Πληροφόρηση (Intelligence) και Υψηλή Στρατηγική: Η περίπτωση της Ελλάδας!

Πληροφόρηση (Intelligence) και Υψηλή Στρατηγική: Η περίπτωση της Ελλάδας!

Photo by Joe Raedle/Getty Image/Ideal Image

Του Ιωάννη Λ. Κωνσταντόπουλου

Το θέμα του παρόντος άρθρου εντάσσεται στον υποτομέα των Στρατηγικών Σπουδών που ονομάζεται «Πληροφόρηση» (Intelligence), ο οποίος για χρόνια αποτελούσε την παραμελημένη διάσταση των Διεθνών Σχέσεων και των Στρατηγικών Σπουδών στο εξωτερικό, αλλά σήμερα αναπτύσσεται ραγδαία σε ακαδημαϊκό επίπεδο παγκοσμίως. Δυστυχώς, στη χώρα μας παραμένει ακόμη μία παραμελημένη διάσταση, επιβεβαιώνοντας τον Καθηγητή κ. Αθανάσιο Πλατιά, ο οποίος είχε γράψει το 2000 ότι: «…στη χώρα μας δεν έχει δοθεί η βαρύτητα που θα έπρεπε στην ενασχόληση με τα ζητήματα των πληροφοριών (intelligence)».1

Το παρόν άρθρο φιλοδοξεί να αποτελέσει το εφαλτήριο μίας συζήτησης για ζητήματα Πληροφόρησης και στη χώρα μας. Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό είναι να αποσαφηνίσουμε τι εννοούμε με τον όρο «Πληροφόρηση». Αν και στην εξειδικευμένη διεθνή βιβλιογραφία δεν υπάρχει συμφωνία σχετικά με τον ορισμό της Πληροφόρησης, για τις ανάγκες του άρθρου θα υιοθετήσουμε τον ορισμό του Michael Turner, ο οποίος ορίζει την πληροφόρηση ως «πληροφορίες που συλλέγονται μέσω ανοικτών και μυστικών μέσων και υπόκεινται σε ανάλυση με σκοπό την εκπαίδευση, διαφώτιση και βοήθεια των διαμορφωτών των αποφάσεων για τη διαμόρφωση και την εφαρμογή της πολιτικής εθνικής ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής».2

Ο ρόλος και η λειτουργία των υπηρεσιών πληροφοριών

Σε κάθε κράτος υπάρχουν υπηρεσίες πληροφοριών προκειμένου:

  1. να αποφευχθεί στρατηγικός αιφνιδιασμός,
  2. να υποστηριχθεί η διαδικασία λήψης αποφάσεων,
  3. να διεξαχθεί αντικατασκοπεία και
  4. να υπάρχει παροχή μακροπρόθεσμης γνώσης από μία εξειδικευμένη γραφειοκρατία.

Στα πλαίσια αυτά, οι υπηρεσίες πληροφοριών ασκούν τις ακόλουθες λειτουργίες:

  1. συλλογή πληροφοριών,
  2. ανάλυση πληροφοριών,
  3. μυστική δράση και
  4. αντικατασκοπεία.

Όμως, οι υπηρεσίες πληροφοριών δεν δρουν (ή δεν πρέπει να δρουν) στο κενό, αλλά στα πλαίσια μίας υψηλής στρατηγικής. Με τον όρο υψηλή στρατηγική εννοούμε «τη χρήση όλων των μέσων (στρατιωτικά, οικονομικά, διπλωματικά κλπ) που έχει ένα κράτος στη διάθεσή του, για την επίτευξη των σκοπών που έχει θέσει η πολιτική, ενόψει πραγματικής ή ενδεχόμενης σύγκρουσης».3

Πληροφόρηση και υψηλή στρατηγική

Διατρέχοντας στη διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία περί υψηλής στρατηγικής, διαπιστώνει κανείς ότι δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στις τρεις βασικές διαστάσεις της υψηλής στρατηγικής (πολιτική, οικονομική και στρατιωτική) και λιγότερη σε εκείνη της πληροφόρησης. Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη τα επίπεδα της στρατηγικής, αναλύεται λιγότερο ο ρόλος της πληροφόρησης στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα επίπεδα (τεχνικό, τακτικό, επιχειρησιακό, επίπεδο στρατιωτικής στρατηγικής).

