Του Νίκου Μελέτη
Τον άμεσο κίνδυνο επιβολής αρνητικών τετελεσμένων σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών, κυρίως στα ζητήματα εκείνα που περιέχουν τις λιγοστές θετικές προβλέψεις για τα ελληνικά συμφέροντα, προκαλεί η χαλαρότητα που επιδεικνύει η Αθήνα, και για να εξυπηρετηθούν οι προεκλογικές ανάγκες του κ. Ζάεφ αλλά και για να διατηρηθεί στο εσωτερικό το αφήγημα του «διπλωματικού αριστουργήματος».
Ο κ. Ζάεφ αντιμετωπίζει την πολύ δύσκολη εκλογική αναμέτρηση καθώς ο υποψήφιος του κόμματός του για την προεδρία της χώρας κ. Πεντάροφσκι θα πρέπει με κάθε τρόπο να εξασφαλίσει την εκλογή του έναντι της υποψήφιας του VMRO-DPMNE στον δεύτερο γύρο στις 5 Μαΐου, διότι σε διαφορετική περίπτωση θα υποχρεωθεί, όπως όλα δείχνουν, σε προσφυγή σε πρόωρες εκλογές στις οποίες κάθε άλλο παρά είναι δεδομένη η επικράτησή τους.
Συγχρόνως, όμως, εάν αποτύχει ο υποψήφιος του στις προεδρικές εκλογές τότε θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις και στην εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών, που θα δυσκολέψουν τη δεδομένη σήμερα στήριξη της Αθήνας στην ευρωατλαντική προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας.
Στο πλαίσιο αυτό η Αθήνα κάνει τα στραβά μάτια στις παρασπονδίες της σκοπιανής πλευράς, προκειμένου να βοηθήσει τον κ. Ζάεφ προεκλογικά, δίνεται όμως και εμπεδώνεται η εντύπωση ότι υπάρχει σιωπηρή ανοχή στην παράκαμψη βασικών παραμέτρων της Συμφωνίας.
Οι συνταγματικές αλλαγές
Βασική προϋπόθεση της Συμφωνίας των Πρεσπών, προκειμένου να εισαχθεί προς κύρωση στην ελληνική Βουλή και κατόπιν να τεθεί σε ισχύ, ήταν να εγκριθούν συνταγματικές αλλαγές και να ενσωματωθούν στο σύνταγμα της γειτονικής χώρας, που πλέον θα ήταν το «Σύνταγμα της Βόρειας Μακεδονίας».
Οι συνταγματικές αλλαγές, που ήταν απολύτως προβληματικές, αλλά με την ανοχή της Αθήνας εισήχθησαν και ψηφίσθηκαν από τη Βουλή της γείτονος, δημοσιεύθηκαν με παράτυπο τρόπο στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στα Σκόπια με την υπογραφή όχι του προέδρου της χώρας αλλά του προέδρου της Βουλής, αλλά ακόμη, δύο μήνες αφού τέθηκε σε ισχύ η Συμφωνία των Πρεσπών, δεν έχουν ενσωματωθεί στο σύνταγμα της χώρας, το οποίο συνεχίζει να τιτλοφορείται «Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Και βεβαίως, το σύνταγμα είναι το ίδιο το οποίο έχει προβλέψεις για τον «μακεδονικό λαό και μακεδονικό έθνος» και φυσικά για τις «μακεδονικές μειονότητες σε γειτονικές χώρες».
Στους στόχους και προτεραιότητες του βορειομακεδονικού υπουργείου Εξωτερικών περιλαμβάνεται ακόμη και σήμερα η «βελτίωση της κατάστασης των μακεδονικών εθνικών και γλωσσικών μειονοτήτων σε όλο τον κόσμο...», παρά την τροπολογία που υπήρξε στο σύνταγμα με την οποία έστω και προσχηματικά αντικαταστάθηκε η διατύπωση σε «μακεδονικές μειονότητες» με αναφορά σε «μέλη του μακεδονικού, αλβανικού λαού που ζει στο εξωτερικό...».
Τα αγάλματα του Γκρούεφσκι
Στο συμβολικό αλλά και ουσιαστικό ζήτημα των αγαλμάτων, η Συμφωνία των Πρεσπών τελικά ήταν αυτή που με τη συναίνεση της Ελλάδας επέβαλε τη διατήρησή τους στο κέντρο των Σκοπίων, καθώς ενώ το κόμμα του κ. Ζάεφ και ο ίδιος όσο και ο υπουργός Πολιτισμού είχαν δεσμευθεί και προεκλογικά και μετά τον σχηματισμό κυβέρνησης ότι θα τα απομακρύνουν, τελικά, βεβαίως, αφού δεν το απαίτησε η Αθήνα δεν θα μπορούσαν οι ίδιοι να επιμείνουν στην απομάκρυνσή τους.
