Η Ελλάδα μετά από μια σχεδόν δεκαπενταετία, ιδιότυπου μονομερούς αφοπλισμού, λόγω της οικονομικής κρίσεως, αλλά πρωτίστως πολιτικών επιλογών, προ της αναβαθμισμένης και επιθετικής τουρκικής απειλής, αποφάσισε να προχωρήσει με κατεπείγουσες διαδικασίες στην υλοποίηση μιας σειράς εξοπλιστικών προγραμμάτων (αεροσκάφη, πλοία κτλ) προκειμένου να ενισχύσει τις επιχειρησιακές δυνατότητες των Ενόπλων Δυνάμεων.
Στα προγράμματα αυτά η συμμετοχή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας δεν ήταν αξιόλογη. Έτσι εκ νέου τέθηκε το ερώτημα πότε η Ελλάδα θα αποκτήσει αμυντική βιομηχανία ικανή να παραγάγει τα οπλικά συστήματα που απαιτούνται; Το ερώτημα δυστυχώς ανακύπτει κάθε φορά που η Ελλάδα, μετά από μία κρίση με την Τουρκία, προσπαθεί με έκτακτες διαδικασίες να καλύψει τα υπάρχοντα επιχειρησιακά κενά, αφήνοντας στο περιθώριο την ελληνική βιομηχανία.
Η Ελλάδα μετά την εισβολή και κατάληψη του 37% του εδάφους της Κύπρου από την Τουρκία και την επιθετική στροφή της στο χώρο του Αιγαίου, επιχείρησε να δημιουργήσει μια αμυντική βιομηχανική υποδομή, κυρίως στα πεδία των ελαφρών όπλων, των πυρομαχικών, της κατασκευής οχημάτων, τη ναυπηγική και την αεροναυπηγική.
Δυστυχώς αυτή η βιομηχανική βάση, κυρίως κρατική, δεν κατάφερε πάρα την επένδυση σημαντικών πιστώσεων στους εξοπλισμούς να καταστεί μια αξιόπιστη και αποδοτική πηγή παραγωγής και υποστηρίξεως αμυντικού υλικού για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Από το 1974, η αμυντική βιομηχανία κρατική, υπό δημόσιο έλεγχο, και ιδιωτική κινήθηκε χωρίς συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο, στρατηγική, δομή, οργάνωση και πάνω από όλα μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.
Η παραγωγή στηρίχθηκε κατά βάση σε ξένο σχεδιασμό. Με εξαίρεση μερικές μικρές ιδιωτικές εταιρείες οι οποίες κατάφεραν να αναπτύξουν καινοτόμο αμυντικό εξοπλισμό και να πραγματοποιήσουν εξαγωγές, οι υπόλοιπες είχαν και εξακολουθούν να έχουν ως μοναδικό πελάτη τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Το μέγεθος των Ενόπλων Δυνάμεων δεν είναι τέτοιο ώστε να μπορεί να στηρίξει οικονομικά τη βιωσιμότητα του συνόλου αυτών των βιομηχανιών, με αποτέλεσμα την υπολειτουργία και τη μειωμένη αποδοτικότητα. Η επιβίωσή τους στηρίχθηκε σε κρατικές επιδοτήσεις, με τη δημιουργία φυσικά ζητημάτων ανταγωνισμού και παρανομών χρηματοδοτήσεων, με την Ευρωπαϊκή Ένωση και προβληματικού ιδιοκτησιακού καθεστώτος.
Επίσης η ανεπάρκεια και ανικανότητα των διοικήσεων (διορισμένων ή μη), η χαμηλή αποδοτικότητα του προσωπικού, οι κομματικές παρεμβάσεις στη λειτουργία των εταιρειών μέσω των συνδικαλιστικών φορέων με αρνητικό παραγωγικό αποτέλεσμα, το υψηλό μισθολογικό και λειτουργικό κόστος, η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, οδήγησαν όλα σχεδόν τα προγράμματα που ανελήφθησαν από την ελληνική αμυντική βιομηχανία εκτός χρονοδιαγραμμάτων (διπλασιασμός, ακόμη και τριπλασιασμός του συμβατικού χρόνου παραδόσεων) και στον πολλαπλασιασμό του κόστους.
