Του Ανδρέα Λιούμπα*
Κατά την ορθόδοξη Μεγάλη Εβδομάδα και συγκεκριμένα από την Μεγάλη Πέμπτη μέχρι και το Μεγάλο Σάββατο, 25 – 27 Απριλίου, διοργανώθηκε στο Πεκίνο το 2ο Φόρουμ Υψηλού Επιπέδου της Πρωτοβουλίας του «Δρόμου του Μεταξιού – Belt and Road Initiative (BRI)» στο οποίο συμμετείχαν συνολικά 36 ηγέτες κρατών μεταξύ των οποίων και ο Έλληνας Πρωθυπουργός.
Η γεωγραφική κατανομή των συμμετεχόντων μπορεί να προσφέρει ορισμένες χρήσιμες πληροφορίες:
- καταρχήν η Κίνα φαίνεται να εδραιώνει την ιδέα του BRI στις χώρες της άμεσης περιφέρειας της και ειδικά στις χώρες - στόχους της ASEAN ( 9 από τις 10 χώρες μέλη ASEAN παραβρέθηκαν στις εργασίες)
- το BRI αποκτά σημαντικό έρεισμα στον κέντρο – ασιατικό διάδρομο (4 από τις 5 χώρες της Κεντρικής Ασίας παραβρέθηκαν στις εργασίες)
- το BRI κερδίζει έδαφος στην Αφρική (το 2017 μόλις δυο χώρες συμμετείχαν ενώ φέτος ο αριθμός έφτασε τις 5 μεταξύ των οποίων και η Αίγυπτος)
- το BRI είναι ελκυστικό για (ορισμένα) κράτη – μέλη της ΕΕ όπως φάνηκε από την συνολική συμμετοχή 10 κρατών μεταξύ των οποίων η Ιταλία, η οποία είναι μέλος και του G-7
Μήνυμα δια της απουσίας τους επέλεξαν να στείλουν οι ΗΠΑ αλλά και η Ινδία καθώς και η Γαλλία, Γερμανία, Μ. Βρετανία. Γιατί όμως το BRI αποτελεί σημείο τριβής και διενέξεων σε τόσο υψηλό επίπεδο δεδομένου ότι, όπως ισχυρίζεται η Κίνα, αποτελεί ένα σχήμα αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας;
Από την εξαγγελία του BRI το 2013 μέχρι το πρώτο θεσμικό κείμενο το 2015, το γνωστό «Action plan on the Belt and Road Initiative» και στη συνέχεια μέσω των δυο Φόρουμ, η Κίνα κατέστησε σταδιακά το BRI ως την αιχμή του δόρατος της Υψηλής Στρατηγικής της. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους αναλυτές που παρακολουθούν την εξέλιξη του σχεδίου, φαίνεται πως υπό την ομπρέλα του BRI η Κίνα επιδιώκει ταυτόχρονα την εκπλήρωση πολλών εθνικών της στόχων. Όπως σε κάθε διεθνές ζήτημα έτσι και σε αυτό υπάρχουν πολλές αναλυτικές προσεγγίσεις.
Ο πιο καχύποπτος αναλυτής των κινέζικων κινήσεων αυτή τη στιγμή είναι οι ΗΠΑ. Σε πρόσφατη συνεδρίαση της Επιτροπής Αμυντικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων στις ΗΠΑ, την Πέμπτη 11 Απριλίου 2019, ο ναύαρχος John Richardson, Διοικητής Ναυτικών Επιχειρήσεων συνόψισε τους στόχους του BRI ως εξής: «Η κινέζικη Πρωτοβουλία Ζώνη και Δρόμος (Belt and Road – BRI) συνδυάζει διπλωματικά, οικονομικά, στρατιωτικά και κοινωνικά μέσα σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει μια ναυτική δύναμη αποφασιστικής (στρατηγικής) ισχύος»
Η ανάλυση που αξιοποίησε ο ναύαρχος για να υποστηρίξει τη θέση του έκανε χρήση εργαλείων της γεωπολιτικής, στοιχείων της κινέζικης ιστορίας και μια εκτενή εξέταση των κινέζικων θεσμικών κειμένων. Ήταν εξαιρετικά μακροσκελής και πλούσια σε ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα όμως ο πυρήνας της εδράζονταν σε ένα απλό σκεπτικό. Η Κίνα, ισχυρίστηκε ο ναύαρχος, μέσω του BRI αποκτά προνομιακή πρόσβαση σε σειρά εμπορικών λιμένων κατά μήκος της Νότιας και ΝΑ Ασίας. Περαιτέρω οι διμερείς συμφωνίες στο πλαίσιο του BRI συνάπτονται κατά κανόνα με αναπτυσσόμενα κράτη ή/και κράτη τα οποία έχουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Ως αποτέλεσμα αναμένεται πως σε μια περίοδο 15 – 20 ετών, αξιοποιώντας την επιρροή που θα της προσφέρουν τα συσσωρευμένα χρέη όσων κρατών αδυνατούν να ανταποκριθούν στις (ετεροβαρείς) συμφωνίες, η Κίνα θα αποκτήσει σταδιακά τον πλήρη έλεγχο των λιμένων και θα τους αξιοποιήσει με διττό ρόλο ως εμπορικούς και στρατιωτικούς. Το παραπάνω σε συνδυασμό με την ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση των ναυτικών της δυνάμεων μπορεί να την φέρει σε πλεονεκτική θέση (έναντι των ΗΠΑ).