Για τη σχέση μεταξύ πληροφόρησης και υψηλής στρατηγικής4 εμφανίζονται στη βιβλιογραφία τρεις σχολές σκέψεις. Η πρώτη (παραδοσιακή) θεωρεί την πληροφόρηση υποβοηθητικό παράγοντα προς τις άλλες τρεις διαστάσεις της υψηλής στρατηγικής. Η δεύτερη (σύγχρονη) θεωρεί ότι η πληροφόρηση έχει σημαντικές επιπτώσεις στις άλλες τρεις διαστάσεις. Και η τρίτη (υπεραισιόδοξη) θεωρεί ότι η πληροφόρηση αποτελεί ήδη μία τέταρτη, ανεξάρτητη, διάσταση της υψηλής στρατηγικής.

Ανεξάρτητα από το αν η πληροφόρηση επηρεάζει μόνον τις παραπάνω τρεις βασικές διαστάσεις της υψηλής στρατηγικής ή αν αποτελεί μία ανεξάρτητη τέταρτη διάσταση, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την άρρηκτη σχέση μεταξύ πληροφόρησης και υψηλής στρατηγικής.

Σύμφωνα με την ιδεατή σχέση μεταξύ πληροφόρησης και διαμόρφωσης πολιτικής, οι υπηρεσίες πληροφοριών ενός κράτους συλλέγουν και αναλύουν (κυρίως) στρατηγικές πληροφορίες χρησιμοποιώντας μυστικά μέσα και μεθόδους, αλλά και ανοικτές πηγές, προκειμένου να τις διανείμουν στους διαμορφωτές της πολιτικής, ώστε οι τελευταίοι να λάβουν τις βέλτιστες αποφάσεις και να διαμορφώσουν μία επιτυχημένη και αποτελεσματική υψηλή στρατηγική για την προαγωγή του εθνικού συμφέροντος. Επίσης, βασιζόμενες στις πληροφορίες αυτές, οι υπηρεσίες πληροφοριών διεξάγουν αντικατασκοπεία και μυστική δράση.

Θεωρητικά, τα κράτη χρειάζονται πληροφόρηση προκειμένου να διαμορφώσουν και να ακολουθήσουν μία υψηλή στρατηγική, για να:

  • καθορίσουν ποιους στόχους μπορούν ή πρέπει να επιτύχουν, τα μέσα με τα οποία μπορούν να τους επιτύχουν καλύτερα, τις επιλογές που είναι ανοικτές σε αυτά, καθώς και το βέλτιστο τρόπο κατανομής των πόρων τους και
  • αποσαφηνίσουν τις δυνατότητες, τις προθέσεις και τις πολιτικές κάθε παίκτη στη σκακιέρα της διεθνούς πολιτικής –τόσο των συμμάχων (που μπορεί να είναι ταυτόχρονα και ανταγωνιστές), όσο και των αντιπάλων (εχθρών)–, αλλά και να προσδιορίσουν τις ευκαιρίες και τους κινδύνους που δημιουργεί η άναρχη δομή του διεθνούς συστήματος.

Η πληροφόρηση συμβάλλει στη βελτίωση της υψηλής στρατηγικής με πέντε τρόπους:

  • Μειώνει την αβεβαιότητα, παρέχοντας γνώση σχετικά με πολύπλοκα ζητήματα διεθνούς πολιτικής και ασφάλειας, καθώς και προειδοποίηση για πραγματικές και δυνητικές απειλές, κινδύνους και ευκαιρίες.
  • Συμβάλλει στην εσωτερική και διεθνή νομιμοποίηση της υψηλής στρατηγικής, καθώς και στην απονομιμοποίηση εκείνης του αντιπάλου, μέσω εργαλείων της μυστικής δράσης (προπαγάνδα, πράκτορες επιρροής).
  • Συμβάλλει άμεσα στην επίτευξη στόχων της εξωτερικής πολιτικής μέσω εργαλείων μυστικής δράσης (μυστική οικονομική δράση, πολιτική δράση, πραξικοπήματα, παραστρατιωτικές επιχειρήσεις).
  • Προστατεύει την υψηλή στρατηγική μέσω αντικατασκοπείας.
  • Ελέγχει την επιτυχημένη εφαρμογή της υψηλής στρατηγικής και προτείνει διορθώσεις σε περίπτωση που κρίνεται αναγκαίο, ενώ συλλέγει και αναλύει πληροφορίες σχετικά με το πώς την αντιλαμβάνεται ο αντίπαλος.