Αποτέλεσμα αυτών ήταν οι Ένοπλες Δυνάμεις να μη διαθέτουν τις κατάλληλες επιχειρησιακές δυνατότητες όταν αυτές απαιτούνταν, όπως επίσης και άλλες οι οποίες ήταν απαραίτητες να εγκαταλειφθούν, να μετατοπισθούν χρονικά ή να ξεπερασθούν από τις επιχειρησιακές συνθήκες ή νέες τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς οι οικονομικοί πόροι οι οποίοι είχαν προγραμματιστεί για αυτές, δρομολογήθηκαν προς τα υπερκοστολογημένα προγράμματα.
Η απουσία ή η περιορισμένη έκταση και χρηματοδότηση της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας δεν επέτρεψε (πλην σπανίων εξαιρέσεων) την ανάπτυξη ποιοτικών και καινοτόμων αμυντικών υλικών τα οποία θα έδιναν συγκριτικό πλεονέκτημα στις Ένοπλες Δυνάμεις, αλλά και θα δημιουργούσαν δευτερογενή αποτελέσματα για παραγωγή μη στρατιωτικών προϊόντων .
Πέραν αυτών η έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και το κυριότερο προγραμμάτων χρηματοδοτήσεως εξοπλιστικών προγραμμάτων, εκ μέρους του Κράτους, με βάση τις επιχειρησιακές ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων και η καταφυγή σε εξωτερικές πηγές υπό το καθεστώς εκτάκτων αναγκών, σε συνδυασμό με τη δυσκίνητη κρατική γραφειοκρατία (νομικό πλαίσιο, αρμόδια κρατικά όργανα, διαδικασίες εγκρίσεως κτλ) δεν δημιούργησαν σε καμία περίπτωση συνθήκες και προϋποθέσεις αναπτύξεως μιας υγιούς και αποδοτικής εθνικής αμυντικής βιομηχανικής βάσεως.
Υπό τις συνθήκες αυτές ήταν σχεδόν αδύνατον οι ελληνικές αμυντικές βιομηχανίες να συμμετάσχουν στην παραγωγή των κυρίων οπλικών συστημάτων τα οποία παραγγέλθηκαν εσχάτως υπό συνθήκες περιορισμένου χρόνου παραδόσεως και υψηλής ποιότητας. Θα μπορούσαν και πρέπει να εξετασθούν, η μεταφορά τεχνολογίας και ζητήματα συνεργασίας, συμπαραγωγής υποσυστημάτων ή στοιχείων και υποστηρίξεως των οπλικών συστημάτων.
Ωστόσο για την ανάπτυξη αμυντικής βιομηχανίας πρέπει να ληφθούν υπόψη και μια σειρά από παράγοντες, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίοι θα αναφερθούν επιγραμματικά. Η παραγωγή αμυντικού υλικού δεν υπακούει στους ιδίους κανόνες με αυτούς των προϊόντων ευρείας καταναλώσεως. Υπάρχουν περιορισμοί όπως, πολιτικοί (π.χ. πυρηνικά όπλα, πυραυλική τεχνολογία), ελέγχου εξαγωγών οπλικών συστημάτων (π.χ. τελικός χρήστης, απαγόρευσης εξαγωγών από ΟΗΕ ή συγκεκριμένες χώρες), γεωπολιτικοί (π.χ. συμμαχίες), προστασίας και έλεγχου των τεχνολογιών (π.χ. τσιπς, χημική και μεταλλουργική τεχνολογία κτλ).
Η παραγωγή πρακτικά έχει μια ιεραρχική δομή, ξεκινώντας από τις χώρες με εξελιγμένη βιομηχανία, έρευνα και ανάπτυξη, καινοτόμα αμυντικά προϊόντα και επένδυση σημαντικών οικονομικών πόρων, οι οποίες καλύπτουν όλο το φάσμα των απαιτήσεων των ενόπλων δυνάμεων (π.χ. ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία). Ακολουθούν στη συνέχεια χώρες κατανεμημένες σε διάφορα επίπεδα, κλιμακούμενες προς τα κάτω, με αμυντική βιομηχανία υποδεεστέρων δυνατοτήτων.