Βέβαια αυτή η προσέγγιση είναι εξαιρετικά μονόπλευρη και εμπεριέχει ένα απειλητικό τόνο σχετικά με τις (μελλοντικές) κινέζικες στρατιωτικές δυνατότητες ενώ πρακτικά επιχειρεί να ερμηνεύσει τις – μη εξαγγελθείσες - προθέσεις της Κίνας.
Αντιστρέφοντας την ανάλυση μας και εξετάζοντας το ζήτημα από την κινέζικη σκοπιά θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως κάθε χώρα έχει την δυνατότητα να κρίνει μόνη της αν η συνεργασία με την Κίνα αποτελεί μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία ή υποκρύπτει μελλοντικούς κινδύνους σε ό,τι αφορά στην εθνική της κυριαρχία. Περαιτέρω κινέζοι αξιωματούχοι συχνά υπενθυμίζουν πως σε επίπεδο παγκόσμιων συσχετισμών ισχύος και γεωπολιτικής επιρροής η Κίνα υπολείπεται σημαντικά των ΗΠΑ και κατά συνέπεια οφείλει να προστατεύσει τα εθνικά της συμφέροντα τα οποία είναι ευάλωτα έναντι (δυνητικών) ενεργειών των ΗΠΑ. Η Κίνα, όπως ισχυρίζονται κινέζοι πολιτικοί αναλυτές, είναι μια κατ' ουσία περίκλειστη χώρα δεδομένου πως η μόνη οικονομικά βιώσιμη οδός προμήθειας αγαθών, πρώτων υλών και διεξαγωγής εμπορίου είναι η θάλασσα στην οποία κυριαρχούν – ακόμη – οι ΗΠΑ.
Συνεπώς, ενεργώντας εντός του κινέζικου πλαισίου προστασίας των εθνικών συμφερόντων, κάθε προσπάθεια για ανάπτυξη εναλλακτικών θαλάσσιων και χερσαίων εμπορικών διαδρομών εκ μέρους της είναι όχι απλά θεμιτή αλλά εθνικά αναγκαία. Σε ό,τι αφορά στις ανησυχίες για την αναβάθμιση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Κίνας το Πεκίνο ισορροπεί μεταξύ της επιδίωξης προβολής ισχύος και της στρατηγικής κατευνασμού των ανησυχιών τονίζοντας πως αφενός αποτελεί εθνικό ζήτημα που δεν επιδέχεται κριτικής και επιπλέον πως συμβαδίζει με τις νέες ανάγκες προστασίας των εθνικών συμφερόντων.
Κλείνοντας την περιορισμένης έκτασης ανάλυση ας αναλογιστούμε και μια τρίτη προσέγγιση, την – ίσως - απλούστερη οικονομική εξήγηση του BRI.
Επί τέσσερις δεκαετίες η Κίνα, μετατρέποντας την αδυναμία σε στρατηγικό πλεονέκτημα, αξιοποίησε ένα εξαιρετικά πολυπληθές και εξαιρετικά χαμηλόμισθο εργατικό δυναμικό και μια ισχυρή κεντρική διοίκηση και κατόρθωσε να αναδειχθεί σε παγκόσμια οικονομική δύναμη στον βιομηχανικό τομέα. Σήμερα, εξαιτίας οικονομικών, κοινωνικών και δημογραφικών λόγων, της είναι αδύνατο να διατηρήσει αυτή την υπεροχή στηριζόμενη μόνο στην εγχώρια βιομηχανία. Συνέπεια του παραπάνω είναι λογικό να επιδιώξει, αναπαράγοντας τις συνθήκες και την στρατηγική αξιοποίησης του συγκριτικού πλεονεκτήματος, να αποκτήσει τον μερικό έλεγχο του πολυπληθέστερου και φθηνότερου εργατικού δυναμικού χωρών στις οποίες μπορεί να ασκήσει καθοριστική πολιτική επιρροή. Και τα δύο μπορούν να βρεθούν στην ΝΑ Ασία, στις χώρες όπου μέσω του BRI επιδιώκει την μεγαλύτερη διείσδυση και υλοποιεί τις μεγαλύτερες επενδύσεις σε υποδομές.
Τα προηγούμενα, συνδυαζόμενα με τον έλεγχο των αναγκαίων φθηνών πρώτων υλών (σχέδια BRI στη Ν. Αμερική και Αφρική) και τις τον έλεγχο των εμπορικών οδών που οδηγούν στις πλούσιες αγορές για διάθεση των αγαθών ίσως αποτελούν μια επαρκή – αρχική - εξήγηση για την σημασία που αποδίδει ο Πρόεδρος Xi στη συγκεκριμένη στρατηγική.
*Ο Ανδρέας Λιούμπας είναι Υποψήφιος διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ειδικευόμενος στην κινέζικη στρατηγική. Ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων και Αρωγό Μέλος της Ακαδημίας Στρατηγικών Αναλύσεων.