Του Δημήτρη Τσαιλά*
Οι ενασχολούμενοι με τη στρατηγική εδώ και αιώνες, πιστεύουν ότι η διεθνής πολιτική είναι ένας διαρκής αγώνας για το ποιος παίρνει τι, πότε και πώς. Αυτός ο αγώνας, θα μπορούσε να δίδεται για την επιβολή πολιτικής επιρροής, για δημιουργία οικονομικών πλεονεκτημάτων, για απόκτηση νέων πόρων, για εξάντληση κοιτασμάτων, για διαφύλαξη αξιών και εδαφικής κυριαρχίας. Ενώ οι ανταγωνιστές παίκτες είναι παραδοσιακά τα έθνη-κράτη, τα κύρια όργανα της εφαρμογής της πολιτικής είναι βασικά οι στρατιωτικές και αερο-ναυτικές δυνάμεις τους.
Μολονότι αυτή ήταν η κοινή άποψη στις αρχές του εικοστού αιώνα, η διεθνής πολιτική σήμερα λειτουργεί σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο πεδίο με νέους διεθνείς δρώντες μέσα σε ένα πολυπολικό σύστημα, όπου έχει επηρεάσει το ρόλο, το χαρακτήρα και το μέλλον της θαλάσσιας ισχύος. Για να κατανοήσουμε όλο αυτό, χρειάζεται να εξερευνήσουμε λίγο πιο βαθιά τα αίτια που προκαλούν το σημερινό ανταγωνισμό. Κυρίως, ο ανταγωνισμός επέρχεται, όταν τα υφιστάμενα συμφέροντα που επιδιώκονται από τους αντιπάλους, τους χωρίζουν.
Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά, το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε μετάβαση και έτσι, οτιδήποτε γίνεται σε διεθνές επίπεδο, οφείλει να εξετάζεται με βάση αυτές τις τεκτονικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα σταδιακά. Εξ' άλλου το διεθνές σύστημα ισορροπίας ισχύος, στηρίζεται διαχρονικά, στην αλλαγή (Βλ. Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή στη Διεθνή Πολιτική). Η αλλαγή, κατανείμει διαφορετικά την ισχύ και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να γίνονται «γεωπολιτικοί σεισμοί», ανάλογοι με την απώλεια-μεταφορά μεριδίων ισχύος. Η διεθνής πολιτική, δεν μπορεί να είναι μια δραστηριότητα που βρίσκεται σε σημείο ακινησίας.
Όταν ο ανταγωνισμός δημιουργείται από τη διάσταση των σχέσεων δύο ή περισσοτέρων χωρών η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη. Επιπλέον, η σχέση μπορεί να αλλάζει όλη την ώρα. Παρόλα αυτά, η ιδέα ότι υπάρχει ένα φάσμα συγκρουόμενων σχέσεων μεταξύ των μελών, και ότι το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου το μίγμα αυτών των σχέσεων καθορίζει και αντανακλά τη στρατιωτική και αερο-ναυτική συμπεριφορά είναι μια χρήσιμη σταθερή αναφορά. Είναι ένα κλειδί για την ορθή κατανόηση του ρόλου της θαλάσσιας ισχύος στο παρελθόν, παρόν και μέλλον.
Η θαλάσσια ισχύς δεν είναι απλώς το τι χρειαζόμαστε για να ελέγχουμε τη θάλασσα (αν και αυτό είναι προφανώς το προαπαιτούμενο). Είναι επίσης η ικανότητα να επηρεάζουμε τη συμπεριφορά των άλλων δρώντων για ό,τι επιθυμούν ή επιβουλεύονται να εκτελέσουν στη συνορεύουσα αλλά και ευρύτερη περιοχή της θάλασσας. Η προσέγγιση αυτή ορίζει τη θαλάσσια ισχύ όσον αφορά τις συνέπειές της όμως το πραγματικό σημείο της δεν είναι μόνο τι συμβαίνει στη θάλασσα, αλλά πώς αυτό επηρεάζει την έκβαση των γεγονότων στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο που περιλαμβάνει και ηπειρωτικές περιοχές.
Δεδομένου ότι οι άνθρωποι ζουν πάνω στην ηπειρωτική γη και όχι πάνω στη θάλασσα, έχουν καθοριστεί τα μεγάλα θέματα ανάμεσα στα έθνη με πόλεμο από στρατούς ξηράς, εκτός από τις σπανιότερες περιπτώσεις όπως οι ναυμαχίες της Έλλης και Λήμνου, που καθόρισαν την τύχη των νησιών του Αιγαίου. Τα τελευταία χρόνια, λόγω κυρίως της υποστήριξης των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ), της καταπολέμησης της θαλάσσιας πειρατείας και του ελέγχου των ροών των κυμάτων των μεταναστών, έχει υπάρξει μια σημαντική μετατόπιση στην προσοχή της ναυτικής ισχύος.
Αβίαστα μπορεί να εξαχθεί το πολύ απλό συμπέρασμα, για το αρχιπελαγικό περιβάλλον που η πατρίδα μας έχει να ελέγξει, ότι τόσο περισσότερη θαλάσσια ισχύ κατέχουμε, όσο ισχυρότερο Πολεμικό Ναυτικό και δυνάμεις ακτοφυλακής διαθέτουμε. Η θαλάσσια ισχύς περιλαμβάνει επίσης και μη στρατιωτικές πτυχές όπως είναι η εμπορική μας ναυτιλία, ο αλιευτικός μας στόλος, και η ναυπηγοεπισκευαστική μας ικανότητα, εφόσον αυτά συμβάλλουν στην ναυτική ισχύ και εφόσον μπορούν επίσης να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των πολιτικών και διπλωματών για ισχυροποίηση των θέσεων μας.