Οι αμυντικές επενδύσεις μιας χώρας είναι θεμελιώδης παράγοντας για το μέγεθος της αμυντικής βιομηχανίας την οποία δύναται να αναπτύξει και να υποστηρίξει, καθώς για να είναι οικονομικά βιώσιμη, πρέπει ένα μεγάλο ποσοστό της παραγωγής (ενδεχομένως 50% ή και μεγαλύτερο) να απορροφάται από τις εγχώριες ένοπλες δυνάμεις.
Επίσης οι αμυντικές επενδύσεις σε παγκόσμιο επίπεδο είναι καθοριστικές για την αμυντική βιομηχανία που μπορεί να συντηρηθεί από τις χώρες. Ο τερματισμός του Ψυχρού Πολέμου για παράδειγμα και η συνεπακόλουθη μείωση των αναγκών σε αμυντικά υλικά, προκάλεσε την αναδιάρθρωση (διακοπή λειτουργίας, συγχωνεύσεις, σμίκρυνση, αναπροσαρμογή της παραγωγής κτλ) της αμυντικής βιομηχανίας σε ολόκληρο τον κόσμο.
Στο πεδίο αυτό τεράστια σημασία έχει η επιστημονική και τεχνολογική υποδομή μιας χώρας και οι επενδύσεις που γίνονται στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών (το πολυτιμότερο ίσως στοιχείο στον κύκλο παραγωγής των αμυντικών υλικών) και τον μετασχηματισμό τους σε καινοτόμα αμυντικά προϊόντα. Τα αμυντικά υλικά υπόκεινται και αυτά στους κανόνες του διεθνούς ανταγωνισμού, κόστος, χρόνος παραδόσεως, χρόνος υποστηρίξεως, δυνατότητα αναβαθμίσεως, προσφορά συνεργασιών και συμπαραγωγής, αξιοπιστία παραγωγού χώρας και βιομηχανίας και πέραν αυτών μια σημαντική στρατηγική παράμετρος, έξω από τα αμυντικά υλικά, είναι στήριξη προς τις χώρες αγοραστές για την προστασία των εθνικών τους συμφερόντων.
Τέλος, για να απαντήσουμε στο θεμελιώδες ερώτημα αν υπάρχει αποδοτική και αποτελεσματική ελληνική αμυντική βιομηχανία, δυστυχώς θα αναγκασθούμε να παραδεχθούμε ότι και αυτή είναι άλλος ένας μεγάλος ασθενής του ελληνικού κράτους, με δυσμενείς δυστυχώς επιπτώσεις στην ασφάλεια, στην άμυνα και στην υποστήριξη των εθνικών συμφερόντων της Πατρίδος μας. Αυτό εγείρει αυτομάτως ένα άλλο ερώτημα απαιτείτε η ύπαρξη εθνικής αμυντικής βιομηχανίας;
Η απάντηση είναι απερίφραστα θετική, γιατί τα πλεονέκτημα που προσφέρει αυτή είναι ανεκτίμητα και δεν μπορεί να υποκατασταθεί σε καμία περίπτωση από εξωτερικές πηγές. Ιστορικό παράδειγμα αποτελεί η σημαντική συνεισφορά της μικρής αμυντικής βιομηχανίας στον ελληνοιταλικό πόλεμο.
Για την αντιμετώπιση του ζητήματος απαιτείται το πολιτικό σύστημα να το προσεγγίσει συνολικά, με ριζικές αλλαγές. Πάνω από όλα πρέπει να προσδιορισθεί το εύρος και οι δυνατότητες της ελληνικής αμυντικής βάσεως, οι οποίες είναι εφικτές στο πλαίσιο της ελληνικής πραγματικότητας και με αφετηρία αυτά να εκπονηθεί ένα συνεκτικό και συμπαγές και μακροπρόθεσμο σχέδιο, το οποίο να εφαρμοσθεί με συνέπεια, έτσι ώστε να υποστηριχθούν αποτελεσματικά οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και η ασφάλεια της χώρας μας.
* Ο Κωνσταντίνος Γκίνης είναι Στρατηγός ε.α. - Επίτιμος Α/ΓΕΣ