Του Ιωάννη Αθ. Μπαλτζώη*
Είναι αδιαμφισβήτητο και γνωστό σε όλη την διεθνή κοινότητα, ότι το Ισραήλ αποτελούσε τον προβολέα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή και ότι βέβαια το Ισραήλ είναι μια πολύ φιλο-αμερικανική χώρα, ενδεχομένως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο. Οι σχέσεις των ήταν στενές και αδιάρρηκτες επί δεκαετίες. Αυτή η κατάσταση είχε ανατραπεί τα τελευταία οκτώ χρόνια με την προεδρία Ομπάμα, με αποτέλεσμα οι σχέσεις ΗΠΑ και Ισραήλ να φθάσουν σε τόσο οριακό χαμηλό σημείο, ώστε το Ισραήλ να κατηγορεί ευθέως την διακυβέρνηση Ομπάμα ως εχθρική ως προς το Ισραήλ και να θεωρεί τον πρώην πρόεδρο Ομπάμα, ως μη φιλικό και περίπου σαν «Persona non Grata». Έτσι η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, πανηγυρίστηκε και καλωσορίστηκε με ανακούφιση από την πλειοψηφία των Ισραηλινών, καθόσον θεώρησαν ότι χειρότερα δεν μπορούσε να γίνει.
Σε δημοσκόπηση που έλαβε χώρα μετά τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, το 83% των Ισραηλινών θεωρούν τον Αμερικανό πρόεδρο ως φιλο-Ισραηλινό ηγέτη. Αντίθετα, μια άλλη δημοσκόπηση κατέδειξε ότι το 63% των Ισραηλινών θεωρούν τον Μπαράκ Ομπάμα ως τον χειρότερο πρόεδρο των ΗΠΑ, σε σχέση με το Ισραήλ τα τελευταία 30 χρόνια. Έτσι μετά από οκτώ χρόνια τεταμένων σχέσεων με την κυβέρνηση Ομπάμα, οι περισσότεροι Ισραηλινοί είναι ανακουφισμένοι, καθόσον θεωρούν ότι υπάρχει πλέον ένας φίλος στο Λευκό Οίκο και ότι θα υπάρξει μια σύγκλιση απόψεων για τα δύο μεγάλα θέματα που απασχολούν το Ισραήλ, το θέμα του Ιράν και το Παλαιστινιακό.
Η σημερινή επίσκεψη (15 Φεβ) Νετανιάχου στην Ουάσιγκτον θεωρείται πλέον πολύ σημαντική, καθόσον οι συνομιλίες των δύο ηγετών θα καθορίσουν την αμερικανική πολιτική στην Μέση Ανατολή, καθώς και τα δύο θέματα του Ισραήλ, το Ιρανικό και το Παλαιστινιακό. Ως γνωστόν ο πρωθυπουργός του Ισραήλ είχε παλέψει με νύχια και με δόντια για αποτροπή προσέγγισης Δύσης και Ιράν και ήταν εναντίον της πυρηνικής συμφωνίας (των 6+1) που υπογράφηκε τον Ιούλιο 2015. Τότε έξι παγκόσμιες δυνάμεις (ΗΠΑ, Ρωσία, Γαλλία, Κίνα, Βρετανία και Γερμανία) και το Ιράν κατέληξαν σε μια συμφωνία-ορόσημο, με σκοπό να περιοριστεί το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης με αντάλλαγμα την άρση των διεθνών οικονομικών κυρώσεων που είχαν οδηγήσει τη χώρα σε απομόνωση σχεδόν επί μια δεκαετία. Ο Τραμπ είναι αντίθετος με την συμφωνία αυτή και την αποκάλεσε ως «την πιο ηλίθια συμφωνία που έχει υπογραφεί ποτέ», οπότε αναμένονται εξελίξεις επί του θέματος αυτού, προς μεγάλη χαρά των Ισραηλινών.
Ο Ομπάμα ακόμη έδωσε μια υψηλή προτεραιότητα για την διαπραγμάτευση της Ισραηλινο-Παλαιστινιακής σύγκρουσης και είχε εμμονή με τους εβραϊκούς οικισμούς στη Δυτική Όχθη. Σύμφωνα με τον καθηγητή Εφραίμ Ινμπάρ του BESA Institute, σε άρθρο του αναφέρει ότι ο Ομπάμα «είχε αποξενωθεί από τους Ισραηλινούς, από τη μη δυνατότητα διάκρισης μεταξύ ενός κτιρίου στην Ιερουσαλήμ και ενός άλλου στη Δυτική Όχθη», εννοώντας προφανώς την σημασία, το δικαίωμα και τον σκοπό των Ισραηλινών οικισμών στην Δυτική Όχθη. Και ας επικαλείτο την «βαθιά του αγάπη προς το Ισραήλ, όταν επισκέπτετο μια Εβραϊκή Συναγωγή στην Ουάσιγκτον» καταλήγει ο Εφραίμ Ινμπάρ.
