Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Κατά το επόμενο χρονικό διάστημα, οι χώρες της Ευρώπης θα αντιμετωπίσουν μια σειρά από προκλήσεις, τα αποτελέσματα των οποίων ενδέχεται να αποσταθεροποιήσουν τα ευρωπαϊκά δεδομένα, ειδικά την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και το ΝΑΤΟ, δύο δεδομένα πάνω στα οποία στηριχτήκαμε μετά από δύο καταστροφικούς παγκόσμιους πολέμους, το Ψυχρό Πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση, και τις συνέπειες της διάλυσης της τελευταίας στα τέλη του εικοστού αιώνα.
Οι προκλήσεις είναι ηθικές και υπαρξιακές. Ηθικές καθώς η Ευρώπη αντιμετωπίζει, στην πραγματικότητα, την αυγή μιας μετα-παγκοσμιοποιημένης και Ευρωσκεπτικιστικής εποχής που τροφοδοτείται από την αφύπνιση των εθνικιστικών κινημάτων που τρέφονται από τη ροή του μεταναστευτικού κύματος από την Αφρική, την Ασία (συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας), και ακόμη και από την ίδια την Ευρώπη (Βαλκάνια , για παράδειγμα). Μια ακόμη πρόκληση είναι η απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την ΕΕ. Υπαρξιακές διότι η επικράτηση του BREXIT δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα των ιστορικών βρετανικών αποσχιστικών τάσεων από την Ευρώπη, αλλά περιλαμβάνει επίσης θέματα αρχών. Όπως την υπεροχή των νόμων της ΕΕ για τη μετανάστευση, το εθνικό νόμισμα (βρετανική λίρα) ως στοιχείο στην κατάσταση της νομισματικής πολιτικής, σε αντίθεση με το Ευρώ και το μεγάλο ερώτημα για το πώς η εξωτερική πολιτική της Ευρώπης θα αποφασίζεται στο μέλλον.
Μια ακόμη μεγάλη πρόκληση για τους ευρωπαίους ηγέτες είναι η πολιτική του νέου προέδρου των ΗΠΑ κ. Τράμπ για τη λειτουργία του ΝΑΤΟ. Οι ηγέτες της διατλαντικής συμμαχίας αναγνώρισαν ότι το ΝΑΤΟ πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει τις απειλές του 21ου αιώνα και ότι η κοινή μας άμυνα απαιτεί τη λήψη κατάλληλων επενδύσεων σε στρατιωτικές δυνατότητες για να εξασφαλιστεί ότι όλοι οι σύμμαχοι συμβάλλουν με το μερίδιο που τους αναλογεί για την συλλογική μας ασφάλεια. Αυτό σημαίνει ότι οι σύμμαχοι έχουν καθήκον να αναλάβουν το μερίδιο της οικονομικής επιβάρυνσης της διατήρησης της οργάνωσης.
Ποια είναι τα πραγματικά ερωτήματα;
Υπάρχουν πολλά ερωτήματα σχετικά με την ευρωατλαντική σχέση, που μας βασανίζουν τον τελευταίο καιρό. Μάλιστα γίνονται όλο και πιο έντονα μετά την ανάληψη της νέας προεδρίας των ΗΠΑ. Το βασικό ερώτημα που θέτουν οι περισσότεροι αναλυτές είναι αν το ΝΑΤΟ και ιδιαίτερα οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι θα πείσουν τον Πρόεδρο των ΗΠΑ ότι η ευρωατλαντική συμμαχία παραμένει ένα πολύτιμο εργαλείο της ηγεσίας των ΗΠΑ και αποτελεί σημαντικό πολυμερές φόρουμ συνεργασίας για την ασφάλεια και την άμυνα. Εκτιμώ ότι αυτό το ερώτημα μάλλον παραπλανεί παρά οδηγεί στην ανάληψη ευθυνών και ανεύρεση λύσεων, στην νέα αρχιτεκτονική των σχέσεων, όπως διαμορφώνονται καθώς έχει απαντηθεί από την ιστορία.
Οι ΗΠΑ χρειάζονται την Ευρώπη, αλλά φαίνεται να το αγνοούν. Αυτό θα λέγαμε ότι είναι η παραδοσιακή πάλη μεταξύ συναισθήματος και πραγματικότητας. Ο απομονωτισμός στη δεκαετία του 1930, τα μέτρα εμπορικού προστατευτισμού κατά την ίδια περίοδο, και τα διδάγματα από τον Ψυχρό Πόλεμο έχουν δείξει σαφώς ότι ακόμη και ένα ισχυρό έθνος όπως η Αμερική χρειάζεται συμμάχους. Επιπλέον, στον σημερινό πολυπολικό κόσμο η αντιπαλότητα εναντίον του δυτικού στρατοπέδου από πολλές παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις απαιτεί αλληλεγγύη μεταξύ των διατλαντικών συμμάχων.
Τα επιχειρήματα αυτά μάλλον υπολείπονται όταν αντιμετωπίζουν τη σκληρή πραγματικότητα της νέο συντηρητικής ιδεολογίας. Ως ενσάρκωση όλων των ιδεών που αυτή η σχολή σκέψης περιφρονεί, η ΕΕ δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή ως ένας φυσικός εταίρος, πόσο μάλλον ως ένας αξιόπιστος παράγοντας στη διεθνή σκηνή.
