Του Μιχάλη Μαθιουλάκη*
Δύο χρόνια μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του, ο τούρκος πρόεδρος ξεκινάει τη νέα του θητεία πιο ισχυρός από ποτέ. Την εικόνα αυτής της ισχύος προβάλει στο εσωτερικό και εξωτερικό της χώρας του -μεταξύ άλλων- δείχνοντας ότι η Τουρκία μπορεί να κινηθεί στο διεθνές σύστημα χωρίς να χρειάζεται απαραιτήτως να έχει και τις καλύτερες σχέσεις με τις ΗΠΑ. Η Άγκυρα έχει κοντραριστεί με τη Ουάσιγκτον σε θέματα που αφορούν τη Συρία και το Ισραήλ, ενώ τέντωσε τα νεύρα όλων στο αμερικανικό πεντάγωνο με την πρόθεση της να αποκτήσει το σύστημα S-400 από τη Ρωσία. Η αναθέρμανση των σχέσεων με τη Ρωσία τα τελευταία χρόνια βοηθάει τον Τούρκο πρόεδρο σε αυτή του του στρατηγική.
Η Μόσχα βέβαια αποτελεί για την Άγκυρα πολλά περισσότερο από ένα εργαλείο πίεσης προς τις ΗΠΑ. Η ενεργειακή εξάρτηση της Τουρκίας από το ρωσικό φυσικό αέριο είναι καταλυτική για τις σχέσεις των δύο χωρών. Το 2017 η κατανάλωση φυσικού αερίου στη χώρα ξεπέρασε τα 55 bcm (δις κυβικά μέτρα), παρουσιάζοντας αύξηση 16% από το 2016. Μεγάλο μέρος της αύξησης οφείλεται στις αυξημένες ανάγκες για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας η οποία σε συνδυασμό με τη μειωμένη παραγωγή των υδροηλεκτρικών εργοστασίων της χώρας εκτίναξε τη χρήση και ζήτηση φυσικού αερίου. Για να αντιμετωπίσει το αυξανόμενο ενεργειακό της πρόβλημα, η Τουρκία σχεδιάζει -εδώ και χρόνια- τη δημιουργία ενός ρωσικής κατασκευής πυρηνικού σταθμού στο Ακουγιού ενώ παράλληλα υλοποίησε τη πρώτη γραμμή του αγωγού Turkish Stream που φέρνει περί τα 15bcm ρωσικού φυσικού αερίου από τη Μαύρη θάλασσα κατευθείαν στη χώρα.
Η ενεργειακή εξάρτηση της Τουρκίας λοιπόν από τη Ρωσία φαίνεται δεδομένη και ισχυρή για το μέλλον επηρεάζοντας μέχρι ένα βαθμό αρνητικά και τις σχέσεις της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον. Για πολλούς μάλιστα στην Ελλάδα, αυτή η σχέση αποτελεί μια ευκαιρία, καθώς δίνει στη χώρα μας την ευκαιρία να χτίσει την ενεργειακή της στρατηγική γύρω από τη σύμπλευση των ενεργειακών συμφερόντων ΗΠΑ, ΕΕ και Ελλάδας με την ανάδειξη της χώρας μας ως τον σταθερό ενεργειακό εταίρο που η Τουρκία δεν μπορεί να γίνει.
