Του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου
Η αποτυχία της δεύτερης φάσης των συνομιλιών για το εδαφικό και όχι μόνο, στο ελβετικό θέρετρο Μον Πελεράν διέλυσε τις ευφραντικές ψευδαισθήσεις κάποιων και προκάλεσε σχετική απογοήτευση λόγω του τεχνητού κλίματος αισιοδοξίας και υψηλών προσδοκιών που είχε καλλιεργηθεί από κύκλους στο εξωτερικό αλλά και στο… εσωτερικό. Για ένα όμως σημαντικό τμήμα του Ελληνισμού της Κύπρου αλλά και αρκετών Ελλαδιτών, ήταν μία προσωρινή διέξοδος στο αδιέξοδο που φαινόταν ότι πήγαινε να δημιουργηθεί λόγω της συνεχούς υποχωρητικότητας της Ελληνικής πλευράς και της συνεχιζόμενης τουρκικής αδιαλλαξίας. Και άλλο βάρος έχει η υποχώρηση του θύματος και άλλο η υποχώρηση του θύτη.
Στα πρωινά δημοσιεύματα της χθεσινής ημέρας σχετικά με τους λόγους αποτυχίας των συνομιλιών και τις πρώτες αποτιμήσεις, προστέθηκαν οι αξιόπιστες πληροφορίες ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός σε μία προσπάθεια διασώσεως (!) των συνομιλιών για την «επανένωση» της Μεγαλονήσου, προτίθεται να συναντηθεί με τον Τούρκο Πρόεδρο κ. Ερντογάν. Κρίνεται όμως σκόπιμο να επισημανθεί ότι οι πληροφορίες για συνάντηση των δύο ηγετών είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν πριν την κατάρρευση των συνομιλιών και το γεγονός αυτό δημιουργεί πρόσθετα ερωτήματα.
Και εδώ αρχίζουν λοιπόν τα παράξενα και τα δύσκολα της όλης υπόθεσης. Είμαστε πάρα πολλοί που δυσκολευόμαστε να εξηγήσουμε την επιμονή του Πρωθυπουργού κ. Τσίπρα να συναντηθεί με τον Τούρκο Πρόεδρο κ. Ταγίπ Ερντογάν για το Κυπριακό και μάλιστα εσπευσμένα όπως έχουν αφήσει να διαρρεύσει κύκλοι προσκείμενοι σε αυτόν. Για να πούμε όλη την αλήθεια διακατεχόμαστε από μία τεράστια ανησυχία ιδιαίτερα μιας και μία τέτοια συνάντηση κρύβει τεράστιες παγίδες.
Έστω και αν δεχόμασταν ότι ο κ. Πρωθυπουργός είναι… «έτοιμος και επαρκής» για να έχει ένα «τετ α τετ» με τον Τούρκο Πρόεδρο (δεν μας έχει πείσει για κάτι τέτοιο). Έστω και αν παραβλέπαμε ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά έφθασε στο έσχατο όριο υποχωρήσεων χωρίς να «πάρει» ανάλογο αντιστάθμισμα. Έστω και αν ξεχνάγαμε ότι για την προχθεσινή ουσιαστική κατάρρευση των συνομιλιών ευθύνεται αποκλειστικά η τουρκική πλευρά, η οποία δεν δέχτηκε την επιστροφή της περιοχής της Μόρφου και 90 χιλιάδων (δέχτηκε μόνο 70 χιλιάδες) προσφύγων που ήταν η κόκκινη γραμμή (μερική επιστροφή «κλοπιμαίων). Η συνάντηση αυτή εφόσον πραγματοποιηθεί σε κάθε περίπτωση θα συνιστά ένα τεράστιο εθνικό λάθος.