Όμως, χρειάζεται η συνδρομή των υπηρεσιών πληροφοριών για να διαμορφώσουν οι πολιτικοί και οι δεξιοτέχνες της στρατηγικής μία επιτυχημένη και αποτελεσματική υψηλή στρατηγική;

Οι υπηρεσίες πληροφοριών διαθέτουν πέντε συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς:

  • Υποστηρίζουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, χρησιμοποιώντας μυστικά μέσα και μεθόδους που μόνο εκείνες διαθέτουν.
  • Είναι –ή πρέπει να είναι– αντικειμενικές («να μιλούν την αλήθεια στην εξουσία») και δεν έχουν –ή δεν πρέπει να έχουν– δική τους ατζέντα.
  • Διαθέτουν εξειδίκευση.
  • Διαθέτουν άμεση πρόσβαση στους διαμορφωτές της υψηλής στρατηγικής.
  • Διαθέτουν περισσότερες πληροφορίες για ζητήματα σχετιζόμενα με την υψηλή στρατηγική.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η πληροφόρηση αποτελεί πανάκεια. Η πληροφόρηση δεν διαμορφώνει ή προσδιορίζει την υψηλή στρατηγική, ούτε καθορίζει το τελικό αποτέλεσμά της, αλλά μπορεί να την καταστήσει πιο λειτουργική και να τη βελτιστοποιήσει.

Η περίπτωση της Ελλάδας

Τι σημαίνει η παραπάνω ανάλυση για την Ελλάδα; Υπό συνθήκες οξείας οικονομικής κρίσης, η χώρα μας καλείται να επιτύχει περισσότερα διαθέτοντας λιγότερους πόρους. Γι' αυτό, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται πληροφόρηση γενικότερα, και στρατηγική πληροφόρηση ειδικότερα, ως πολλαπλασιαστή ισχύος, προκειμένου να αντιμετωπίσει παλαιές απειλές (Τουρκία) και νέες απειλές (διεθνής τρομοκρατία, διεθνές οργανωμένο (κυβερνό)έγκλημα, παράνομη μετανάστευση, οικονομική κατασκοπεία, κυβερνοπόλεμο κ.ά.).

Προκειμένου να καταστεί αποτελεσματική και χρήσιμη η στρατηγική πληροφόρηση, πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις:

  • Η εγκαθίδρυση θεσμών στρατηγικού σχεδιασμού που θα διαμορφώνουν την υψηλή στρατηγική και θα ελέγχουν την εφαρμογή της (δημιουργία Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, υποστήριξη των «δεξαμενών σκέψης» και της έρευνας που διεξάγεται στα Ελληνικά Πανεπιστήμια –δηλαδή, αύξηση κονδυλίων για την έρευνα και την ανάπτυξη και «έξυπνη» χρησιμοποίησή τους έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η βέλτιστη απόδοσή τους).
  • Η μεταρρύθμιση της παρούσας δομής πληροφόρησης της χώρας.5 Δηλαδή, η δημιουργία στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών, η αναβάθμιση της Διεύθυνσης Διαχείρισης και Ανάλυσης Πληροφοριών της Ελληνικής Αστυνομίας στα πρότυπα ενός ελληνικού FBI (τηρουμένων των αναλογιών), που θα έχει ως κύρια αποστολή την αντιμετώπιση εσωτερικών απειλών και η αναβάθμιση της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ).

Πιο συγκεκριμένα, για την τελευταία προτείνονται τα ακόλουθα:

  • η ανεξαρτητοποίησή της και η τοποθέτησή της υπό την επίβλεψη του Γραφείου του Πρωθυπουργού και ο περιορισμός της μόνο στη συλλογή και ανάλυση εξωτερικών πληροφοριών, στην αντικατασκοπεία, στη μυστική δράση και στην υποκλοπή σημάτων,
  • η αναδιάρθρωση και αναβάθμιση του προγράμματος εκπαίδευσης (δημιουργία Ακαδημίας Εκπαίδευσης, αυτόνομα ή σε συνεργασία με το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας - ΓΕΕΘΑ),
  • η στελέχωση της ΕΥΠ με εξειδικευμένο προσωπικό υψηλής ποιότητας (με γνώση του αντικειμένου της Πληροφόρησης τόσο από θεωρητική, όσο και από πρακτική άποψη),
  • η ίδρυση θέσης Γενικού Επιθεωρητή της ΕΥΠ που θα ελέγχει την αποτελεσματικότητα και τη νομιμότητα της δράσης της,
  • η ίδρυση ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για την εποπτεία της ΕΥΠ που θα στελεχωθεί με υψηλής στάθμης εξειδικευμένο προσωπικό και θα έχει στη διάθεσή της όλα τα μέσα για να επιτελεί το έργο της, χωρίς ωστόσο να παρακωλύει και τη λειτουργία της υπηρεσίας,
  • η ίδρυση Εθνικού Συμβουλίου Πληροφόρησης (εκτός της ΕΥΠ) για τον συντονισμό και την εποπτεία της κοινότητας των ελληνικών υπηρεσιών πληροφοριών,
  • η δημιουργία «κοινών κέντρων πληροφόρησης» (Joint Intelligence Centers) όπου θα συνεργάζονται αξιωματούχοι της ελληνικής κοινότητας των υπηρεσιών πληροφοριών και
  • η από-κομματικοποίηση όλης της δομής των ελληνικών υπηρεσιών πληροφοριών.