Μπορεί η Ευρώπη να πείσει τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ για το αντίθετο; Μάλλον όχι, τουλάχιστο προς το παρόν. Αλλά αν η Ευρώπη είναι σε θέση να σταθεί σταθερή και ενωμένη γύρω από κοινά συμφέροντα, η σημασία της μπορεί να βρει σταδιακά το δρόμο της στη νοοτροπία της διοίκησης Τράμπ. Γι' αυτό κατά την ταπεινή μου άποψη τα πραγματικά ερωτήματα είναι δύο:
πρώτον, αν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν πλήρως κατανοήσει τις αλλαγές στη διατλαντική σχέση ασφαλείας και
δεύτερο, αν μπορούν να χρησιμοποιήσουν το οστικό κύμα από τις πρώτες εβδομάδες της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ για την αναζωογόνηση των ευρωπαϊκών προσπαθειών για να παίξουν έναν αυτόνομο και αποτελεσματικό ρόλο στις διεθνείς υποθέσεις.
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα
Η Ευρώπη θα πρέπει να αυξήσει άμεσα τις εισφορές στην άμυνα. Αυτό δεν είναι απλώς ένα ζήτημα που αφορά το νέο Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, αλλά ήταν το ίδιο ζήτημα που έσπρωχνε και τον πρώην πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα να ζητά επίμονα από τους Ευρωπαίους τη γενική υποστήριξη για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Η απόφαση που ελήφθη στη σύνοδο κορυφής της Βαρσοβίας του ΝΑΤΟ, τον Ιούλιο του 2016, που για να θυμηθούμε, ήταν η ενίσχυση με ευρωπαϊκά και αμερικανικά στρατεύματα των χωρών της Βαλτικής καθώς και ένα σημαντικό μήνυμα ότι οι Ευρωπαίοι είναι πρόθυμοι να κάνουν περισσότερα και να μοιραστούν την επιβάρυνση για τη Νατοϊκή άμυνα, και όχι μόνο από την άποψη των δαπανών.
Επίσης στη Γερμανική Λευκή Βίβλο του 2016 όπως επιβεβαιώνει, αλλά και η δέσμευση της Καγκελαρίου Μέρκελ, είναι ο στόχος του 2% του ΑΕΠ στις αμυντικές δαπάνες. Αυτά αποτελούν περαιτέρω ενδείξεις ότι η ισχυρότερη ευρωπαϊκή χώρα είναι διατεθειμένη να κάνει περισσότερα για την ευρωπαϊκή άμυνα. Κινήσεις για την ενίσχυση των προσπαθειών στην άμυνα της ΕΕ είναι μια άλλη ένδειξη της αλλαγής. Εκτιμάται μετά τις γαλλικές και γερμανικές εκλογές του 2017, οι ηγέτες των δύο αυτών εθνών θα δώσουν ώθηση για περισσότερη ευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία.
Από τη μία πλευρά, φαίνεται ως σημαντικό που οι Ευρωπαίοι στοχεύουν να συνδράμουν στην τρέχουσα κατανομή των αμυντικών βαρών στο ΝΑΤΟ, όμως το πιο σημαντικό από το να δαπανήσουν το 2% του ΑΕΠ τους για την άμυνα, είναι οι Ευρωπαίοι εταίροι να συντονίσουν τις πολιτικές τους για την ασφάλεια στο ΝΑΤΟ, ιδίως όσον αφορά στη διαχείριση της κρίσης στη γειτονιά της Ευρώπης. Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ πρέπει να διασφαλίσει επιτέλους την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), η οποία ιδρύθηκε πριν είκοσι πέντε χρόνια. Αυτή πρέπει να είναι η σωστή απάντηση στην ηγεσία των ΗΠΑ, μια μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ευθύνη στις διεθνείς υποθέσεις. Η εμβάθυνση της συνεργασίας στον τομέα της ΚΕΠΠΑ είναι μια δύσκολη πρόκληση στους υπέρμαχους της κρατικής κυριαρχίας, αλλά χρειάζεται περισσότερο από ποτέ.
Οι Ευρωπαίοι πρέπει να υποβάλουμε προτάσεις ώστε να αναλάβουμε περισσότερες ευθύνες στη δομή της στρατιωτικής διοίκησης του ΝΑΤΟ. Ο μεσοπρόθεσμος στόχος πρέπει να είναι η αλλαγή του Ανώτατου Συμμαχικού Διοικητή Ευρώπης με Ευρωπαίο (μια θέση που παραδοσιακά είναι αμερικανική) με έναν αμερικανό γενικό γραμματέα.
Αντί επιλόγου
Υπάρχει ακόμα μια ευρεία υποστήριξη του ΝΑΤΟ στην καθιέρωση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ που θα ενισχυθεί από μια αντίληψη ότι οι Ευρωπαίοι είναι πρόθυμοι να αναλάβουμε την οικειοποίηση της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Τέλος το ΝΑΤΟ θα πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να δράσει με ταχύτητα και να αντιμετωπίζει τα πραγματικά προβλήματα σε ένα δεδομένο χρονικό πλαίσιο, αντί να χανόμαστε στις μεγάλες, γραφειοκρατικές διαδικασίες, όπως έχουμε μάθει στην Ευρώπη.
*Ο Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύαρχος ε.α.