(Photo by Turkish General Staff / Handout/Anadolu Agency/Getty Images/Ideal Image)
Των Δημήτρη Τσαϊλά και του Αλέξανδρου Δρίβα*
Σε αυτό το νέο διαμορφούμενο διεθνές περιβάλλον, που διαρκώς μεταβάλλεται και εξελίσσεται, η δυναμική που αναπτύσσουν τα κράτη και οι διεθνείς οργανισμοί, δημιουργούν νέες συνθήκες και διαμορφώνουν νέους συσχετισμούς δυνάμεων. Μια περαιτέρω ένδειξη ότι η Τουρκία, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες αναζητούν κοινό έδαφος συντονισμού επιχειρήσεων στη Συρία είναι η συνάντηση του Τούρκου ΑΓΕΕΘΑ με τους αμερικανό και ρώσο, ομολόγούς του στην Αττάλεια. Εκτιμάται ότι το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία και η Τουρκία έχουν σημαντικά διαφορετικές απόψεις ως προς το ποιες ομάδες είναι τρομοκράτες. Τόσο η Ρωσία όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν βαθιές επιφυλάξεις για την ομάδα Αχράρ αλ-Σαμ.
Αλλά οι πιο κραυγαλέες διαφορές είναι πάνω στις συριακές κουρδικές Μονάδες Προστασίας (YPG) και των συμμάχων της που μάχονται κάτω από τη σημαία των συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF) μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Τουρκία θεωρεί και τις δύο αναφερόμενες ομάδες ως τρομοκράτες, λόγω των συνδέσεων του YPG με την οργάνωση Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (ΡΚΚ), το οποίο αγωνίζεται για την κουρδική αυτονομία στο εσωτερικό της Τουρκίας.
Ερχόμενοι ξανά στα γεγονότα πιστεύουμε ότι ο Τούρκος στρατηγός συναντήθηκε με τον Αμερικανό και το Ρώσο, καθώς οι επιθέσεις δείχνουν ότι η Τουρκία είναι αποφασισμένη να δοκιμάσει τα όρια της αποφασιστικότητας των ΗΠΑ και της Ρωσίας, καθώς διατηρεί την ένταση με το YPG. Ο διοικητής των YPG ισχυρίστηκε ότι ο επόμενος στόχος της Τουρκίας θα είναι η πόλη της Αμπιάντ στα τουρκικά σύνορα, η οποία καταλήφτηκε από την SDF με τη στήριξη των ΗΠΑ τον Ιούνιο του 2015. Θεωρείται η Αμπιάντ ως στρατηγικής σημασίας λόγω της γειτνίασής της με τη Raqqa. Ο έλεγχος αυτής της πόλης θα επιτρέψει στην Τουρκία να καταλάβει την Raqqa, αντί του SDF. Αλλά η παρουσία των αμερικανικών Ειδικών Δυνάμεων στην περιοχή το καθιστά απίθανο και η Τουρκία ενέχει τον κίνδυνο για τυχόν μονομερείς κινήσεις που θα μπορούσαν να τη θέσουν σε σύγκρουση με τη σύμμαχο του ΝΑΤΟ. Μη ξεχνάμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δεσμευτεί να παραδοθεί η Raqqa στο SDF, και όχι στη Τουρκία.
Κάτι που οφείλουμε να κατανοήσουμε, είναι πως ο εν ενεργεία κατακερματισμός της διεθνούς κοινότητας έτσι όπως αυτή δημιουργήθηκε από το 1945 και μετά, δεν μας αφήνει περιθώρια για να κρίνουμε την όποια συμμετοχή σε ομιλίες, ακόμη και επίσημες, ως «παράσημο» για τους συμμετέχοντες. Η Τουρκία, έλαβε μέρος στην τριμερή με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία καθώς η πολυμερής διπλωματία, δεν έχει εκλείψει τελείως. Η πίτα των διακυβευμάτων στη Μέση Ανατολή, έχει μεγάλο αριθμό για διαιρέτη και οι μεγάλες δυνάμεις (εν προκειμένω ΗΠΑ και Ρωσία) επιθυμούν την απλοποίηση κατανομής συμφερόντων καθώς όπως θα θυμόμαστε, στη Συρία, ο αριθμός των συμμετρικών (κράτη) και αύμμετρων (ομάδες) δρώντων ήταν από την αρχή της κρίσης μεγάλος.
