Τον Σεπτέμβριο του 1938, η Ευρώπη γνώριζε μεγάλη κρίση που δημιουργούσε την αίσθηση ότι μια ακόμα πανευρωπαϊκή ανάφλεξη ήταν προ των πυλών, είκοσι μόλις χρόνια από τον τερματισμό του Μεγάλου Πολέμου, του πιο αιματηρού και φρικώδους στην (έως τότε) Ιστορία της Γηραιάς Ηπείρου.
Εν τέλει, πόλεμος δεν ξέσπασε τότε. Μίλησε η διπλωματία και έπειτα από μια συμφωνία, στο Μόναχο, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι πίστεψαν πως η ειρήνη είχε διασωθεί, τουλάχιστον για την εποχή τους.
Το πνεύμα της πλειονότητας των Ευρωπαίων (και των Γερμανών ακόμη) συμπύκνωσε σε μια φράση, σε λόγο του στη Βουλή των Κοινοτήτων ο βρετανός πρωθυπουργός:
Τι απαίσιο, εξωφρενικό, απίστευτο που είναι, να πρέπει να σκάβουμε χαρακώματα και να δοκιμάζουμε αντιασφυξιογόνες μάσκες εδώ εξαιτίας μιας φιλονικίας σε μια χώρα μακρινή, ανάμεσα σε λαούς για τους οποίους δεν γνωρίζουμε τίποτε… Ο πόλεμος είναι τρομερό πράγμα, και πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πολύ καλά, προτού τον ξεκινήσουμε, ότι είναι πράγματι τα μεγάλα ζητήματα που διακυβεύονται.
Ο πρωθυπουργός ήταν ο Νέβιλ Τσάμπερλεν. Η βρετανική κοινή γνώμη τον ζητωκραύγασε όταν της κόμισε τη συμφωνία του Μονάχου, με τις υπογραφές του ίδιου, του Γάλλου συναδέλφου του, του Χίτλερ και του Μουσολίνι.
Η πολιτική που επέλεξε ο Τσάμπερλεν ονομάστηκε κατευνασμός. Βασιζόταν στην ιδέα ότι οι επεκτατικές ορέξεις ιδεοληπτικών δικτατόρων είχαν όρια, και ότι η ικανοποίηση ορισμένων από αυτές, κατά προτίμηση σε βάρος μιας τρίτης, «μακρινής» και ανίσχυρης χώρας, θα έσωζε την ειρήνη.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο κατευνασμός δεν έσωσε την ειρήνη το 1939. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται· μάς βοηθά, όμως, να εξετάζουμε τα προβλήματα του παρόντος υπό το φως της γνώσης και της εμπειρίας του παρελθόντος, ώστε να διακρίνουμε τις πιθανές επιπτώσεις των επιλογών μας.
Δικαιούται κανείς να ρωτήσει: Μα είναι ο Πούτιν εφάμιλλος του Χίτλερ; Και υπάρχουν σήμερα «Τσάμπερλεν»;
Υποβάλλω δύο ερωτήματα για συζήτηση:
Πρώτον, ποιος μπορεί να είναι βέβαιος ότι έχει προβλέψιμα όρια η συμπεριφορά ενός ανθρώπου που είναι ανεξέλεγκτος στη χώρα του, δεν λογοδοτεί πουθενά, και πιστεύει ότι έχει κληθεί από την Ιστορία να δώσει τον «Αγώνα του» για το μέλλον της χώρας του – και το προσωπικό του ως ηγέτη;
Δεύτερον, είναι βέβαιο ότι οι ηγέτες του δυτικού κόσμου, οι οποίοι σχεδόν χωρίς εξαίρεση καταδικάζουν τη συμπεριφορά του Πούτιν και επιβάλλουν κυρώσεις στη Ρωσία, θεωρούν ότι στην περίπτωση της Ουκρανίας διακυβεύονται πράγματι τα μεγάλα ζητήματα; Ή μήπως είναι έτοιμοι, μαζί με τις χρηματιστηριακές αγορές, να εκβάλουν, αναστεναγμό ανακούφισης τη στιγμή που η Ουκρανία θα καμφθεί και θα έρθει η ώρα της διπλωματίας/νεκροψίας.
Ο κατευνασμός, λοιπόν, καραδοκεί ενδόμυχα στις ψυχές μας, απέναντι σε μια σύγκρουση μεταξύ χωρών για τις οποίες, οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε παρά ελάχιστα. Πόσο μάλλον που το πυρηνικό οπλοστάσιο του επιτιθέμενου δημιουργεί το πιο τρανταχτό άλλοθι της μη επέμβασης.
Τα δύο προηγούμενα ερωτήματα μοιάζουν ρητορικά. Μένει και ένα τρίτο, αναπάντητο ερώτημα: Ποια είναι τα μεγάλα ζητήματα που διακυβεύονται σήμερα και για τα οποία θα άξιζε κανείς να δώσει μάχη;
*Ο Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του Α.Π.Θ.