Η θεαματική αλλαγή πλεύσης του Βερολίνου απέναντι στη Ρωσία που έγινε πριν μερικές εβδομάδες έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις εντός και εκτός Γερμανίας. Ασκείται έντονη κριτική για την πολιτική συνδιαλλαγής και προσέγγισης που ακολούθησε το Βερολίνο τις τελευταίες δύο δεκαετίες ακόμα και όταν η επιθετικότητα και ο αυταρχισμός της ρωσικής πλευράς είχαν γίνει εμφανείς.
Ο βασικός άξονας της γερμανικής πολιτικής βασιζόταν στην πεποίθηση ότι οι οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσική Ομοσπονδία είναι όχι μόνο συμφέρουσες για τη γερμανική και ευρωπαϊκή οικονομία αλλά δημιουργούν γέφυρες που συμβάλουν στον εξευρωπαϊσμό και τελικά στον εκδημοκρατισμό της Ρωσίας. Σήμερα όλοι γνωρίζουν και αναγνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Γιατί όμως η Ευρώπη, και ιδίως η Γερμανία, συνέχισαν να εθελοτυφλούν ακόμα και όταν η ρωσική επιθετικότητα ξεδιπλώθηκε στη Γεωργία και την Ουκρανία; Γιατί δεν υπήρξε ισχυρότερη αντίδραση στην ολοένα και περισσότερο αυταρχική συμπεριφορά του καθεστώτος απέναντι σε κάθε αντιπολιτευόμενη φωνή;
Οι επικρίσεις για τη γερμανική πολιτική έναντι της Ρωσίας επικεντρώνονται στο πρόσωπο της πρώην καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ που είχε την ευθύνη διακυβέρνησης για το μεγαλύτερο διάστημα αυτής της περιόδου. Στην πραγματικότητα όμως η πολιτική που σήμερα επικρίνεται ως αποτυχημένη είχε υιοθετηθεί από το σύνολο σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων της Γερμανίας.
Υπάρχουν ισχυροί ιστορικοί παράγοντες που καθόρισαν τη γερμανική στάση των τελευταίων δεκαετιών. Το αίσθημα της ενοχής για το ναζιστικό παρελθόν και για τους 20 εκατομμύρια νεκρούς της Σοβιετικής Ένωσης στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ακόμα ζωντανό.
Στο πολιτικό γονίδιο των Γερμανών έχει αποτυπωθεί η εντύπωση ότι η πρωτοβουλία του πρώην καγκελαρίου Βίλι Μπράντ να προωθήσει τις σχέσεις της τότε Δυτικής Γερμανίας με το ανατολικό μπλοκ, η λεγόμενη Ostpolitik, είχε αποφασιστική συμβολή στην κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου και στην ειρηνική επανένωση των δύο Γερμανιών.
Την άποψη αυτή συμμερίζονται όχι μόνο οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες αλλά και μεγάλα τμήματα των Χριστιανοδημοκρατών. Η βασικότερη όμως αιτία που εξηγεί τη γερμανική εμμονή σε μια συμβιβαστική στάση έναντι του Κρεμλίνου οφείλεται στην έλλειψη βούλησης εκ μέρους των πολιτικών ελίτ του Βερολίνου να αλλάξουν μια συνταγή οικονομικής, εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής που για πολλές δεκαετίες έχει δώσει εξαιρετικά θετικά αποτελέσματα.
Οι πολιτικές ελίτ επιλέγουν την αδράνεια και δεν θέλουν να δουν τη σημερινή πραγματικότητα ή μάλλον δεν ήθελαν να την δουν μέχρι την εισβολή στην Ουκρανία.
Η Γερμανία είχε πάντα πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Ρωσία μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου. Τα τελευταία χρόνια ορισμένες χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης που εντάχθηκαν στην Ένωση το 2004 είχαν αρχίσει να αμφισβητούν τη Γερμανική πολιτική και να πιέζουν για μια πιο στιβαρή στάση απέναντι στις ρωσικές βλέψεις.
Υπήρχε όμως και ένα ισχυρό μπλοκ ευρωπαϊκών χωρών, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα και η Ιταλία, που υποστήριζε και ενεθάρρυνε τη συμβιβαστική πολιτική έναντι στη Ρωσία θεωρώντας ότι η σκληρή στάση της Πολωνίας και των Βαλτικών χωρών είναι κατάλοιπο δύσκολων ιστορικών εμπειριών.
Οι κυρώσεις που επέβαλε η ΕΕ κατά της Ρωσίας μετά την κατάληψη της Κριμαίας και τα ρωσικά αντίμετρα που έπληξαν και τις ελληνικές εξαγωγές φρούτων προκάλεσαν έντονες διαμαρτυρίες όχι μόνο των παραγωγών αλλά και της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ και μεγάλης μερίδας του τύπου.
Η απόφαση του Προέδρου Πούτιν να εισβάλει σε μια ανεξάρτητη χώρα έχει σήμερα διαμορφώσει ένα διαφορετικό σκηνικό. Πριν μερικές ακόμα εβδομάδες ο Γερμανός Καγκελάριος Όλαφ Σολτς απέρριπτε κάθε ιδέα παγώματος του αγωγού Nord Stream 2 λέγοντας ότι πρόκειται για ιδιωτικό εμπορικό πρότζεκτ!
Σήμερα η εισβολή Πούτιν οδήγησε σε αναθεώρηση της γερμανικής πολιτικής κυριολεκτικά «εν μια νυκτί» και σε υιοθέτηση κοινής θέσης από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ρωσική πλευρά σίγουρα δεν είχε προβλέψει ότι θα μπορούσε να προκαλέσει τέτοια ευρωπαϊκή ομοφωνία.
* Ο Δημήτρης Κούρκουλας είναι Ειδικός Σύμβουλος του ΕΛΙΑΜΕΠ. Διετέλεσε Υφυπουργός Εξωτερικών και Πρέσβης της ΕΕ. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Μην πυροβολείτε την Ευρώπη».