Του Δρ. Χρήστου Μπαξεβάνη*
Σοβαρές ανησυχίες για τις καθυστερήσεις στη μεταφορά στη Γερμανία αιτούντων άσυλο που βρίσκονται στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης, εκφράζουν 27 διεθνείς οργανώσεις και ΜΚΟ. Σε ανοικτή επιστολή που δημοσιοποίησαν χθες, αναφέρουν ότι οι καθυστερήσεις παραβιάζουν το δικαίωμα των αιτούντων άσυλο «στην οικογενειακή επανένωση, όπως προβλέπεται από τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ».
Συγκεκριμένα, τους τελευταίους μήνες καταγράφονται πολλές περιπτώσεις αιτούντων άσυλο, των οποίων τα αιτήματα αναδοχής έχουν γίνει δεκτά από τη Γερμανία, ωστόσο η μεταφορά τους δεν έχει λάβει χώρα, παρά το γεγονός ότι η εξάμηνη προθεσμία (άρθρο 29) έχει παρέλθει. Στην επιστολή τους, οι οργανώσεις τονίζουν ότι υπάρχει μια συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας «το ακριβές περιεχόμενο της οποίας δεν είναι γνωστό». Ωστόσο, επισημαίνουν «σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, λιγότεροι από 100 αιτούντες άσυλο μεταφέρονται κάθε μήνα, ενώ, επί του παρόντος, η εξάμηνη προθεσμία λήγει για πάνω από 300 αιτούντες άσυλο τον μήνα, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι, αν η πρακτική αυτή συνεχιστεί, οι καθυστερήσεις στις μεταφορές θα οδηγήσουν σε μια σημαντική αναβολή, που συνιστά μια εν τοις πράγμασι άρνηση της οικογενειακής επανένωσης, της ένταξης και της προστασίας ενός μεγάλου αριθμού αιτούντων άσυλο, πολλοί από τους οποίους είναι ευάλωτοι, καθώς πολλοί είναι ασυνόδευτοι ανήλικοι, μόνες μητέρες με παιδιά, άτομα με προβλήματα υγείας».
Ακολούθως, το σοβαρό πρόβλημα, που αντιμετωπίζουν τα ασυνόδευτα παιδιά προσφύγων, που μένουν απροστάτευτα στην Ελλάδα, καταγράφει έκθεση της Human Rights Watch, η οποία τονίζει ότι «υπέμειναν επικίνδυνα ταξίδια για να φθάσουν στην Ελλάδα, μακριά από τις οικογένειές τους,» και «δεν θα έπρεπε να χρειάζονται να αγωνιστούν επί μήνες για να αποδείξουν ότι είναι παιδιά». Η οργάνωση σημειώνει ειδικότερα για τα παιδιά, που βρίσκονται στη Λέσβο, ότι διατρέχουν κίνδυνο κακοποίησης εξαιτίας των πλημμελών διαδικασιών, ενώ διαπιστώνει ότι κάποια από τα ανήλικα που ήταν έως 15 ετών, είχαν καταγραφεί εσφαλμένα ως ενήλικες από τις ελληνικές αρχές.
Ενώ τα καταγεγραμμένα ασυνόδευτα παιδιά πρέπει να μεταφέρονται σε ασφαλή δομή φιλοξενίας, η Ελλάδα πάσχει από χρόνια έλλειψη χώρων. Περιμένοντας να βρεθεί μία θέση σε ξενώνα, οι αρχές συχνά κρατούν τα ασυνόδευτα παιδιά σε αστυνομικά τμήματα, σε κέντρα κράτησης για μετανάστες, και σε κέντρα διεκπεραίωσης των αιτήσεων ασύλου υπό τη διαχείριση της ΕΕ, τα γνωστά hotspot. Στις 20 Ιουνίου, 1.149 ασυνόδευτοι ανήλικοι μετανάστες βρίσκονταν στη λίστα αναμονής για μία θέση σε ξενώνα, συμπεριλαμβανομένων 296 παιδιών υπό κράτηση σε εγκαταστάσεις τέτοιου τύπου.