Μήπως όμως θα έπρεπε να επανεξετάσουμε κατά πόσο η ενεργειακή εξάρτηση της Τουρκίας από τη Ρωσία είναι όντως «δεδομένη και ισχυρή»; Η θέση της Τουρκίας στο διεθνές σύστημα, η γεωγραφική της θέση, το μέγεθος και η σύνθεση του πληθυσμού και οι σχέσεις της με τις χώρες στην περιοχή, της προσδίδουν φορτία ισχύος που την έλκουν προς τους δυτικούς συμμάχους της. Θα μπορούσε λοιπόν μια επαναπροσέγγισή της Τουρκίας με τις ΗΠΑ να εκφραστεί και μέσα από την ενέργεια;
Αμερικανική πυρηνική ενέργεια και LNG στην Τουρκία
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι σαφώς θετική και μπορεί να υλοποιηθεί σε δύο βασικούς άξονες: Με τη στροφή της Άγκυρας στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω της κατασκευής αμερικανικής κατασκευής πυρηνικών σταθμών και με τη δημιουργία ενός πλέγματος σταθμών υποδοχής και επαναεριοποίησης αμερικανικού LNG στα δυτικά και νότια παράλια της χώρας. Οι δραματικές αλλαγές που προκαλεί στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά η επανάσταση σχιστολιθικού αερίου στις ΗΠΑ μεταμορφώνει τις παγκόσμιες ενεργειακές ροές και η Ουάσιγκτον αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή στα παγκόσμια ενεργειακά δρώμενα με ταχύτητα που πολλοί δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν. Για την Ουάσιγκτον το LNG είναι πολύ περισσότερο από ένα ακόμα εμπορικό προϊόν. Οι εξαγωγές ενέργειας είναι εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής και προώθησης της ευρύτερης ατζέντας των ΗΠΑ σε μια σειρά από περιφερειακά υποσυστήματα για τα οποία ενδιαφέρεται η Ουάσιγκτον.
Το ίδιο ισχύει και με την πυρηνική ενέργεια. Μόλις πριν μερικούς μήνες η Σαουδική Αραβία έχει συμφωνήσει για τη κατασκευή αμερικανικής προέλευσης πυρηνικού εργοστασίου στη χώρα. Παράλληλα στις ΗΠΑ προχωράει ένα κύμα δημιουργίας μικρής κλίμακας πυρηνικών σταθμών δυναμικότητας έως 200 MW που προσφέρουν μεγαλύτερη ευελιξία, υψηλότερη ασφάλεια, μικρότερο κόστος κατασκευής και μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες έως και 250.000 νοικοκυριών ανά περίπτωση. Να σημειώσουμε εδώ ότι στην ίδια λογική εντάσσονται και οι αντίστοιχες κινήσεις της Μόσχας με τη καθέλκυση του πρώτου πλωτού πυρηνικού εργοστασίου στον κόσμο πριν από μερικούς μήνες του οποίου έπονται άλλα 15 μέσα στα επόμενα χρόνια.
Θα μπορούσε λοιπόν η Τουρκία να στραφεί στη δημιουργία μονάδων υποδοχής αμερικανικού LNG και την κατασκευή μικρής κλίμακας πυρηνικών μονάδων αν αποφασίσει να μειώσει την ενεργειακή εξάρτηση της από τη Ρωσία; Βεβαίως και θα μπορούσε. Ο σχεδιαζόμενος πλωτός σταθμός επαναεριοποίησης φυσικού αερίου (FSRU) της Αλεξανδρούπολης, με κόστος κάτω των 500 εκατομμυρίων ευρώ, θα δώσει στην Ελλάδα τη δυνατότητα να εισάγει και προωθεί στα Βαλκάνια έως 5bcm φυσικού αερίου τον χρόνο. Ένα νέο δίκτυο με 4 αντίστοιχα FSRU στα δυτικά και νότια παράλια της Τουρκίας θα έδινε τη δυνατότητα στην Άγκυρα να αντικαταστήσει με αμερικανικό LNG έως και 20 από τα 28bcm φυσικού αερίου που εισήγαγε το 2017 από τη Ρωσία. Παράλληλα, μια σειρά από μικρούς πυρηνικούς σταθμούς θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τα σχέδια του ρωσικού πυρηνικού σταθμού στο Ακουγιού το οποίο μετά από 8 χρόνια δεν μπορεί ακόμα να ξεπεράσει τα θέματα ασφάλειας που παρουσιάζει μια πυρηνική μονάδα αυτού του μεγέθους.
Η οικονομική κρίση οδηγεί στις ΗΠΑ
Τι θα μπορούσε όμως να πυροδοτήσει μια αλλαγή στη στάση του Ερντογάν και την επαναπροσέγγιση με τις ΗΠΑ; Η Τουρκική οικονομία βρίσκεται εδώ και καιρό σε πορεία συνεχούς φθοράς από την οποία είναι δύσκολο να ξεφύγει. Ο ψηλός πληθωρισμός, τα υψηλά επιτόκια, η διολίσθηση της λίρας, το χαμηλό επίπεδο αξιοπιστίας των ανεξάρτητων αρχών είναι δομικά προβλήματα τα οποία η Άγκυρα δεν δείχνει να έχει τα εργαλεία να αντιμετωπίσει.
