Της Θεανούς Δαμιάνας Αγαλόγλου*
Η απόφαση του Αμερικανού Πρόεδρου Donald Trump να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ επαναφέρει το Παλαιστινιακό στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος. Ορισμένες βίαιες αντιδράσεις στη Μέση Ανατολή όπως η εκτόξευση ρουκετών από τους Παλαιστινίους προς το νότιο Ισραήλ και η απάντηση του ισραηλινού στρατού αντικατοπτρίζουν την αρχική αναστάτωση που επικρατεί. Την ίδια στιγμή, τα Ηνωμένα Έθνη εξετάζουν τον τρόπο που θα πρέπει να απαντήσουν. Ωστόσο, αν, πράγματι υπάρξει προσχέδιο απόφασης που θα στρέφεται έμμεσα κατά της πρόσφατης επιλογής Trump, αυτό δύσκολα θα ψηφιστεί λόγω αναμενόμενου βέτο από την πλευρά της Ουάσιγκτον.
Πέρα από τις τρέχουσες εξελίξεις, το βασικό ερώτημα το οποίο τίθεται είναι γιατί ο Αμερικανός Πρόεδρος έλαβε τη σχετική απόφαση και πώς αυτή μπορεί να επηρεάσει την ειρηνευτική διαδικασία μακροπρόθεσμα. Μέχρι στιγμής πρόκειται κυρίως για συμβολική ενέργεια, καθώς δε μπορεί να προκαθοριστεί πότε θα μεταφερθεί η Αμερικανική Πρεσβεία από το Τελ-Αβίβ στην Ιερουσαλήμ. Την ίδια στιγμή, ο ίδιος εκπληρώνει την υπόσχεση της προεκλογικής του εκστρατείας, την οποία είχε ήδη αναβάλει μία φορά. Κάποιοι προκάτοχοι του, οι οποίοι προεκλογικά είχαν, επίσης, δεσμευθεί να προχωρήσουν στην μεταφορά της πρεσβείας σύμφωνα με το νόμο του 1995 που έχει περάσει το Κογκρέσο έκαναν χρήση της ρήτρας αναστολής κάθε έξι μήνες για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Όσοι συμφωνούν με την κίνηση Trump, εστιάζουν στο ότι αυτό που περιέγραψε δεν ήταν παρά «αναγνώριση της πραγματικότητας». Πρακτικά, αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός πως οι ηγέτες ξένων χωρών που επισκέπτονται το Ισραήλ, γίνονται δεκτοί στην Ιερουσαλήμ. Παράλληλα, το σχετικό διάγγελμα του Αμερικανού Προέδρου δεν έχει αντίκτυπο σε οποιαδήποτε συζήτηση για τα σύνορα ή για το μελλοντικό καθεστώς της Ιερουσαλήμ. Όπως δήλωσε ρητά ο Trump η θέση της Αμερικής για τα όρια της ισραηλινής κυριαρχίας δεν έχει αλλάξει και το καθεστώς της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ εφαρμόζεται μόνο «σε εκείνο το μέρος της πραγματικότητας», το οποίο δεν αμφισβητείται από τους Παλαιστινίους και τα αραβικά κράτη. Αξίζει να σημειωθεί πως η Ρωσία δεν διαφωνεί με αυτή την αντίληψη. Σύμφωνα με ανακοίνωση του ρωσικού υπουργείου εξωτερικών της 6ης Απριλίου 2017, η χώρα «βλέπει τη Δυτική Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ».
