Υπάρχει μήπως κάποιο παράθυρο ευκαιρίας που επηρεάζει με τρόπο παροδικά θετικό τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, ένα παράθυρο που πρόκειται να κλείσει και θα πρέπει να σπεύσουμε να το εκμεταλλευτούμε, κάνοντας και υποχωρήσεις; Σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά, έχω ήδη εξηγήσει ότι ο δήθεν μονόδρομος της διεθνοδικαϊκής λύσης αποτελεί φενάκη.
Για πολλούς λόγους, δομικούς όσο και συγκυριακούς, αλλά σε τελική ανάλυση κυρίως για τον εξής: η επένδυση στη Χάγη ή άλλο διεθνή διαμεσολαβητικό θεσμό πέραν της ΕΕ θα οδηγήσει σε επικέντρωση στην ανάγκη να πειστεί η Τουρκία να προσέλθει στην υπογραφή συνυποσχετικού, η δε επικέντρωση στο στόχο αυτό θα οδηγήσει σχεδόν αναπόφευκτα σε ελληνικές υποχωρήσεις.
Διότι η Τουρκία θα επιμείνει οπωσδήποτε σε μια συνολική αποτύπωση των ζητημάτων αναφορικά με τις ζώνες, τα νησιά και τις νησίδες του Αιγαίου. Εκτός εάν και η ελληνική πλευρά προσθέσει ζητήματα – υπαρκτά ζητήματα, όπως το καθεστώς της Ίμβρου και της Τενέδου – οπότε αναφερόμαστε πια σε νέα περίοδο. Όμως η Αθήνα εμμένει στην πάγια άποψη ότι η διαφορά συνίσταται αποκλειστικά σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.
Κανένα λογικό άλμα, από τα πολλά των υποστηρικτών της Χάγης ως μονόδρομου, δεν μπορεί να συσκοτίσει το γεγονός ότι, εάν όντως επικεντρωθούμε διαπραγματευτικά στην προσπάθεια να πειστεί η Τουρκία για τη Χάγη, οι ελληνικές υποχωρήσεις θα αποφευχθούν μόνον αν η ίδια η Τουρκία αλλάξει στάση. (Η περίπτωση απλά λόγος να γίνεται και να κερδίζουμε χρόνο δεν εξετάζεται σήμερα εδώ). Βεβαίως, αν η Τουρκία αλλάξει στάση, θα πρέπει να δώσει απτά δείγματα τώρα, όχι στο μέλλον. Αλλαγή στάσης ούτε φαίνεται ούτε – αν ποτέ συμβεί – θα οφείλεται στην υιοθέτηση της διεθνοδικαϊκής οδού, στον ούτως ή άλλως πολιτικό χαρακτήρα της οποίας έχω ήδη αναφερθεί στο παρελθόν.
Με δυο λόγια, η επικέντρωση στην προσπάθεια να πειστεί η Τουρκία να προσέλθει στη Χάγη θα αποβεί αντιπαραγωγική και μακροπρόθεσμα επιζήμια. Αυτό είναι ένα σημείο κρίσιμο το οποίο καθιστά την όλη συζήτηση ιδιαίτερα αξιοπερίεργη από διαπραγματευτική άποψη, εκτός βέβαια αν οι στόχοι έχουν αλλάξει.
Μήπως όμως υπάρχει ένα μεγάλο παράθυρο;
Μήπως, όμως, υπάρχει ένα μεγαλύτερο παράθυρο ευκαιρίας στην ευρύτερη περιοχή που διαμορφώνει συνθήκες ο οποίες συνηγορούν υπέρ της άμεσης εκμετάλλευσής του; Ένα παράθυρο που προσεχώς θα κλείσει και αυτό; Ουδέν ανακριβέστερον.
Στη σημερινή Ανατολική Μεσόγειο υφίσταται ένα αρκετά εδραιωμένο σύστημα συνεργασιών και συμμαχιών, μεταξύ των οποίων η εξαιρετική όσο και κρίσιμη σχέση μας με τη Γαλλία, αλλά και κάποιες εν εξελίξει τάσεις. Δυο τάσεις που θα συνεχιστούν και μια τρίτη της οποίας η προοπτική δεν είναι δυνατό να συζητηθεί με απόλυτη ακρίβεια.
Ξεκινώντας από την τρίτη, που είναι ο αμερικανικός ρόλος στην περιοχή, κάθε ολοκληρωμένη συζήτηση θα πρέπει να συμπεριλάβει τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές (πρόεδρος και αντιπρόεδρος, όλη η Βουλή των Αντιπροσώπων και 34 από τα 100 μέλη της Γερουσίας) στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο 2024.
Ωστόσο, η αμερικανική επένδυση ασφαλείας στην Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο, εν μέρει λόγω και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, είναι εξαιρετικά ισχυρή, πολυεπίπεδη και πιθανότατα μακροπρόθεσμη. Αναφορικά δε με τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, αποτελεί μια εξελικτική διαδικασία πολύτιμης αναβάθμισης.