Οι πιθανότητες λοιπόν να αντιμετωπίσει η Τουρκία πρόβλημα χρηματοδότησης και ανάγκη αναδιάρθρωσης της οικονομίας και των μεγάλων ενεργειακών και χρηματοπιστωτικών ομίλων της, είναι αυξημένες. Σε αυτό το θέμα η Ρωσία δεν μπορεί να προσφέρει καμία απολύτως βοήθεια καθώς δεν έχει επαρκή οικονομική ευρωστία ούτε επιρροή στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η μόνη δύναμη που μπορεί να βοηθήσει μια τουρκική οικονομία σε κρίση είναι οι ΗΠΑ. Θα πρέπει να θεωρούμε δεδομένο λοιπόν ότι η Τουρκία κάποια στιγμή θα αναγκαστεί να επαναπροσεγγίσει τις ΗΠΑ, με την Ουάσιγκτον να έχει αυτή τη φορά το πάνω χέρι. Σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο παρελθόν, η Άγκυρα είχε να προσφέρει στις ΗΠΑ ανταλλάγματα αμιγώς γεωπολιτικού ενδιαφέροντος. Τώρα όμως οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται και για την ενέργεια.
Όλα αυτά βέβαια είναι πιθανά σενάρια τα οποία κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν θα επαληθευτούν. Για την Ελλάδα όμως, είναι σενάρια τα οποία είμαστε υποχρεωμένοι να λαμβάνουμε υπόψη μας αν θέλουμε να έχουμε οποιαδήποτε ρεαλιστική προοπτική στην ενεργειακή μας στρατηγική. Όσο η Τουρκία είναι ενεργειακά εξαρτημένη από τη Ρωσία, η Ελλάδα μπορεί να σχεδιάζει την ανάπτυξη του ενεργειακού της τομέα και να ονειρεύεται να γίνει ενεργειακός κόμβος καθώς υπάρχει σύμπτωση συμφερόντων με τους δυτικούς συμμάχους της. Όσο όμως καθυστερούμε με την υλοποίηση των σχεδίων μας κινδυνεύουμε να μείνουμε με τα όνειρα στα συρτάρια.
Από μία κορύφωση της οικονομικής κρίσης στην Τουρκία, ίσως θα πρέπει να ανησυχούμε λιγότερο για τη σταθερότητα της γειτονικής μας χώρας και περισσότερο για την προέλευση της υποστήριξης που θα τη βοηθήσει να βγει από αυτή. Μια στροφή της Άγκυρας στις ΗΠΑ για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών αλλάζει όλο το ενεργειακό σκηνικό στην Ανατολική Μεσόγειο, αφήνοντας την Ελλάδα -και την Κύπρο- εκτεθειμένες.
Τα ενεργειακά έργα στρατηγικού ενδιαφέροντος της χώρας μας προχωρούν απελπιστικά αργά και η παρούσα και οι μελλοντικές ελληνικές κυβερνήσεις οφείλουν να αυξήσουν δραματικά τους ρυθμούς τους αν θέλουμε να ελπίζουμε σε ισχυροποίηση της χώρας μας στο διεθνές σύστημα μέσω της ενέργειας πριν μας προλάβουν οι εξελίξεις.
* Ο Μιχάλης Μαθιουλάκης ([email protected]) είναι Ακαδημαϊκός Διευθυντής του Greek Energy Forum και Διευθυντής Επιστημονικής Έρευνας του Ελληνικού Ινστιτούτου Ενεργειακής Ρύθμισης. Μετέχει ως αναλυτής Ενεργειακής Στρατηγικής στην επιστημονική ομάδα της Έδρας «Θουκυδίδης» του Πανεπιστημίου Μακεδονίας υπεύθυνος για τα ενεργειακά θέματα της ΜΕΝΑ και Ανατολικής Μεσογείου.