Όμως, λόγω και της αδράνειας της Αθήνας, η βορειομακεδονική πλευρά κωλυσιεργεί ακόμη και για το πιο απλό: την τοποθέτηση των ειδικών σημάνσεων στη βάση των αγαλμάτων που θα ενημερώνουν ότι αφορούν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Ετσι, εμπεδώνεται πλέον σταδιακά η διατήρηση των ακαλαίσθητων αυτών αγαλμάτων που αποτέλεσαν την πιο ακραία και οφθαλμοφανή προσπάθεια παραποίησης της Ιστορίας (ακόμη και ο Κ. Γκλιγκόροφ δεν είχε αμφισβητήσει ότι ως Σλάβοι δεν είχαν σχέση με την Αρχαία Μακεδονία).
Πολλά ερωτήματα εγείρονται και για το πώς έχει δομηθεί η συζήτηση της Μικτής Διεπιστημονικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τις αλλαγές σε εγχειρίδια και σχολικά βιβλία, καθώς μετά και την τρίτη συνάντησή της εκδόθηκε μια πανομοιότυπη (όπως και στις δύο προηγούμενες συναντήσεις) ανακοίνωση που αναφέρει ότι σημειώθηκε «πρόοδος σύμφωνα με τις διατάξεις της Συμφωνίας των Πρεσπών και σε εναρμόνιση με τις σχετικές αρχές και στόχους της UNESCO και του Συμβουλίου της Ευρώπης».
Καθώς για το ζήτημα αυτό υπήρχε μεγάλη προεργασία πολύ πριν από τη Συμφωνία των Πρεσπών, δίνεται η εντύπωση εσκεμμένης κωλυσιεργίας, με κίνδυνο να μην υπάρξει χρόνος για ουσιαστικές αλλαγές στα σχολικά βιβλία της γειτονικής χώρας και να επιλεγεί τελικά κάποια προσχηματική φόρμουλα όπως εκείνη των αγαλμάτων, έτσι στα κεφάλαια που αναφέρονται στην Αρχαία Μακεδονία θα υπάρχει απλώς μια μικρή υποσημείωση ή παραπομπή ότι αφορά τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Άγνωστο επίσης παραμένει εάν θα τεθεί στην επιτροπή το εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα της αφαίρεσης ή αναθεώρησης όλων των αναφορών σε βιβλία της Ιστορίας και της Γεωγραφίας για την «απελευθέρωση των μακεδονικών εδαφών» αλλά και για τον «μακεδονικό» αλυτρωτισμό και εθνικισμό, όπως εκδηλώθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και την ανακήρυξη του ανεξάρτητου κράτους το 1991.
Διότι ο αλυτρωτισμός και ο «μακεδονισμός» δεν εξαντλούνται στην προσπάθεια παραποίησης και υφαρπαγής της Ιστορίας και του πολιτισμού της Αρχαίας Μακεδονίας, αλλά εκφράσθηκαν κυρίως με τον σλαβικό χαρακτήρα του. Και αυτό η Συμφωνία των Πρεσπών το υποβάθμισε, σε μία ακόμη παραχώρηση προς τους εθνικιστές της άλλης πλευράς.
«Σκέτη» Μακεδονία στο διαδίκτυο
Σοβαρό πρόβλημα, το οποίο τα επόμενα χρόνια θα είναι ακόμη πιο σημαντικό, είναι ότι δεν υπήρξε πρόβλεψη και δεν επιχειρείται να τεθεί τώρα, πριν ακόμη ζητηθεί η συναίνεση της Ελλάδας για την απόφαση έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε., το θέμα των διευθύνσεων των ιστότοπων κρατικών και επίσημων φορέων στο διαδίκτυο. Έτσι, συνεχίζεται η προβολή διευθύνσεων όπως το www.investinmacedonia.com, ο επίσημος οργανισμός τουρισμού, όπου φυσικά δεν υπάρχει η διάκριση σε Βόρεια Μακεδονία.
Η Αθήνα οφείλει να πιέσει με κάθε τρόπο ώστε πριν από τις αποφάσεις της Ε.Ε. για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τη Βόρεια Μακεδονία να υποχρεωθεί η βορειομακεδονική πλευρά να εγκαταλείψει τη διασταλτική ερμηνεία των ήδη αρνητικών προβλέψεων της Συμφωνίας των Πρεσπών που επιτρέπουν την ευρύτατη χρήση των όρων «Μακεδονία, Μακεδόνας», και να μην οδηγηθούμε τελικά σε διπλή ονομασία.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 17 Απριλίου.