Ο κ. Πρωθυπουργός θα είναι κατ' αρχήν εντελώς ανακόλουθος (μην σκεφθεί κάποιος «κακόβουλος» ότι δεν θα είναι… η πρώτη φορά) μιας και είχε δηλωθεί ότι η οποιαδήποτε συμμετοχή της Ελλάδος στην διαδικασία θα είναι με την προϋπόθεση ύπαρξης συμφωνίας στα κεφάλαια και ιδιαίτερα στο εδαφικό, ενώ θα αφορά μόνο στις εγγυήσεις και την αποχώρηση στρατευμάτων. Αυτό μάλιστα καλύπτεται νομικά από την ιδιότητα της χώρας μας ως εγγυήτριας δύναμης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τι έχει αλλάξει λοιπόν από εκείνη την δήλωση; Μήπως η επίσκεψη Ομπάμα; Ή μήπως κάποιο τηλεφώνημα της κ. Βικτώρια Νούλαντ;
Με την συνάντηση αυτή εγκαταλείπεται η πάγια ελληνική θέση ότι το Κυπριακό είναι ένα διεθνές πρόβλημα, καθόσον είναι ζήτημα εισβολής και κατοχής σημαντικού τμήματος ενός ανεξαρτήτου κράτους-μέλους του ΟΗΕ και, αυτομάτως, αυτό καθίσταται πλέον διμερές, με ό,τι αυτό σημαίνει. Επιπροσθέτως ο κ. Πρωθυπουργός αδυνατεί μάλλον να αντιληφθεί ότι με αυτόν τον τρόπο προσδίδει πρόσθετο κύρος συνομιλητή σε αυτόν που κατέχει παράνομα το 38% της Κύπρου και παρέχει ανέξοδα στον κ. Ερντογάν τον μανδύα του… ειρηνοποιού, όταν ακόμα και χθες αναφέρθηκε ξανά στην αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης και στον Εθνικό Όρκο των Τούρκων. Πως είναι δυνατόν να παραβλέπει την συνεχιζόμενη τουρκική επιθετικότητα εκτός των άλλων; Μήπως ανοίξει την όρεξη του κ. Ερντογάν και μετά τον σύρει σε διαπραγμάτευση αυτών που… δεν διαπραγματευόμαστε;
Ο ΥΠΕΞ κ. Νίκος Κοτζιάς σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, έχει προετοιμαστεί επαρκώς για το θέμα των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό από την αρχή του έτους και έχει προβλέψει τις εξελίξεις αλλά φαίνεται ότι τα όσα ανέλυσε και εισηγήθηκε στον Πρωθυπουργό -που περιλαμβάνουν και την αποφυγή μίας συναντήσεως κορυφής σε διμερές επίπεδο χωρίς συμφωνία στα βασικά κεφάλαια- έχουν αγνοηθεί από αυτόν. Το γεγονός αυτό και η συνεχιζόμενη επιμονή του κ. Τσίπρα για ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής έχει προκαλέσει σημαντικές τριβές και σοβαρότατες διαφωνίες μεταξύ του ΥΠΕΞ και Μαξίμου και οπωσδήποτε την δυσαρέσκεια του κ. Κοτζιά. Αν αληθεύουν οι πληροφορίες ότι στην ισχυρή αντίθεση των διπλωματικών κύκλων προστέθηκε και αυτή πολιτειακών παραγόντων, ίσως να εξηγείται η επιφυλακτικότητα με την οποία τελικά τοποθετήθηκε ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος κ. Τζανάκοπουλος χθες το μεσημέρι κατά την ενημέρωση των δημοσιογράφων για το υπόψη θέμα.
Δεν γνωρίζουμε τι είδους δεσμεύσεις έχει αναλάβει ο κ. Πρωθυπουργός και έναντι ποιου σε ό,τι αφορά στην «σώνει και καλά οποιαδήποτε λύση εδώ και τώρα». Όντως δεν μπορούμε να αφήνουμε αστήρικτο τον Πρόεδρο της Κύπρου κ. Αναστασιάδη να διαπραγματεύεται για ένα ζήτημα που ξεπερνάει τα όρια της Μεγαλονήσου και αφορά σε ολόκληρο τον Ελληνισμό. Μία συνάντηση όμως με τον εμπειρότατο Ερντογάν, την χρονική περίοδο που θεωρείται, έστω και βραχυπρόθεσμα, πανίσχυρος, θα είναι ένα τεράστιο εθνικό λάθος για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Εμείς που τα λέμε αυτά μπορεί να μην είμαστε μία θεσμική οντότητα για να εισακουστούμε, αλλά προτείνουμε στον κ. Τσίπρα να εισακούσει τον καθ' ύλη αρμόδιο Υπουργό του, τον κ. Νίκο Κοτζιά ο οποίος είναι θεσμικός παράγων και στον οποίο ναι μεν έχουμε ασκήσει κριτική για άλλα θέματα, αλλά σε αυτό το εθνικό μας θέμα οφείλουμε να του βάλουμε θετικό πρόσημο.