Του Νίκου Μελέτη
Πολλές και επικίνδυνες παρεξηγήσεις συνεχίζει να δημιουργεί η υποστήριξη εκ μέρους της Αθήνας του Πανορθόδοξου και όχι μόνον αιτήματος της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, καθώς η Άγκυρα και ο κ. Ερντογάν δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη λογική του παζαριού ακόμη και για ζητήματα που αφορούν ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα
Γιατί ακόμη κι όταν έξω από κάθε όριο, επιχειρεί να θέσει υπό όρους αμοιβαιότητας τον σεβασμό και προστασία των Ανθρώπινων και Μειονοτικών Δικαιωμάτων, κανείς δεν φροντίζει να του υπενθυμίσει ότι αυτή η «αμοιβαιότητα» την οποία σήμερα επικαλείται ,αν ίσχυε θα έπρεπε να αφορά και τον αριθμό των μελών των μειονοτήτων. Και να του παρουσιάσει με στοιχεία επίσημα το πόσοι ελληνορθόδοξοι απέμειναν στην Κωνσταντινούπολη στην Ίμβρο και στην Τένεδο, μετά την συστηματική πολιτική εθνοκάθαρσης που εφάρμοσε εις βάρος τους το Τουρκικό Κράτος και αντιθέτως παρά τα προβλήματα που αντιμετώπισαν και τις λανθασμένες πολιτικές διακρίσεων που ακολούθησαν ελληνικές κυβερνήσεις στην Θράκη, πόσο έχει αυξηθεί ο αριθμός των μελών της Ελληνικής μουσουλμανικής μειονότητας.
Ίσως αυτή θα πρέπει να είναι η μοναδική απάντηση στον κ. Ερντογαν όταν επικαλείται την αμοιβαιότητα.
Η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αφορά όχι μόνο κάποια «μειονοτικά δικαιώματα» που διεκδικεί η Αθήνα για τους ελληνορθόδοξους της Πόλης αλλά έχει ζωτική σημασία για τις ορθόδοξες εκκλησίες της Αμερικής της Ευρώπης αλλά και όλο τον Ορθόδοξο κόσμο, αποτελεί ένα από τα βασικά κριτήρια που τίθενται εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια για την προσέγγιση της Τουρκίας με την Ε.Ε. και τίθεται σταθερά ως αίτημα από την Ουάσιγκτον από τους τελευταίους τέσσερις (προ Τραμπ) Αμερικανούς Προέδρους.
Όμως η συζήτηση που γίνεται δημόσια από τον κ. Ερντογάν χάνει κάθε κατεύθυνση, καθώς τη μια ζητά ως αντάλλαγμα, την εκλογή των μουφτήδων στην Θράκη, την άλλη τη λειτουργία του ιστορικού μνημείου του Τζαμιού Φετιχιέ στην Αθήνα ως τεμένους και την άλλη να γίνουν δεκτές οι... οδηγίες του για την ανέγερση και λειτουργία του νέου τζαμιού στην Αθήνα.
Στο θέμα των μουφτήδων θα πρέπει να ερωτηθεί ο κ. Ερντογάν γιατί στην ίδια την δική του χώρα ο ίδιος, που έχει την εξουσία 17 χρόνια, δεν υιοθέτησε αυτό το οποίο ζητά από την Ελλάδα, καθώς στην Τουρκία (όπως και στις πλείστες μουσουλμανικές χώρες) οι μουφτήδες διορίζονται και δεν εκλέγονται.
Επίσης θα έπρεπε να ερωτηθεί εάν συμφωνεί με την πλήρη και απόλυτη κατάργηση των δικαστικών και διοικητικών αρμοδιοτήτων των Μουφτήδων και πλήρη κατάργηση της Σαρίας, ώστε να ξεπερασθεί το πρόβλημα της άσκησης δικαστικών αρμοδιοτήτων από εκλεγμένο θεσμικό παράγοντα.
Σε ότι αφορά το Φετιχιέ Τζαμί, είναι προφανές ότι δεν αφορά τον κ. Ερντογάν η προστασία και αξιοποίηση των Οθωμανικών Μνημείων στην Ελλάδα, όσο κι αν ο ίδιος νιώθει ως συνεχιστής της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πολύ περισσότερο μάλιστα δεν μπορεί να διεκδικεί ρόλο στην αξιοποίηση τα πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας μας. Και ίσως πριν ασχοληθεί με το Φετιχιέ Τζαμί θα πρέπει να στρέψει το ενδιαφέρον του στην προστασία και ανάδειξη βυζαντινών και ελληνικών μνημείων στην χώρα του. Σε κάθε περίπτωση βεβαίως αποτελεί απαράδεκτη παρέμβαση το να απαιτεί μάλιστα την μετατροπή ενός σημαντικού ιστορικού μνημείου σε ξένη μάλιστα χώρα, σε χώρο θρησκευτικής λατρείας.
Όμως ο κ. Ερντογάν δεν νομιμοποιείται ούτε να θέτει ζήτημα για το τζαμί της Αθήνας, καθώς ο ίδιος μπορεί να αισθάνεται και να διεκδικεί ρόλο παγκόσμιου προστάτη των μουσουλμάνων ,αλλά αυτό δεν αφορά την Αθήνα και ούτε μπορεί να του αναγνωρισθεί ρόλος «πατερούλη» για τους Πακιστανούς, Αφγανούς, Ιρακινούς και όλους τους άλλους μουσουλμάνους που ζουν στην Αθήνα.
Το νέο τζαμί αποτελεί μια υποχρέωση της ελληνικής πολιτείας έναντι Ελλήνων πολιτών μουσουλμανικής πίστης, έναντι των μεταναστών και των επισκεπτών από μουσουλμανικές χώρες. Και φυσικά για το εάν και η Αθήνα επέλεξε για το νέο τζαμί, αρχιτεκτονικά σχέδια που κυριαρχούν πλέον σε όλη την Δύση και δεν περιλαμβάνουν μιναρέ, αυτό είναι κάτι για το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει λόγο ο κ. Ερντογάν.
Όσο για τα παράπονα που σύμφωνα με τον ίδιο τον κ. Ερντογάν (όπως το μετέδωσε το Πρακτορείο Ανατολού από την ομιλία του στην Ανδριανούπολη) έκανε ο κ. Τσίπρας για την κριτική που δέχεται από την αντιπολίτευση, (σ.σ.για τα ζητήματα αυτά) στα οποία ο ίδιος του έδωσε την απάντηση ότι «είμαστε πολιτικοί και οι πολιτικοί πρέπει να νιώθουν σίγουροι...», ελπίζουμε να πρόκειται απλώς περί προϊόντος φαντασίας του Τούρκου ηγέτη και να μην υπήρξε αυτή η συζήτηση.
Ο κ. Ερτογαν από παλιά στις διμερείς σχέσεις έριχνε το βάρος του και σε ζητήματα ιδεολογικά που αφορούν την θρησκεία, την οθωμανική κληρονομιά, τον ρόλο που ο ίδιος βλέπει για τον εαυτό του και την Τουρκία ως ηγετών του μουσουλμανικού κόσμου. Δεν διστάζει και θα συνεχίσει να καταφεύγει σε άθλια ανατολίτικα παζάρια διεκδικώντας ανταλλάγματα για αποκατάσταση στοιχειωδών δικαιωμάτων μιας εξοντωμένης από το Τουρκικό Κράτος, θρησκευτικής μειονότητας .
Ας ελπίσουμε ότι, αν ήγειρε στη συνάντηση με τον κ. Τσίπρα τέτοια ζητήματα, να πήρε την απάντηση που πρέπει...