Της Κύρας Αδάμ
Τη μορφή ανεμοστρόβιλου παίρνουν πλέον οι εξελίξεις στο κυπριακό με τους διεθνείς παίκτες να μην προλαβαίνουν να δηλώνουν την πεποίθηση τους ότι το θέμα θα έχει κλείσει οριστικώς μέσα στην άνοιξη του 2016.
Η αρχή έγινε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μόλις πριν από δέκα ημέρες, όταν δεσμευτικώς και πανηγυρικώς οι 28 ηγέτες συμφώνησαν την επανάληψη της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας, (χωρίς να έχει καν εκπληρώσει καμία από τις κοινοτικές δεσμεύσεις της απέναντι στη Λευκωσία), με τον κ Νταβούτογλου να επιμένει ότι βλέπει τη λύση του κυπριακού την άνοιξη του 2016 και τον πρόεδρο της Κομισιόν κ Γιούνκερ να σιγοντάρει με όλους τους τρόπους.
Την σκυτάλη πήρε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ κ. Κέρυ, ο οποίος στις δηλώσεις του τόσο στη Λευκωσία, όσο και στην Αθήνα, μέσα στην εβδομάδα, επέμεινε ότι το θέμα είναι πλέον σε τροχιά οριστικής επίλυσης του.
Πιο ακραίος ο αρμόδιος υπουργός της Τουρκίας για την ΕΕ, κ Μποζκίρ, δήλωσε από τις Βρυξέλλες ότι βλέπει οριστική λύση και δημοψήφισμα για την επικύρωση της, μέσα στον προσεχή Μάρτιο.
Αλλά και ο πρόεδρος της Κύπρου, κ. Αναστασιάδης μόλις προχθές, ενημερώνοντας το Εθνικό Συμβούλιο για την πορεία των διαπραγματεύσεων στη Λευκωσία, αναφέρθηκε στην πιθανότητα να χρειαστεί αναβολή των βουλευτικών εκλογών τον προσεχή Μάιο για δυο ή τρεις μήνες… προφανώς λόγω προβλεπομένων εξελίξεων… για λύση.
Αλλά ποιες είναι αυτές οι εξελίξεις που κάνουν τους βασικούς και μόνιμους παίκτες του Κυπριακού να αναφέρονται σχεδόν μετά βεβαιότητος σε επικείμενη λύση; Και ποια είναι εκείνα τα σημεία συμφωνίας -όχι απλές συγκλίσεις- που επιτρέπουν την καλλιέργεια κλίματος ευφορίας για την κοινή γνώμη χωρίς να παρέχεται η σχετική ενημέρωση;
Τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν απάντηση για την ώρα, αφού δεν υπάρχουν στον ορίζοντα τα σχετικά στοιχεία.
Αυτό που υπάρχει όμως ως δεδομένο είναι η διαρκώς σταθερή στάση της Άγκυρας να μην αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και η επιμονή της να αντικατασταθεί αυτή από ένωση δυο ισότιμων κρατών «στη νήσο Κύπρο».
Από την άλλη υπάρχει μια συνεχώς μεταβαλλόμενη και αναθεωρούμενη πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας ανάλογα με τις έξωθεν πιέσεις μέσα σε τρέχουσες συνθήκες. Οι αλλαγές αυτές δεν συνοδεύονται σχεδόν ποτέ με «ανταλλάγματα» που ισχυροποιούν τις πάγιες θέσεις της για την επανένωση της νήσου μέσα στην αδιαμφισβήτητη ισχύ της Κυπριακής Δημοκρατίας με τη μια και μοναδική διεθνή προσωπικότητα και κυριαρχία.
Δύο συγκριτικά παραδείγματα:
Μόλις προχθές, λίγες ημέρες μετά την Σύνοδο Κορυφής ΕΕ-Τουρκίας, η Άγκυρα διεμήνυσε γραπτώς και επισήμως τις Βρυξέλες ότι όλες οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Τουρκία προκειμένου να απελευθερωθεί η πολυπόθητη βίζα των τούρκων πολιτών για την ΕΕ δεν πρόκειται να ισχύσουν στην περίπτωση της «νήσου Κύπρου», καθώς δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ως κράτος μέλος της ΕΕ. Ανάλογη δήλωση, σύμφωνα με τον τουρκικό τύπο είχε κάνει και ο πρόεδρος Ερντογάν κατά τις προπαρασκευαστικές συναντήσεις του με ευρωπαίους ηγέτες πριν από την Σύνοδο Κορυφής.