Η κυρία απειλή, κατά της χώρας μας, και της Κύπρου, που κατά τη γνώμη μου, πρέπει να βλέπουμε αυτά τα δύο κράτη ως ένα υποσύστημα του Γεωγραφικού Συστημικού Σύμπλοκου της Νοτιο-Ανατολικής Μεσογείου, εξακολουθεί να προέρχεται από την Τουρκία, καθώς με απειλές χρήσης βίας, με δοκιμές χρήσης βίας και με χρήση βίας, έχει επιτύχει σημαντικά οφέλη εις βάρος του Ελληνισμού. Η Τουρκία, χωρίς ένοπλο βία, αλλά δια του εξαναγκασμού, υπό την απειλή χρησιμοποιήσεως ενόπλου βίας με τη δημιουργία σημειακών κρίσεων στο Αιγαίο ή την περιβάλλουσα κυπριακή θαλάσσια ζώνη, επιδιώκει σε πρώτη φάση την αποφυγή διακήρυξης της ελληνικής ΑΟΖ, την παραχώρηση δικαιώματος ονομασίας της αναγνώρισης της Μουσουλμανικής μειονότητος της Θράκης ως εθνικής (Τουρκικής), την αμφισβήτηση των διεθνών και διμερών συμφωνιών και τη συνέχιση της διχοτομήσεως της Κύπρου με παρελκυστική τακτική σε ότι αφορά τη συζήτηση σχεδίων επιλύσεως και μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
Η οικονομική κρίση αποτελεί επίσης μια μείζονα απειλή για τα συμφέροντα μας καθώς απειλεί να αποσταθεροποιήσει τις κυβερνήσεις και θα μπορούσε να περικόψει τη δυνητική υποστήριξη σε όποια σύγκρουση απαιτηθεί. Άλλωστε γίναμε θεατές των εκβιαστικών πολιτικών που δέχτηκε η Ελλάδα από τις δυνάμεις της Δύσης μόλις πριν λίγο καιρό. Σήμερα, η τάση είναι η ανάδειξη της σπουδαιότητας, των μη στρατιωτικών πτυχών της ασφάλειας όπως το οργανωμένο έγκλημα, η παράνομη μετανάστευση, εκτεταμένοι εμπρησμοί, θαλάσσια πειρατεία, ηλεκτρονικό έγκλημα και η τρομοκρατία. Πέραν των ανωτέρω, βασική επιδίωξη του ελληνισμού πρέπει να αποτελεί η διαφύλαξη της ειρήνης και της σταθερότητας στη ΝΑ Ευρώπη, στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου σημαντικό ρόλο πέραν του ενιαίου χώρου με την Κύπρο έχουν το Ισραήλ και η Αίγυπτος που απειλούνται από τον ισλαμικό φονταμενταλισμό.
Με όλα αυτά τα κομμάτια του διεθνούς γεωπολιτικού πάζλ τα οποία κινούνται ταυτόχρονα στην Κυπριακή και Ελληνική ΑΟΖ, είναι μοναδική ευκαιρία για την ελληνική πολιτική ηγεσία να ερευνήσει σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς και τα φόρα, οι οποίοι επενδύουν περισσότερο στην δική τους στρατηγική πρωτοβουλία από ότι στην οποιαδήποτε τυπική συμμαχία ή θεσμικές σχέσεις, για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά των ηγέτιδων δυνάμεων και να προωθήσουν τους στόχους τους. Υποστηρίζω ότι το σημαντικότερο όπλο μας σήμερα είναι η Ελληνική θαλάσσια ισχύς. Επειδή, θαλάσσια ισχύς δεν είναι μόνο μια νηοπομπή που μεταβαίνει σε έναν πόλεμο ή ένας στόλος εμπορικών πλοίων που προβάλλεται ως μια παγκόσμια δύναμη. Η Ελληνική θαλάσσια ισχύς σήμερα περιλαμβάνει τις συνεργασίες και τις συμμαχίες όχι μόνο για την ικανότητα της διασφάλισης των χωρικών μας υδάτων. Η θαλάσσια ισχύς είναι η ικανότητα να διατηρηθούν ανοικτοί οι θαλάσσιοι διάδρομοι του εμπορίου που είναι το αίμα στη ζωή της οικονομίας του κόσμου. Επίσης είναι η διαβεβαίωση ότι τα έθνη θα μπορούν να ασκούν τις δραστηριότητές τους στο θαλάσσιο χώρο των ΑΟΖ, σύμφωνα με αποδεκτούς κανόνες και πρακτικές συμμαχιών.
Με τη θαλάσσια ισχύ στη φαρέτρα της διπλωματίας καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση αυτή σε τρία συγχρόνως επίπεδα: στο παγκόσμιο, στο ευρωατλαντικό και στο περιφερειακό. Οι τρεις δε αυτές διαστάσεις της διεθνούς ελληνικής παρουσίας είναι εκ των πραγμάτων στενά αλληλένδετες. Και ανάλογα με την ικανότητά της πολιτικής ηγεσίας να τις εντάξει σε μια συνολική θεώρηση και φυσικά, με την αποτελεσματικότητα της παρέμβασής της, η αλληλεπίδρασή αυτή να ενισχύσει τη συνολική στρατηγική μας.
* Ο κ. Δημήτρης Τσαιλάς είναι Υποναύαρχος ε.α. ΠΝ.