Photo by Murat Kaynak/Anadolu Agency/Getty Images/Ideal Image
Του Δρ. Αθανάσιου Χ. Κοτσιαρού
Μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος τον περασμένο Ιούνιο, οι εξελίξεις στην Τουρκία είναι ραγδαίες. Η κριτική για την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τον περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου εντείνεται. Με ανησυχία παρακολουθεί κανείς μια περαιτέρω ισχυροποίηση της θέσης του Ερντογάν, τις μαζικές πολιτικές εκδιώξεις στρατιωτικών, δημοσίων υπαλλήλων και δημοσιογράφων, αλλά και την υιοθέτηση μιας εθνικιστικής ρητορικής.
Η συμμαχία του Ερντογάν με τον εθνικισμό δεν πρέπει να ξενίζει. Εξυπηρετεί ξεκάθαρα το στρατηγικό του στόχο για την ισχυροποίηση της θέσης του, την ταχεία αποδόμηση του κεμαλικού κατεστημένου, την αλλαγή πορείας της χώρας. Εξυπηρετεί την αναθεώρηση του Συντάγματος και τη μετατροπή του πολιτεύματος σε προεδρικό. Και αυτό είναι κάτι που περνά μέσα από τη συμμαχία με το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) του εξασθενημένου Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Τούρκου Προέδρου χρειάζεται στις 330 έδρες που κατέχει στην Εθνοσυνέλευση να προστεθούν οι 40 έδρες του ΜΗΡ, ώστε να εξευρεθούν οι απαιτούμενες 367 και να τεθούν οι προτεινόμενες συνταγματικές αλλαγές στην κρίση των πολιτών μέσω δημοψηφίσματος.
Οι εθνικιστικές ιαχές του Τούρκου Προέδρου και στελεχών του ΑΚΡ έχουν όμως και έναν ακόμα σημαντικό στόχο. Αποσκοπούν στη διάδοση της «πολιτικής του φόβου» που κυβέρνηση και Πρόεδρος καλλιεργούν συστηματικά. Τη διάδοση δηλαδή στην κοινωνία της αίσθησης ύπαρξης εσωτερικών απειλών και εχθρών της Δημοκρατίας. Υπό το πρίσμα αυτό, νομιμοποιείται κάθε πολιτική δράση που αποσκοπεί στην προάσπιση της Δημοκρατίας και της ενότητας του Τουρκικού κράτους.
Εντυπωσιακό είναι ότι η «πολιτική του φόβου» αποτέλεσε εργαλείο κρατικής πολιτικής αμέσως μετά το «βελούδινο» πραξικόπημα του 1997, που τότε αποσκοπούσε στην προάσπιση της κεμαλικής τάξης έναντι των ισλαμιστών του Ερμπακάν, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την κυριαρχία του στρατιωτικού κατεστημένου. Σήμερα, το ίδιο εργαλείο πολιτικής χρησιμοποιείται για τον ακριβώς αντίθετο στόχο: τον περαιτέρω περιορισμό του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, την περιθωριοποίηση των κεμαλικών δυνάμεων και τη νομιμοποίηση μιας σταδιακής στροφής της χώρας προς τον ισλαμισμό, προς μια πιο συντηρητική, sui generis Ισλαμική Δημοκρατία, με υπερεξουσίες συγκεντρωμένες στον Πρόεδρο.
Στην εξελικτική αυτή πορεία, ο Ερντογάν επιχειρεί συστηματικά την αποδόμηση κάθε κεκτημένου του Κεμάλ Ατατούρκ και την αποκοπή του κράτους από την κληρονομιά του ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας. Σε αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο εντάσσονται και τα λεγόμενα του Προέδρου για τη Συνθήκη της Λωζάννης. Η εν λόγω Συνθήκη, που αποτέλεσε ιστορική νίκη του Κεμάλ Ατατούρκ και σηματοδοτεί την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, συνεπάγεται για τους ισλαμιστές την ουσιαστική πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την απώλεια εδαφών. Είναι μία ήττα, που δεν περικλείει «τα σύνορα της καρδιάς μας», κατά τη φράση του Ερντογάν.
Ο σημερινός Πρόεδρος οραματίζεται την αυτο-εμπέδωσή του ως τη νέα μεγάλη ιστορική προσωπικότητα της Τουρκίας, που θα μετατρέψει τη χώρα σε μια πρότυπη ισλαμική δημοκρατία, προσδίδοντάς της τη δόξα και την περιφερειακή δύναμη των Οθωμανών.
Στο βωμό της επιδίωξης αυτής, πέφτουν θύματα όχι μόνο οι κοινωνικές ελευθερίες των Τούρκων πολιτών και οι δημοκρατικές κατακτήσεις δεκαετιών, αλλά ορισμένες φορές ακόμα και το ίδιο το Διεθνές Δίκαιο. Επιστροφή στο οθωμανικό παρελθόν λοιπόν. Επιστροφή σε μια Νεο-Οθωμανική Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη, η οποία οφείλει να είναι ο βασικός ρυθμιστής των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή.
Βεβαίως, ο δομικός μετασχηματισμός που συντελείται στη χώρα δεν έρχεται χωρίς αναταράξεις. Φέρνει στην επιφάνεια ιστορικές, εγγενείς αντιθέσεις της τουρκικής κοινωνίας και είναι ξεκάθαρο ότι μπορεί να απειλήσει την εθνική ενότητα ή να οδηγήσει σε περιφερειακή αποσταθεροποίηση.
Ως εκ τούτου, η μάχη μεταξύ «παλαιού» και «νέου» κατεστημένου προβληματίζει και τη χώρα μας. Πόσο μάλλον όταν η εσωτερική αναταραχή επενδύεται με εθνικιστικές δηλώσεις, που θέτουν ζητήματα επί κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας και προσβάλλουν κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και τις Διεθνείς Συνθήκες.
Η κλιμακούμενη εθνικιστική ρητορική Τούρκων αξιωματούχων έχει βεβαίως ως βασικό αποδέκτη το εσωτερικό ακροατήριο, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ότι οι αμφισβητήσεις που εγείρονται εναντίον της χώρας μας πρέπει να μένουν αναπάντητες. Ειδικά όταν αυτές αφορούν σε κυριαρχικά μας δικαιώματα στο Αιγαίο και προσβάλλουν Διεθνείς Συνθήκες. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε όταν οι τουρκικές παραβιάσεις στον εναέριο χώρο μας συνεχίζονται πιο εντατικά και μεθοδευμένα. Χρειάζεται σε κάθε περίπτωση εγρήγορση γιατί η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι στιγμές μεγάλης εσωτερικής έντασης δεν αργούν να οδηγήσουν σε ουσιαστικά προβλήματα και κρίσεις στις διμερείς σχέσεις μεταξύ κυρίαρχων εθνικών κρατών.
*Ο Δρ. Αθανάσιος Χ. Κοτσιαρός είναι ειδικός αναλυτής σε θέματα Τουρκίας