία σαρώθηκαν από την Αραβική Άνοιξη.
Αν και η Κομισιόν έχει επεξεργασθεί συγκεκριμένες προτάσεις για την έναρξη της συζήτησης για την αναθεώρηση της Συμφωνίας της Τελωνειακής Ένωσης, είναι προφανές πλέον ότι το εμπόδιο δεν είναι μόνο το βέτο της Κύπρου. Στο κλίμα που έχει διαμορφωθεί είναι δεδομένο ότι τόσο στο Βερολίνο αλλά και σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες δεν υπάρχει διάθεση για μια αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων είτε με νέα Τελωνειακή Συμφωνία, η οποία θα λειτουργούσε υπέρ της Άγκυρας, είτε με το άνοιγμα νέων Κεφαλαίων στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις.
Όμως χωρίς να έχει να παρουσιάσει κάποιο απτό αντάλλαγμα από την Ε.Ε. και χωρίς να σημειώνεται κάποιο εντυπωσιακό βήμα στις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη, ο Τ. Ερντογάν θα συνεχίσει το πετροβόλημα στον υαλοπίνακα των ευρωτουρκικών σχέσεων, θέλοντας εκτός των άλλων να αποδείξει και στην εσωτερική κοινή γνώμη ότι η Τουρκία δεν αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως οι μικρές χώρες των Δυτικών Βαλκανίων που έχουν ξεκινήσει η πρόκειται να ξεκινήσουν ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την ΕΕ.
Τώρα η επόμενη προσπάθεια αποκατάστασης των δίαυλων επικοινωνίας Βερολίνου - Άγκυρας μετατίθεται για την Σύνοδο των G7 στο Αμβούργο στις 7-8 Ιουλίου. Ωστόσο οι συνθήκες είναι εντελώς αρνητικές και το οποιοδήποτε βήμα φαίνεται ότι μετατίθεται ,όπως όλα εξάλλου, για μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου, αν και είναι προφανές ότι το κλειδί για τις γερμανοτουρκικές σχέσεις και συνεπώς και για τις ευρωτουρκικές σχέσεις το κρατά πλέον ο ίδιος ο Τ. Ερντογάν.
Όσο περνά ο καιρός τόσο το σύστημα πολιτικής εξουσίας που διαμορφώνει ο Τ. Ερντογάν όσο και οι νέες γεωπολιτικές ισορροπίες που αναζητά η Τουρκία γίνονται ολοένα και πιο ασύμβατα με την μορφή και το περιεχόμενο της σχέσης της χώρας με το Βερολίνο αλλά και με την ΕΕ.