Την ίδια στιγμή, τρεις μήνες πριν από τη λήξη του προγράμματος για τη μετεγκατάσταση προσφύγων από την Ελλάδα και την Ιταλία, τα αποτελέσματα παραμένουν πενιχρά. Από τους 63.302 πρόσφυγες που προβλεπόταν να έχουν μετεγκατασταθεί από την Ελλάδα, μόλις 13.825 έχουν μεταφερθεί σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τρεις χώρες (Αυστρία, Ουγγαρία, Πολωνία) δεν έχουν πάρει κανέναν και μόλις 4 χώρες έχουν πάρει πάνω από 1.000 πρόσφυγες (Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Πορτογαλία), ενώ καμία διαδικασία επιβολής κυρώσεων δεν έχει ξεκινήσει μέχρι τώρα. Η κρίση απέδειξε πως το υπάρχον σύστημα, το οποίο είχε σημαντικά ζητήματα λειτουργίας ακόμα και τις καλές περιόδους, είναι ανεφάρμοστο σε περιόδους μεγάλων προσφυγικών μετακινήσεων. Το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου είναι ευρωπαϊκό μόνο στο όνομα, καθώς οι αρμοδιότητες και οι ευθύνες παραμένουν σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό στις εθνικές κυβερνήσεις.
Μπροστά στην ανάγκη για μια ριζική αλλαγή του Κανονισμού Δουβλίνο υπέρ ενός συστήματος κεντρικής διαχείρισης των αιτήσεων ασύλου που κατατίθενται ανά την Ευρώπη, υπό την επιμέλεια μιας ισχυρής Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου, με στοιχεία από το ΑΕΠ, το ποσοστό ανεργίας, ο αριθμός κατοίκων, το ποσοστό αιτούντων άσυλο που ήδη κατοικούν εκεί και το μέγεθος επικράτειας, η Επιτροπή, δυστυχώς, προτίμησε την απλή τροποποίηση του Κανονισμού Δουβλίνο. Το μοναδικό μάλιστα «μέτρο αλληλεγγύης» που προβλέπει ο μόνιμος μηχανισμός μετεγκατάστασης θα τίθεται σε εφαρμογή μονάχα όταν μία χώρα φτάσει στο 150% των δυνατοτήτων της. Δηλαδή, μία χώρα θα πρέπει να ξεπεράσει κατά 50% τις δυνατότητές της για να υπάρξει η όποια μορφή αλληλεγγύης. Το αναθεωρημένο σύστημα ασύλου δεν μπορεί να είναι ένας μηχανισμός στεγανοποίησης του προβλήματος στις χώρες της περιφέρειας.
Την ίδια στιγμή, αντί ως χώρα να στηρίζουμε την κοινή ευρωπαϊκή αντιμετώπιση, επιλέγουμε συμφωνίες, όπως αυτή του κ. Μουζάλα με τoν Γερμανό υπουργό Εσωτερικών, αποτέλεσμα της οποίας είναι, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, ενώ 2.500 πρόσφυγες, μετά από μήνες προσπαθειών και με όλες τις απαραίτητες γραφειοκρατικές διαδικασίες ολοκληρωμένες, περιμένουν να επανενωθούν με τις οικογένειές τους, αποφασίστηκε τελικά αυτό να συμβαίνει μόνο για 70 πρόσφυγες τον μήνα.
Τελικά, το έλλειμμα (ευρωπαϊκής) αλληλεγγύης σε συνδυασμό με το πλεόνασμα (κυβερνητικής) ανευθυνότητας είναι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η Ελλάδα αναφορικά με το προσφυγικό/μεταναστευτικό.
*Ο Δρ. Χρήστος Μπαξεβάνης είναι διεθνολόγος.