Επόμενη τάση είναι η αναπτυσσόμενη, παρά τις διακυμάνσεις, αναθεωρητική στρατηγική της Τουρκίας, της οποίας η «Γαλάζια Πατρίδα» συμπληρώνει -σε περιοχές που μας αφορούν άμεσα- τις ευρύτερες ηγεμονικές τάσεις της ως κατεξοχήν χερσαίας δύναμης που προσπαθεί να αυτονομηθεί με διάφορους τρόπους μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ως προς την τάση αυτή, οι προσεγγίσεις στην Ελλάδα είναι πολλές -τουλάχιστον πέντε- και τα πράγματα περιπλέκονται. Άλλοτε γνησίως, άλλοτε τεχνηέντως.
Κάποιοι δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη της αναθεωρητικής τάσης της Τουρκίας και, είτε διατυπώνουν ανοικτά την άποψή τους – όπως αναμένεται σε ένα πλουραλιστικό σύστημα – είτε όχι, η πεποίθησή τους ότι η Τουρκία πάσχει από φάσεις «επιθετικότητας» που εναλλάσσονται με φάσεις ηρεμίας, κυρίως λόγω της εσωτερικής πολιτικής της, καθοδηγεί τις επιλογές τους για τον ορίζοντα της «ελληνοτουρκικής φιλίας», κλπ.
Κάποιοι επενδύουν -κυριολεκτικά και μεταφορικά- στις οικονομικές, εμπορικές, πολιτισμικές, ακαδημαϊκές κλπ σχέσεις. Αλλά με τα σημερινά περιφερειακά και διεθνή δεδομένα, είναι απίθανο να οδηγήσει μακριά η επαναφορά της φιλελεύθερης προσέγγισης και μάλιστα στην αφελέστερη εκδοχή της (ότι η οικονομία, το εμπόριο και η «χαμηλή πολιτική» γενικά μπορεί να αποβούν καθοριστικής σημασίας), η οποία έχει διαψευστεί στο παρελθόν.
Κάποιοι άλλοι αναγνωρίζουν την τάση, παρότι το διατυπώνουν ενίοτε με έμμεσους τρόπους, αλλά επιλέγουν μια κλασική κατευναστική πολιτική. Διότι όταν θεωρείς έναν αντίπαλο ισχυρό, τότε πραγματοποιείς με άλλους παίκτες συνεργασίες, συνδυασμούς και ενδεχομένως υποχωρήσεις, όχι απέναντι στον αντίπαλο. Οι υποχωρήσεις απέναντι σε έναν αναθεωρητικό αντίπαλο επειδή θεωρείς ότι είναι ισχυρός, ανεξαρτήτως του βαθμού στον οποίο η αποτίμηση της ισχύος του είναι ακριβής ή πληθωρική, αποτελεί χαρακτηριστικό της κατευναστικής πολιτικής.
Άλλη κατηγορία συγκροτούν όσοι αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα, αλλά δραπετεύουν από αυτή προσδοκώντας τη διάλυση της Τουρκίας, φανταζόμενοι την έλευση μιας χρυσής ευκαιρίας για τον Ελληνισμό καθώς η Τουρκία θα καταρρέει κλπ.
Από την άλλη πλευρά, όσοι επιχειρούν να συνυπολογίσουν κατά το δυνατόν όλες τις παραμέτρους, βρίσκονται συχνά σε αντίθεση με όλες τις πιο πάνω προσεγγίσεις, για διαφορετικούς -η μερικώς διαφορετικούς- λόγους με την κάθε μια. Έτσι όμως διαμορφώνονται υποκατηγορίες που μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να εξελιχθούν σε νέες κατηγορίες. Ποια είναι τα όρια της προτεραιότητας του «μη πολέμου»; Πώς διαμορφώνονται οι συμφωνίες - πακέτο με τρίτους παίκτες για συνεργασίες με αμοιβαία κέρδη και αμοιβαία κόστη; Ποιο είναι το μείγμα ακεραιότητας και χειραγώγησης στη δημόσια σφαίρα;Πόσο μας απασχολεί η πολιτική αξιοποίηση των απόψεών μας; Και ούτω καθεξής.
Η σχετικοποίηση του δημοκρατικού πλεονεκτήματος
Τέλος, μια κρίσιμη τάση, που επίσης θα συνεχιστεί με τρόπο αργό αλλά πιθανότατα προς το παρόν μη αναστρέψιμο, είναι η σχετικοποίηση του δημοκρατικού πλεονεκτήματος. Το μόνο ερώτημα σήμερα είναι κατά πόσον η τάση αυτή θα επηρεάσει και το πλεονέκτημα της θεσμικής ωριμότητας.