Από την άλλη ο Τραμπ και οι σύμβουλοί του φαίνεται να αντιμετωπίζουν πιο χαλαρά το Ισραηλινο-Παλαιστινιακό ζήτημα και ότι στην παρούσα φάση δεν είναι σε καμία περίπτωση το σημαντικότερο πρόβλημα στη χαοτική σημερινή Μέση Ανατολή. Επιπλέον, η υπόσχεση του προεκλογικά, να μετακινήσει την αμερικανική πρεσβεία στο Ισραήλ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ φαίνεται να είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να υλοποιήσει ή να την μεταθέσει για αργότερα. Κατά το BESA Institute, η υπόσχεση αυτή φαίνεται να είναι πιο ειλικρινής από παρόμοιες υποσχέσεις που δόθηκαν στο παρελθόν από προεδρικούς υποψηφίους. Και τούτο διότι από τις πρώτες ημέρες της προεδρίας του, ο Trump έχει δείξει ότι ακολουθεί μια ενιαία πολιτική, υλοποιώντας την εκπλήρωση των προεκλογικών του υποσχέσεων, αν και συναντά δυσκολίες, προφανώς από έλλειψη σωστού πολιτικού σχεδιασμού, όπως στην περίπτωση της κατάρριψης από έναν δικαστή, του διατάγματος για την απαγόρευση εισόδου μουσουλμάνων στις ΗΠΑ.
Οι Ισραηλινοί, δεν μπορούν να καταλάβουν ακόμη, γιατί οι άλλες χώρες αρνούνται να αποδεχθούν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσά τους και να τοποθετήσουν τις πρεσβείες τους στη Δυτική Ιερουσαλήμ, η οποία δεν είναι, μετά από όλα τα γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών και σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, αμφισβητούμενο έδαφος. Έτσι η επιλογή του David Friedman, ως πρεσβευτή των ΗΠΑ στο Ισραήλ, ο οποίος είναι Αμερικανο-Εβραίος και δη Ορθόδοξος (Εβραίος) και μάλιστα κατέχει ένα διαμέρισμα στην Ιερουσαλήμ, με αποτέλεσμα να προσδίδει, κατά τους Ισραηλινούς, αξιοπιστία στην υπόσχεση του Τραμπ για μετακίνηση της πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, θέμα μεγάλο, ιστορικό και υψίστης σημασίας για τους Ισραηλινούς. Φυσικά θα πρέπει να συνυπολογιστούν και οι αναμενόμενες και προαναγγελθείσες κολοσσιαίες αντιδράσεις των Αραβικών κρατών, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Και εδώ θα πρέπει να αναφερθεί, ότι οι θέσεις του Τραμπ σε πολλά θέματα, έχουν ξεσηκώσει πολύ κόσμο στο εσωτερικό των ΗΠΑ και στο εξωτερικό, βρίσκουν όμως την πλειοψηφία των Ισραηλινών να συμφωνεί, όπως την ανέγερση τοίχους στα σύνορα με το Μεξικό, την απαγόρευση εισόδου Μουσουλμάνων επτά χωρών στις ΗΠΑ κλπ. Η ιδέα του τοίχους είναι αποδεκτή στους Ισραηλινούς, καθόσον το θεωρούν ως έκφραση κυριαρχικού δικαιώματος κάθε έθνους, ώστε να αποτρέψει την είσοδο ανεπιθύμητων στοιχείων στο έδαφός του. Και πως θα ήταν διαφορετικό άλλωστε, αφού το Ισραήλ έχει ήδη χτίσει τείχη και φράχτες στην Δυτική Όχθη και στην Λωρίδα της Γάζας, για να σταματήσει τη διείσδυση «τρομοκρατών και παράνομων μεταναστών από τα Παλαιστινιακά εδάφη», σύμφωνα με την αιτιολόγηση των Ισραηλινών.
Μπορεί οι λίβελλοι και η ακραία ρητορική Τραμπ εναντίον των μουσουλμάνων και των ακραίων ισλαμιστών να θεωρείται απρεπής και ενδεχομένως άδικη από πολλούς, αλλά οι Ισραηλινοί μπορούν να τον καταλάβουν και πως προέρχεται αυτό, δεδομένου ότι έχουν υποβληθεί σε μια ισλαμιστική ακραία τρομοκρατία και επιθετικότητα για δεκαετίες. Η πολιτική που εφάρμοσε ο Ομπάμα, απογοήτευσε οικτρά τους Ισραηλινούς, καθόσον αρνήθηκε να αναγνωρίσει την μεγάλη αλήθεια, ότι μόνο το ριζοσπαστικό Ισλάμ και φυσικά όχι οι μουσουλμάνοι γενικά, είναι η πηγή, όπου εκπορεύεται η τρομοκρατία στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου σήμερα. Έτσι η προθυμία του Τραμπ να μιλήσει στο μυαλό και στην ψυχή των Ισραηλινών, για θέματα που ο υπόλοιπος κόσμος ενδέχεται να έχει άλλη άποψη, τον κάνουν τόσο δημοφιλή και αγαπητό στους Ισραηλινούς και να αναμένουν πλέον πολλά να γίνουν, που η πολιτική Ομπάμα τους αρνήθηκε. Γνωρίζουν καλά ότι ένα μέρος της γραφειοκρατίας της Ουάσιγκτον, ειδικά στο Υπουργείο Εξωτερικών, μερικά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καθώς και η ακαδημαϊκή ελίτ των ΗΠΑ είναι εχθρική προς το Ισραήλ. Έτσι χαιρετίζουν έναν πρόεδρο, ο οποίος αντιπαθεί ότι πρεσβεύει αυτή η γραφειοκρατία και είναι επικριτικός κατά αυτών των ελίτ. Σε αντίθεση με πολλούς Ευρωπαίους πολιτικούς και αμερικανικούς, οι Ισραηλινοί είναι ουσιαστικά εθνικιστικές και συντηρητικοί, οπότε θα λέγαμε ότι γενικά συντάσσονται με την πολιτική Τραμπ.
Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι η οικογένεια Τραμπ έχει δεσμούς με την Εβραϊκή κοινότητα, με αποτέλεσμα να είναι ακόμη πιο αρεστή στους Ισραηλινούς. Η αγαπημένη κόρη του Τραμπ, η Ιβάνκα έχει ασπασθεί τον Ιουδαϊσμό και είναι μέλος μιας ορθόδοξης Εβραϊκή κοινότητας των ΗΠΑ. Ο γαμπρός του, Τζάρετ Κουσνέρ, σύζυγος της Ιβάνκα, είναι Εβραϊκής καταγωγής και έχει θέση σημαντικού συμβούλου, δίπλα στον Τραμπ. Ζώντας στην Νέα Υόρκη είχε ισχυρές διασυνδέσεις με την εβραϊκή κοινότητα και κατά καιρούς έχει εκφράσει κατά καιρούς, ισχυρή υποστήριξη σε ισραηλινά κρίσιμα και εθνικά θέματα.
Έτσι μετά από τα οκτώ χρόνια της προεδρίας Ομπάμα, πρωτοφανών ψυχρών έως κατεστραμμένων σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ισραήλ, δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τόσο η πολιτική ηγεσία, όσο και η πλειοψηφία των Ισραηλινών, με ανυπομονησία, ίσως με κάποια επιφύλαξη, αλλά ακόμη περισσότερο με ελπίδα, αναμένουν να συνεργαστούν στενά με τον νέο Αμερικανό πρόεδρο. Εκείνο που θεωρείται απολύτως σίγουρο είναι ότι η μεγάλη βελτίωση των διμερών σχέσεων, αποτελεί μια ρεαλιστική προσδοκία, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, για να μην πούμε μια απόλυτη βεβαιότητα.
Ήδη από τις διαφαινόμενες κινήσεις και δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων, όπως και τις δηλώσεις Τραμπ, η νέα Αμερικανική πολιτική στην Μέση Ανατολή θα είναι λιγότερο παρεμβατική και θα στηρίζεται πλέον σε δύο νέους πυλώνες, το Ισραήλ και την Αίγυπτο, με Διμοιρίτη θα λέγαμε και επόπτη της πολιτικής αυτής την Βρετανία, η οποία επιστρέφει δυναμικά, 100 χρόνια μετά την Συμφωνία Σάικς – Πικό, με αναβαθμισμένο ρόλο. Η Βρετανία, στην νέα Μέση Ανατολή του Τραμπ, θα χρησιμοποιήσει την απαράμιλλη πολιτική της ευστροφία, τον γνωστό διπλωματικό κυνισμό και διαχρονική πονηριά της , με σκοπό να αντιμετωπίσει την ανακατανομή ισχύος στην περιοχή, με την εδραίωση πλέον των Κόκκινων (Ρωσίας) στα θερμά ύδατα και την Μέση Ανατολή, μέσω της Συρίας, όπως και την προβολή ισχύος του Ιράν, μετά την αλλοπρόσαλλη και καταστροφική πολιτική Ομπάμα. Ομαδάρχες όπως αναφέρθηκε το Ισραήλ και η Αίγυπτος, παλιές «καραβάνες» σε τέτοιους ρόλους και αποστολές. Και η Ελλάδα, ω του θαύματος, χωρίς να το έχει σχεδιάσει, να είναι προφανώς ωφελημένη, λόγω των στρατηγικής σημασίας συμφωνιών με τις δύο χώρες πυλώνες, την Αίγυπτο κα το Ισραήλ.
*Ο Ιωάννης Αθ. Μπαλτζώης είναι Αντγος (ε.α.), πρώην Ακόλουθος Άμυνας στο Τελ Αβίβ, Δίπλωμα Tactical Intelligence School (U.S. Army), Μεταπτυχιακό στην Γεωπολιτική Ανάλυση, Γεωστρατηγική Σύνθεση, Σπουδές Άμυνας και Διεθνούς Δικαίου του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.