Του Νίκου Μελέτη
Οι αντιδράσεις στην Συμφωνία των Πρεσπών και η εσωτερική ανώμαλη κατάσταση στην Αλβανία, στέλνουν στο ψυγείο την αναμενόμενη Ελληνοαλβανική Συμφωνία που θα κάλυπτε όλο το φάσμα των διμερών σχέσεων, τις «ιστορικές εκκρεμότητες» και την οριοθέτηση των Θαλάσσιων ζωνών μεταξύ των δυο χωρών.
Οι πρωθυπουργοί Αλέξης Τσίπρας και Εντι Ράμα θα έχουν συνάντηση στο Λονδίνο την Τρίτη στο περιθώριο της Διαδικασίας του Βερολίνου ,που συγκαλείται με την συμμετοχή των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων και σημαντικών ευρωπαϊκών χωρών ,μια συνάντηση που περισσότερο θα έχει σκοπό να διατηρήσει το μομέντουμ ,παρά να είναι καταληκτική της διαδικασίας συνομιλιών που ξεκίνησε πριν από δυο χρόνια ο Ν. Κοτζιάς με τον Ντμίτρι Μπουσάτι.
Η Αθήνα και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μετά τις εντονότατες αντιδράσεις που προκάλεσε η Συμφωνία των Πρεσπών, δεν έχει δυνάμεις να υποστηρίζει μια Συμφωνία η οποία είναι δεδομένο ότι θα προκαλέσει νέες αντιδράσεις και θα τροφοδοτήσει την φιλολογία περί «παράδοσης» των εθνικών θεμάτων από την κυβέρνηση . Και μάλιστα για ένα θέμα που επηρεάζει και μερικές χιλιάδες ψηφοφόρους , κυρίως Βορειοηπειρώτες που έχουν λάβει την ελληνική ιθαγένεια.
Όμως το πραγματικό εμπόδιο για την Συμφωνία, είναι η Αλβανική πλευρά.
Ο κ. Ράμα ο οποίος δέχεται τα πυρά της αντιπολίτευσης και της διεθνούς κοινότητας γιατί δεν μπόρεσε και δεν θέλησε να κάνει βήματα για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και για τον λόγο αυτό καθυστέρησε η απόφαση για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε., δεν έχει ιδιαίτερο κίνητρο να προχωρήσει σε συμφωνία με την Ελλάδα, αφού για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε. η απόφαση θα ληφθεί ουσιαστικά τον επόμενο Ιούνιο.
Με δεδομένο μάλιστα ότι η Αθήνα δεν μπορεί και δεν πρόκειται να δεχθεί την οποιαδήποτε ρητή αναφορά σε τσάμικο ζήτημα (αν και υπάρχουν σενάρια για έμμεση αναφορά), ο κ. Ράμα δεν θέλει σε αυτή την πολύ ευαίσθητη στιγμή , να τα σπάσει με τους Τσάμηδες των οποίων κορυφαία στελέχη έχει εντάξει στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και στην κυβερνητική πλειοψηφία.
Απέναντι του όμως ο κ. Ράμα έχει και τον πρόεδρο της χώρας Ιλίρ Μέτα, ο οποίος λόγω προσωπικών σχεδιασμών θέτει διαρκώς εμπόδια στην ολοκλήρωση της Συμφωνίας για την οριοθέτηση των Θαλάσσιων ζωνών.
Αρχικά καθυστέρησε να δώσει στον κ. Μπουσάτι εξουσιοδότηση να διαπραγματευθεί με την Ελλάδα, μετά ζήτησε να έχει λόγο στην διαπραγματευτική ομάδα, μετά ζήτησε πλήρη ενημέρωση για το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων και κατόπιν ενημέρωσε ότι δεν έχει δώσει πληρεξούσιο για την υπογραφή της Συμφωνίας.
Το γεγονός μαλιστα οτι οι κυβερνητικές παλινωδίες στην ομαλοποίηση του δικαστικού συστήματος στην χώρα και την αποκατάσταση της νομιμότητας στην λειτουργία του Συνταγματικού Δικαστηρίου , στερούσαν την θεωρητική δυνατότητα προσφυγής για τον έλεγχο συνταγματικότητας της Συμφωνίας οριοθέτησης των θαλασσίων Συνόρων, οδήγησε πρακτικά σε πάγωμα της Συμφωνίας.
Μετά το δείγμα γραφής της κυβέρνησης με την Συμφωνία των Πρεσπών, υπάρχει έντονη καχυποψία για το τι μορφή θα πάρει η win-win Συμφωνία οριοθέτησης των θαλασσίων συνόρων ,που συχνά αναφέρει η Αθήνα.
Το «δόλωμα» της επέκτασης των χωρικών υδάτων σε ορισμένα σημεία έως τα 12 ν.μ., κάτι που αποτελεί αποκλειστικό κυριαρχικό δικαίωμα της χώρας και δεν υπόκειται σε έγκριση της γειτονικής χώρας ,ίσως επιχειρηθεί να προβληθεί ως μεγάλο αντάλλαγμα για ορισμένες «υποχωρήσεις» στο θέμα της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας.
Όμως κάθε ιδέα για αποδοχή των όρων που έχει θέσει στην Αλβανική πλευρά με την απόφαση του 2009 το Αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, που θέτουν υπό αμφισβήτηση βασικές αρχές και προβλέψεις της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας( όπως εκείνη για τον υπολογισμό μειωμένης επήρειας των νησιών, ακόμη και των Οθωνών και της ιδίας της Κέρκυρας ,της μη αποδοχής της μέσης γραμμής κ.α.) θα έβαζε και πάλι την κυβέρνηση στο «σκαμνί» της κριτικής ότι μετά το Σκοπιανό,καταθέτει τα όπλα και στα Ελληνοαλβανικά.