Και όλα αυτά, καθώς στις 14 Δεκεμβρίου, όπως έχει ήδη συμφωνηθεί, θα αρχίσει στις Βρυξέλλες η Διακυβερνητική Διάσκεψη των κρατών μελών της ΕΕ προκειμένου να ξεκινήσει η διαπραγμάτευση του μέχρι πρότινος παγωμένου κεφαλαίου για την Οικονομική και Νομισματική Πολιτική, ενώ ο κ. Γιούνκερ, όπως δεσμεύθηκε επισήμως ο ίδιος, θα ξεκινήσει την προπαρασκευαστική εργασία για το ξεπάγωμα και άλλων πέντε κεφαλαίων ενταξιακής διαδικασίας, τα οποία έχει μπλοκάρει μονομερώς η Λευκωσία, όσο καιρό η Άγκυρα δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία.
Έτσι από εδώ και πέρα στις Βρυξέλλες θα υπάρχει το έξης τραγελαφικό. Η Τουρκία θα διαπραγματεύεται την ένταξη της στην ΕΕ, ζητώντας την σύμφωνη γνώμη των 28 κρατών μελών, εκ των οποίων το ένα, δηλαδή την Κύπρο, η ίδια δεν αναγνωρίζει ως κράτος μέλος…
Και να ήταν μόνον αυτό. Μόλις πριν από λιγότερο ενάμιση χρόνο, οι σχέσεις Λευκωσίας-Άγκυρας είχαν φτάσει στο μηδέν, με την έμπρακτη και προκλητική και διεθνώς απολύτως κολάσιμη τουρκική ενέργεια της αμφισβήτησης της καθ' όλα νόμιμης και διεθνώς καθορισμένης ΑΟΖ και των αποκλειστικών δικαιωμάτων της Κύπρου επ' αυτής, (με το σκάφος Μπαρμπαρόσα να βολτάρει ανεξέλεγκτα), προκειμένου να δείξει ότι η ενεργειακή πολιτική της Κύπρου και η διαχείριση του φυσικού αερίου εξαρτώνται απολύτως από την Άγκυρα.
Πάρα τη μονομερή τότε διακοπή των ενδοκοινοτικών συνομιλιών, η Λευκωσία όχι μόνον επανήλθε στο διάλογο, αλλά προσυπέγραψε και την εξακολούθηση των τουρκικών ενταξιακών διαπραγματεύσεων χωρίς να έχει αποκομίσει ορατώς τουλάχιστον κανένα χειροπιαστό αντάλλαγμα.
Η αναφορά στο παραπάνω θέμα είναι σημαντική γιατί το κεφάλαιο της Ενέργειας είναι κορυφαίο όχι μόνον για την Ευρώπη και την Τουρκία, αλλά περισσότερο απ όλα για την ίδια την Κύπρο. Η Λευκωσία ως κράτος μέλος με υπολογίσιμα υποθαλάσσια αποθέματα φυσικού αερίου θέλει να συγκλίνει ενεργειακώς με τα ακόμα μεγαλύτερα αποθέματα του Ισραήλ και της Αιγύπτου, κόβοντας τη φόρα της Άγκυρας που πλασάρεται ως ο μοναδικός εγγυητής της μεταφοράς προς την Ευρώπη φυσικού αερίου μη ρωσικών συμφερόντων.
Το κεφάλαιο της ενέργειας όμως είναι κορυφαίο και για την Αθήνα, που ορθώς, αν και πολύ δύσκολα, επιδιώκει να μετατραπεί η ίδια σε «ενεργειακό θύλακα» της περιοχής της Αν. Μεσογείου προς την Ευρώπη, αφού η οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ με την Τουρκία είναι ακόμα σε κατάσταση νεφελώματος στο διάστημα.
Μπροστά στον φόβο και τον ορατό πλέον πανικό από ανεξέλεγκτα κύματα προσφύγων προς την Ευρώπη, οι ευρωπαίοι ηγέτες είναι διατεθειμένοι να συμφωνήσουν όσο-όσο με τις απαιτήσεις της Άγκυρας, αν αυτή πρόκειται να «αναχαιτίσει» (;) για ένα διάστημα τα προσφυγικά κύματα. Έτσι θα ξεκινήσουν της ενταξιακές διαπραγματεύσεις, αλλά και την Τελωνειακή Ένωση ΕΕ-Τουρκίας, έστω και αν δεν τις ολοκληρώσουν ποτέ. Στο μεσοδιάστημα, όμως η Λευκωσία, ως μόνη «αντιδρώσα» θα φέρει εαυτόν σε κατάσταση 27+1 στους κόλπους των 28 μελών της ΕΕ. Εκεί ακριβώς αποσκοπεί η Άγκυρα τους επόμενους μήνες για να κάμψει τις αντιστάσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας.