Ορόσημο για τις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας η επίσκεψη Μπάιντεν στην Άγκυρα

Ορόσημο για τις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας η επίσκεψη Μπάιντεν στην Άγκυρα

Σε μια ιδιαίτερα λεπτή και κρίσιμη αποστολή ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Τζ. Μπάιντεν φθάνει αύριο στην Άγκυρα σε μια προσπάθεια αποκατάστασης των σοβαρά διαταραγμένων σχέσεων μεταξύ των δυο ισχυρότερων στρατιωτικά χωρών του ΝΑΤΟ και δυο στρατηγικών εταίρων από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου: της Τουρκίας (του Ταγίπ Ερντογάν) και των ΗΠΑ.

Οι σχέσεις των δυο χωρών κινούνται στα όρια της κρίσης με αφορμή κυρίως την κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος και την απαίτηση της Άγκυρας να παραδοθεί ο Φ. Γκιουλέν, με τρόπο που είναι ταπεινωτικός για την υπερδύναμη.

Το πραξικόπημα ήρθε την στιγμή που ήδη οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βρίσκονταν σε τεταμένο σημείο με αφορμή την Συριακή κρίση και τις διαφορετικές στοχεύσεις του Ταγίπ Ερντογάν, που πολύ συχνά βρίσκονται σε πλήρη απόκλιση από τις επιδιώξεις της Δύσης.

Η καθυστέρηση του Λευκού Οίκου και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να εκφράσουν την συμπαράσταση τους στον κ. Ερντογάν, η άρνηση παράδοσης του Φ. Γκιουλέν και η πλήρης απροθυμία να κλείσουν τα μάτια στο πογκρόμ που ακολούθησε εναντίον των πολιτικών αντιπάλων του Ερντογάν, βάθυναν ακόμη περισσότερο το ρήγμα μεταξύ των χωρών, ενώ οι διαρροές και τα δημοσιεύματα του φιλοκυβερνητικού Τύπου στην Τουρκία για εμπλοκή της Ουάσιγκτον στην απόπειρα πραξικοπήματος πυροδότησε το αντιαμερικανικό κλίμα στην Τουρκία, το οποίο σπεύδει να εκμεταλλευτεί ο κ. Ερντογάν.

Τα «παιγνίδια» του τουρκικού καθεστώτος με την βάση Ιντσιρλίκ, όπου σταθμεύουν αμερικανικά πυρηνικά όπλα, οδηγούν στα όριά τους τις ανοχές του αμερικανικού στρατιωτικού κατεστημένου, που θέλει μεν την Τουρκία ως σύμμαχο αλλά δεν πρόκειται να αποδεχθεί εκβιασμούς που αφορούν την ασφάλεια των πυρηνικών όπλων, αλλά και την επιχειρησιακή αξιοπιστία της Ατλαντικής Συμμαχίας.

Ο τρόπος μάλιστα που ο Ερντογάν επιχειρεί να εκβιάσει την Ουάσιγκτον με τα ανοίγματα προς την Μόσχα και το Ιράν, προκαλούν ακόμη μεγαλύτερη καχυποψία και αρνητισμό στην αμερικανική πρωτεύουσα.

Όμως εκτός του επεισοδίου Γκιουλέν, ο νέος εφιάλτης που στοιχειώνει την Τουρκία είναι η πλήρης στήριξη που προσφέρουν οι Αμερικανοί στους κούρδους της Συρίας, καθώς μετά από πολλά πισωγυρίσματα αποφάσισαν να δομήσουν την SDF (Syrian Democratic Forces) γύρω από τις δυνάμεις του YPG (στρατιωτικό βραχίονα του PYD) που έχει κηρυχτεί από την Τουρκία ως τρομοκρατική οργάνωση λόγω των στενών δεσμών του με το PKK.

Η επιλογή αυτή των Αμερικανών ήρθε αφού απέτυχαν οι προσπάθειες δημιουργίας αξιόπιστου στρατιωτικού μετώπου των δυνάμεων της αντιπολίτευσης και ενώ οι φιλοκυβερνητικές δυνάμεις του προέδρου Άσαντ με την στήριξη των Ρώσων άρχισαν να ανακτούν έδαφος.

Η απόφαση Ερντογάν να στραφεί προς την Μόσχα και κατόπιν προς το Ιράν (που και οι δυο χώρες υποστηρίζουν τον Άσαντ) για συνεργασία στο Συριακό, είχε ως αποκλειστικό γνώμονα την έξοδο της Τουρκίας από το αδιέξοδο και την απομόνωση στην οποία είχε οδηγηθεί και στην ανάσχεση των Κούρδων του YPG. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τον κουρδικό κίνδυνο, ο Τ. Ερντογάν δείχνει διατεθειμένος να αποδεχθεί συμμετοχή στην διαδικασία επίλυσης του Συριακού ακόμη και του ορκισμένου εχθρού του, του Σύριου πρόεδρου Άσαντ.

Οι στρατιωτικές επιτυχίες των Κούρδων στην Βόρειο Συρία, όπου σύμφωνα με πληροφορίες έχει αναπτυχτεί και μικρή ομάδα Αμερικανών στρατιωτικών συμβούλων, σήμαναν συναγερμό στην Δαμάσκο αλλά και στην Άγκυρα. Οι βομβαρδισμοί της συριακής αεροπορίας εναντίον θέσεων των κούρδων στην πόλη Χαζάκα, προκάλεσαν την αντίδραση των Αμερικανών που πέραν των διπλωματικών διαβημάτων έστειλαν για πτήση στην περιοχή δυο F-16 προειδοποιώντας ουσιαστικά ότι δεν θα μείνουν απαθείς στις επιθέσεις της αεροπορίας του Άσαντ εναντίον των Κούρδων.

Η Τουρκία θα επιχειρήσει να εξασφαλίσει δέσμευση των ΗΠΑ, ότι οι Κούρδοι δεν θα περάσουν Δυτικά του Ευφράτη καθώς ήδη έχουν καταλάβει την ανατολική όχθη στην περιοχή της στρατηγικής σημασίας πόλης Jarublus.

Πληροφορίες που μετέδωσε το Reuters ανέφεραν ότι στο τουρκικό έδαφος γίνεται προετοιμασία των δυνάμεων του FSA (Free Syrian Army) που συσπειρώνουν δυνάμεις της αντιπολίτευσης που υποστηρίζονται από την Τουρκία, για να αποτρέψουν την κατάληψη της κρίσιμης αυτής πόλης από τις δυνάμεις των κούρδων.

Η Μόσχα του Β. Πούτιν με μεγάλη ευκολία εγκατέλειψε τους Κούρδους της Συρίας τους οποίους αρχικά είχε υποστηρίξει και πλέον παίζει το παιγνίδι της στην Συρία έχοντας ωθήσει και την Άγκυρα τουλάχιστον στην μεταβατική φάση να αποδεχθεί ρόλο για την κυβέρνηση Άσαντ.

Το μεγάλο ερώτημα που τίθεται πλέον είναι εάν η Συρία θα μπορέσει να μείνει ενωμένη, όπως ζητά τώρα η Τουρκία, ή δεν θα αντέξει τις βαθιές διαιρέσεις, εθνικές και θρησκευτικές που έχει προκαλέσει ο εμφύλιος πόλεμος με τους 400.000 νεκρούς, με πρώτη συνέπεια φυσικά την δημιουργία ανεξάρτητου ή πάντως εντελώς αυτονόμου κουρδικού κράτους στην Βόρειο Συρία που θα αποτελέσει διαρκή θανάσιμο κίνδυνο για την ίδια την Τουρκία, την περίοδο μάλιστα που το PKK έχει εξαπολύσει γενικευμένη επίθεση εναντίον των τουρκικών κρατικών δομών.