Με δυο λόγια, από τον Νετανιάχου στο Ισραήλ μέχρι τον Όρμπαν στην Ουγγαρία, από τον Τραμπ στις ΗΠΑ μέχρι τον Κατσίνσκι στην Πολωνία, με τη Λεπέν να παραμένει ισχυρή στη Γαλλία και τον Φεϊχόνα ανεβαίνει κατακόρυφα απορροφώντας εν μέρει το Vox στην Ισπανία, παραλλαγές σε συντηρητικά θέματα που ταυτόχρονα αμφισβητούν δεδομένες θεσμικές ισορροπίες αποτελούν, αποτέλεσαν ή ενδέχεται να αποτελέσουν πυρήνες κυβερνητικής εξουσίας σε πολύ διαφορετικές αλλά και σημαντικές ως κρίσιμες χώρες του δυτικού κόσμου.
Η αυταρχικότητα του Ερντογάν δεν αποτελεί πρόβλημα για την προσχηματική στροφή της Τουρκίας στη Δύση, η οποία εξακολουθεί να προσπαθεί να τον γοητεύσει. Ενώ το καθεστώς Σίσι στην Αίγυπτο, πόσο μάλλον το καθεστώς του Οίκου των Σαούντ της Αραβίας, θεωρούνται διαφορετικοί αλλά άξιοι εταίροι της Δύσης.
Στις ΗΠΑ, οι υπό εξέλιξη δικαστικές διώξεις εναντίον του πρώην προέδρου Τραμπ θα αυξήσουν περαιτέρω την ακραία και εξαιρετικά επικίνδυνη πόλωση που χαρακτηρίζει την αμερικανική πολιτική της τελευταίας δεκαετίας. Παρότι είναι ακόμη νωρίς, είναι πολύ πιθανό ο Τραμπ να κερδίσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών για την προεδρία. Το εάν θα κερδίσει και τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 2024 είναι ένα πολύ περισσότερο σύνθετο ζήτημα. Όμως όχι μόνον η δίωξη αλλά ούτε μια ενδεχόμενη καταδίκη δεν είναι βέβαιο ότι μπορούν να σταματήσουν το δρόμο προς τον Λευκό Οίκο. Εδώ η θεσμική ωριμότητα – και με την έννοια της παλαιάς ιστορικής παράδοσης και των κενών που έχει αφήσει σε ένα σύστημα κατά μεγάλο μέρος εξελικτικό – σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο ο Τραμπ να εκλεγεί και, στη συνέχεια, να δώσει χάρη στον εαυτό του.
Συνολικά, η «τρίτη τάση» στην οποία αναφερόμαστε συνιστά μια διαδικασία σχετικοποίησης της θεσμικής προβλεψιμότητας απέναντι στην πολιτική ρευστότητα. Η τάση αυτή δε συνεπάγεται ότι η Ελλάδα θα απωλέσει, ως προς τον ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή, τα πλεονεκτήματα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και της γενικότερης θεσμικής ωριμότητας.
Σημαίνει, όμως, ότι οι όροι του παιχνιδιού έχουν αλλάξει, απομακρυνόμενοι ακόμη περισσότερο από τον εν πολλοίς φαντασιακό κόσμο των τεχνοκρατών της «διεθνούς νομιμότητας». Η «rules-basedorder» την οποία προφανώς υπερασπιζόμαστε και θα υπερασπιζόμαστε, προϋποθέτει, παράλληλα, τη συνειδητοποίηση των ορίων εφαρμογής της σε διαφορετικά συγκεκριμένα και μεταξύ διακριτών περιβαλλόντων.
Εν κατακλείδι
Ως προς την Ελλάδα και τη διεθνή θέση της, τα όποια πλεονεκτήματα δε θα εκλείψουν, τα όποια μειονεκτήματα δε θα μεγεθυνθούν. Τα «παράθυρα ευκαιρίας» πολλές και διαφορετικές κυβερνήσεις τα επικαλέστηκαν κατά καιρούς για να δικαιολογήσουν πρωτοβουλίες στις οποίες επένδυσαν και οι οποίες δεν αποδείχθηκαν πάντοτε συμφέρουσες.
Η Ελλάδα χρειάζεται αποτρεπτική ισχύ, συμμάχους και εσωτερική συνοχή. Και όχι μόνον εξαιτίας της Τουρκίας, όπως πολύ συχνά και πολύ λανθασμένα δίνεται η εντύπωση: ο κόσμος μας έχει καταστεί περισσότερο απρόβλεπτος συνολικά.
Ως προς τα ελληνοτουρκικά, πάντως, ισχύει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, η διατήρηση της εκκρεμότητας είναι προτιμότερη. Παρότι επικοινωνιακά δεν ικανοποιεί, δεν κερδίζει τις πολιτικές εντυπώσεις ούτε ευχαριστεί την εκάστοτε εξουσία, η διαπίστωση αυτή αποτυπώνει σήμερα την πραγματικότητα.
*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη LondonSchool of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο FletcherSchool of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.