Το κεφάλαιο «Μέση Ανατολή», τόσο για ΗΠΑ όσο και για Ρωσία, οφείλει να κλείσει γρήγορα καθώς Τραμπ και Πούτιν οφείλουν να ασχοληθούν με πολύ διαφορετικά πράγματα. Χωρίς συναίνεση στη Μέση Ανατολή μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, η πολιτική και των δύο στην Ανατολική Ασία θα είναι μάλλον συγκρουσιακή και καμία από τις δύο δυνάμεις δε θέλει κάτι τέτοιο. ΗΠΑ και Ρωσία, δεν κάνουν τίποτε άλλο από αυτό που θα έκανε ένας επιχειρηματίας που θα αναζητούσε το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος με την ήσσονα δυνατή καταβολή κόστους. Οι Κούρδοι είναι αυτή τη στιγμή μια πολύ καλή και «φθηνότερη» σε σχέση με την απαιτητική Τουρκία. Στη διεθνή πολιτική, η πολυπλοκότητα, απλοποιείται μόνο με τον υπολογισμό του κόστους-οφέλους. Προηγούνται οι υπολογισμοί των μεγάλων δυνάμεων. Το τρίγωνο ΗΠΑ-Ρωσία-Τουρκία, δεν μπορεί να σταθεί σαν στρατηγική συνεργασία καθώς τα συμφέροντα των τριών δυνάμεων, δύσκολα συμβιβάζονται. Σε όλα αυτά, χρειάζεται να προσμετρήσουμε την ανησυχία της Δύσης για το δημοψήφισμα της Τουρκίας τον ερχόμενο Απρίλιο καθώς και την περιοχή γύρω από τον Ευφράτη που αποτελεί χώρο ζωτικών συμφερόντων του Ισραήλ.
Οι Ρώσοι και οι Τούρκοι έχουν στο παρελθόν εμπλακεί σε γενικευμένους πολέμους για τον έλεγχο και την επιρροή σε βασικές περιοχές, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια και τη Μαύρη Θάλασσα. Να μη ξεχνάμε ότι η Άγκυρα θεωρεί τη Μόσχα ως μια μόνιμη απειλή για τα συμφέροντά της. Οι πολιτικές αμφοτέρων των σημερινών ηγετών των δύο χωρών άσχετα με το τι αφήνουν να φαίνεται προς τα έξω συσσωρεύουν εντάσεις. Τόσο ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν όσο και ο Βλαντιμίρ Πούτιν αντιπροσωπεύουν επιθετικούς και φιλόδοξους ηγέτες, καθοδηγούμενοι από την επιθυμία να μετατρέψουν τις χώρες τους στις αυτοκρατορίες που ήταν κάποτε. Πράγματι, και οι δύο ηγέτες αναφέρονται ως «σουλτάνος» και «τσάρος», υπονοώντας την εικόνα που ο καθένας επιδιώκει να γίνει.
Δεύτερον, η σχέση μεταξύ της Τουρκίας και της Ρωσίας έχει επηρεαστεί από στρατηγικές εκτιμήσεις και πολιτικά συμφέροντα που σχετίζονται με τη σημερινή πραγματικότητα στη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Οι δύο χώρες σήμερα βλέπουν τη διαπραγμάτευση όσον αφορά την κρίση στη Συρία ως προτιμότερη λύση.
Τρίτον, στο πλαίσιο της κρίσης στην Ουκρανία με μια Δύση και το ΝΑΤΟ εναντίον του Πούτιν, τα αντικρουόμενα συμφέροντα της Ρωσίας και της Τουρκίας στη Συρία, μαζί με την έντονη αντίθεση της Τουρκίας στην ρωσική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία, φέρνει τις δύο χώρες σε πορεία σύγκρουσης.
Η Ελλάδα δεν αποτελεί μέρος της αναταραχής στη Μέση Ανατολή και δεν παίζει σχεδόν κανένα ενεργό ρόλο σε αυτή, παρά μόνο ως χώρα εισόδου της ΕΕ, ως αποδέκτης των άτακτων ροών των προσφύγων. Είτε από επιλογή ή όπως υπαγορεύεται από τις περιστάσεις, η πολιτική της Ελλάδας μέχρι στιγμής είναι μάλλον απαθής, ενώ οι εξελίξεις στη γειτονιά μας ξεδιπλώνονται. Ανεξάρτητα από τη θεωρία σχετικά με τη θεμελιώδη σοφία αυτής της πολιτικής, τα τρέχοντα γεγονότα εκτιμώ ότι μας υποχρεώνουν να εσωτερικεύσουμε και να κατανοήσουμε τις αναδυόμενες, απειλές και ευκαιρίες, στο ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον. Είναι δεδομένο ότι βρισκόμαστε σε μια περιοχή όπου πρέπει να προσαρμοστούμε στα νέα πρότυπα, που αντανακλούν οι συχνές αλλαγές στη λεπτή ισορροπία μεταξύ των πολλών παραγόντων που εμπλέκονται. Ένα νέο κεφάλαιο έχει ανοιχθεί και βρίσκεται σε εξέλιξη, με την στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ της Τουρκίας και της Ρωσίας, μια αντιπαλότητα που έχει τονίσει αντιφάσεις και αλήθειες σε διμερή και διεθνή επίπεδα.
Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία η πατρίδα μας είναι ανάγκη να ακολουθήσει τη νέα εποχή και να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις για να ενισχύσει τη θέση και τον ρόλο της στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια σκηνή. Η Ελλάδα είναι ένα πολιτισμένο φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος και είναι πιστό στις αρχές της ΕΕ του ΟΗΕ και στη συνθήκη του ΝΑΤΟ. Γι” αυτό τον λόγο στις διεθνείς σχέσεις της, επιμένει στην αποχή από πράξεις που θα συνιστούσαν απειλή ή χρήση βίας. Οφείλουμε όμως να είμαστε έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο. Έχουμε την υποχρέωση να είμαστε έτοιμοι να ασκήσουμε το φυσικό δικαίωμα της νόμιμης άμυνας σε κάθε περίπτωση όταν και όπου αυτό απαιτηθεί.
Οι ενέργειες αυτές είναι δομικές πρακτικές και πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε με σύνεση. Επί πλέον οι προκλήσεις στον χώρο του Αιγαίου και της νοτιανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, εντείνονται ποιοτικά και ποσοτικά όσο πλησιάζουμε στην εξόρυξη υδρογονανθράκων και την ανακήρυξη της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Συμμετέχουμε στο διεθνές γίγνεσθαι και αντιμετωπίζουμε τους κινδύνους, που ήδη διαφαίνονται στον ορίζοντα, όπως είναι η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας και το πρόβλημα εισόδου του κύματος των μεταναστών και προσφύγων. Για αυτό το λόγο εκτιμάται ότι είναι απαραίτητη η προσπάθεια ευθυγράμμισης των εθνικών και των κοινών ευρωπαϊκών στόχων στον γεωπολιτικό μας χώρο.
Οφείλουμε όμως από τη δική μας πλευρά, να αποκτήσουμε μια Πολιτική Εθνικής Ασφαλείας (ΠΕΑ). Ένα σχέδιο που θα έχει διάρκεια στο χρόνο, θα έχει σταθερότητα και δεν θα μεταβάλλεται με την εναλλαγή των πολιτικών κομμάτων στην εξουσία. Η εξωτερική πολιτική επιβάλλεται να αποκτήσει αυτόν το νέο προσανατολισμό. Προσανατολισμό για να εξελιχθούμε σε γεωπολιτική δύναμη της Μεσογείου και του βαλκανικού χώρου. Η βασική προϋπόθεση για την επίτευξη του σκοπού, είναι η ΠΕΑ να παράσχει ένα αποτρεπτικό δόγμα με σύγχρονες αμυντικές υποδομές με σωστή τεχνογνωσία για τα θέματα αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής.
Ειδικότερα, τα νέα εξοπλιστικά προγράμματα και οι νέες αμυντικές επιχειρησιακές δομές και αντιλήψεις θα πρέπει να έχουν ως στόχο, πώς να κάνουν τις ένοπλες δυνάμεις σύγχρονες και ικανές για την αποτελεσματική άμυνα της Ελλάδας. Μια διεξοδική αναθεώρηση της ΠΕΑ είναι πράγματι ζωτικής σημασίας σε μια εποχή όπου η γειτονιά μας μοιάζει με ένα “δαχτυλίδι της φωτιάς” και όχι ένα “δαχτυλίδι γάμου”. Προς το εθνικό μας συμφέρον, είναι σημαντική μια αναθεώρηση που δεν θα διστάζει να παρουσιάζει τις απειλές, κατά τρόπο που να είναι διαφανείς και χωρίς αποκλεισμούς.
* Ο Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύαρχος ε.α. και ο Αλέξανδρος Δρίβας είναι υποψήφιος Δρ. Διεθνών Σχέσεων, Συντονιστής της Ομάδας Ανατολικής Μεσογείου στο ΤΟ.ΡΕ.ΝΕ..