Συμπέρασμα

Η σχέση της Πληροφόρησης με την Υψηλή Στρατηγική είναι άρρηκτη. Η Πληροφόρηση πρέπει να καταστεί και για την Ελλάδα τόσο ένα εργαλείο υψηλής στρατηγικής, όσο και ένας ελεγκτικός μηχανισμός που θα επιβεβαιώνει την εγκυρότητα και την αποτελεσματικότητά της και θα προβαίνει σε όποιες διορθωτικές κινήσεις κρίνεται αναγκαίο (feedback).

Εν κατακλείδι, θα ήθελα να σας θυμίσω μία ρήση του Samuel Huntington:
«το μέγιστο που μπορεί να κάνει ο σοφός ηγέτης είναι να φανταστεί το πλοίο (κράτος) του μέσα σε μία απέραντη θάλασσα χωρίς λιμάνι πίσω του και χωρίς προορισμό μπροστά του, και η μόνη ευθύνη του είναι να αντιμετωπίσει τις θύελλες που σίγουρα θα έρθουν και να κρατήσει σταθερά το πλοίο του όσο βρίσκεται εκείνος στη γέφυρα».

Σίγουρα θα αισθανόταν πιο ήσυχος, εάν είχε στη διάθεσή του ακριβή, έγκαιρη και έγκυρη πληροφόρηση που θα του έδινε την ευκαιρία να σχεδιάσει και να εφαρμόσει μία αποτελεσματική υψηλή στρατηγική.

1 Κολιόπουλος, Κωνσταντίνος, Στρατηγικός Αιφνιδιασμός: Υπηρεσίες Πληροφοριών και Αιφνιδιαστικές Επιθέσεις (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2000), σελ. 5.

2 Turner, Michael A., Why Secret Intelligence Fails (Dulles, Virginia: Potomac Books, Inc., 2005), σελ. 4.

3 Platias, Athanassios G. & Koliopoulos, Constantinos, Thucydides on Strategy: Grand Strategies in the Peloponnesian War and their Relevance Today (New York: Columbia University Press, 2010), σ. 5, Πλατιάς, Αθανάσιος & Κολιόπουλος, Κωνσταντίνος, Η Τέχνη του Πολέμου του Σουν Τσου (Αθήνα: Δίαυλος, 2015), σσ. 64-5.

4 Για μία εμπεριστατωμένη ανάλυση δείτε: Fingar, Thomas, «Intelligence and Grand Strategy», Orbis, Vol. 56, No. 1, 2012.

5 Για μία ενδελεχή ανάλυση σχετικά με τις (περιορισμένες) προτάσεις αναδιάρθρωσης των ελληνικών υπηρεσιών πληροφοριών, δείτε: Αποστολίδης, Παύλος, «Οι Υπηρεσίες Πληροφοριών στο Εθνικό Σύστημα Ασφάλειας: Η περίπτωση της ΕΥΠ», ΕΛΙΑΜΕΠ, 2007, Liaropoulos, Andrew N. & Konstantopoulos, Ioannis L., «Reforming the Greek National Intelligence Service: Untying the Gordian Knot», Journal of Mediterranean and Balkan Intelligence, Vol. 3, No. 1, 2014, Nomikos, John M. & Liaropoulos, Andrew N., «Truly Reforming or Just Responding to Failures?: Lessons learned from the Modernization of the Greek National Intelligence Service (NIS-EYP)», Journal of Policing, Intelligence and Counterterrorism, Vol. 5, No. 1, 2010, Nomikos, John M., «The Internal Modernization of the Greek Intelligence Service», International Journal of Intelligence and CounterIntelligence, Vol. 17, No. 3, 2004, Φιτσανάκης, Σήφης, Εθνική Ασφάλεια και Σύγχρονες Υπηρεσίες Κατασκοπείας στην Ελλάδα (Αθήνα: Ποταμός, 2015).

* Ο κ. Ιωάννης Λ. Κωνσταντόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών της Σχολής Οικονομικών, Επιχειρηματικών και Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.