Από την άλλη πλευρά, όσοι διαφωνούν με την απόφαση Trump δίνουν έμφαση σε ενδεχόμενη παραβίαση σχετικών αποφάσεων του ΟΗΕ. Δεν πρέπει να γίνεται λόγος τόσο για την Απόφαση 181 του 1947, η οποία δεν εφαρμόστηκε λόγω των συνεχιζόμενων εχθροπραξιών και έτσι κι αλλιώς έδινε δεκαετή διάρκεια στο καθεστώς διεθνοποίησης της Ιερουσαλήμ, όσο για την 478 του 1980. Η Απόφαση 478 καλεί το Ισραήλ να σταματήσει πολιτικές και μέτρα που επηρεάζουν το καθεστώς της Ιερουσαλήμ, θεωρώντας τις «άκυρες». Καλεί, ταυτόχρονα, χώρες που έχουν εγκαταστήσει διπλωματικές αντιπροσωπείες στην Ιερουσαλήμ να τις απομακρύνουν. Το Ισραήλ έχει απορρίψει την εν λόγω απόφαση από το 1980 θεωρώντας πως «αγνοεί την πραγματικότητα στην περιοχή και τα δικαιώματά [του]».
Σε κάθε περίπτωση, το επιχείρημα ότι εξαιτίας της απόφασης Trump η ειρηνευτική διαδικασία εκτροχιάζεται είναι επισφαλές. Τα χρόνια που Αμερικανοί Πρόεδροι ήταν επιφυλακτικοί πριν προχωρήσουν στην αναγνώριση της Ιερουσαλήμ, κάθε άλλο παρά σημειώθηκε πρόοδος στο Παλαιστινιακό. Ο ίδιος ο Trump επενδύει σε μια προσπάθεια άσκησης πίεσης προς τους Παλαιστινίους από άλλες χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος και η Ιορδανία. Σίγουρα, η προσέγγιση αυτή δεν διευκολύνεται. 50 μουσουλμανικές χώρες ήδη κάλεσαν από την Κωνσταντινούπολη τη διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει την Ανατολική Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα ενός παλαιστινιακού κράτους. Από μία άλλη οπτική γωνία, όμως, ο Αμερικανός Πρόεδρος αποκτάει πλέον τη δυνατότητα να επηρεάσει κάπως περισσότερο τον Ισραηλινό Πρωθυπουργό, Benjamin Netanyachu. Θα είναι, θεωρητικά, δύσκολο για τον τελευταίο να απορρίψει κάποιες από τις προτάσεις του πρώτου, ιδίως σχετικά με τον περιορισμό των εποικισμών. Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι Παλαιστίνοι συνειδητοποιούν ότι ο χρόνος λειτουργεί εναντίον τους, αν επιθυμούν διπλωματική λύση. Όσο μάλιστα οι Παλαιστίνιοι διασπώνται, τόσο η Χαμάς θα βρίσκει πρόσφορο έδαφος καλώντας τους σε μία τρίτη Ιντιφάντα.
Συμπερασματικά, είναι υπερβολικό ο Trump να κατηγορείται για ναρκοθέτηση της ειρηνευτικής διαδικασίας, ιδίως σε μία περίοδο που οι πραγματικές ελπίδες προόδου είναι περιορισμένες. Όσο εξακολουθεί να υπάρχει αμοιβαία καχυποψία μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων, η ευθύνη δεν πρέπει να επιρρίπτεται στον μεσολαβητή. Ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών στους γύρους των συνομιλιών μεταξύ του Ισραήλ και των γειτονικών αραβικών χωρών μπορεί να έχει αμφισβητηθεί, αλλά αμφότερες οι πλευρές, χωρίς εξαίρεση, ζήτησαν βοήθεια από την Ουάσινγκτον για να καλύψουν το χάσμα στις θέσεις τους σε διάφορα στάδια των διαπραγματεύσεων. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι μάλλον η μικρή αξιοπιστία του ίδιου του Αμερικανού Προέδρου σε διεθνές επίπεδο παρά η βιωσιμότητα της προσέγγισής του για το Παλαιστινιακό. Πλέον είναι στο χέρι του Ισραήλ και των Παλαιστινίων να λάβουν γενναίες αποφάσεις, αν το θέλουν, που μικρή σχέση έχουν με το αν η αμερικανική πρεσβεία βρίσκεται στο Τελ Αβίβ ή στην Ιερουσαλήμ.
*Η κα Θεανώ Δαμιάνα Αγαλόγλου είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Διεθνών Σχέσεων από το London School of Economics and Political Science.