Ο εφιάλτης του προσφυγικού επιστρέφει ξανά πάνω από την Ελλάδα καθώς, ενώ όλη η Ευρώπη «καλοπιάνει» τον Ερντογάν προκειμένου να μην ανοίξει την στρόφιγγα των μεταναστευτικών ροών, η Γερμανική κυβέρνηση υπό την πίεση της κοινής γνώμης και της ανόδου της ακροδεξιάς, επαναφέρει το ζήτημα της εφαρμογής του Δουβλίνου ΙΙ και επαναπροώθηση μεταναστών προς την πρώτη πύλη εισόδου, την Ελλάδα.
Ο κ. Μεζιέρ σε συνέντευξή του σε γερμανική εφημερίδα δηλώνει ότι «κάναμε πολλά στην Ευρώπη για να βελτιώσουμε την κατάσταση στην Ελλάδα. Αυτό πρέπει να έχει συνέπειες και να οδηγήσει στο να μπορούν να σταλούν πίσω στην Ελλάδα πρόσφυγες σύμφωνα με τη συνθήκη του Δουβλίνου» προσθέτοντας όμως ότι θα πρέπει να επιδιωχθεί μια κοινή ευρωπαϊκή στάση γιατί εάν κινηθεί μόνη της η γερμανική κυβέρνηση «υπάρχει ο κίνδυνος τα (γερμανικά) διοικητικά δικαστήρια να απαγορεύσουν εντός ολίγου χρόνου την επαναπροώθηση».
Ουσιαστικά ο Γερμανός υπουργός εσωτερικών ζητά ευρωπαϊκή κάλυψη ώστε να εφαρμοσθούν οι οροί του Δουβλίνου, σύμφωνα με τους οποίους όσοι εισέρχονται σε ευρωπαϊκό έδαφος πρέπει να υποβάλλουν αίτηση ασύλου στην χώρα εισόδου, διαφορετικά εάν συλληφθούν σε άλλη χώρα θα πρέπει να επαναπροωθηθουν στην χώρα πρώτης εισόδου. Από το 2011 η Γερμανία δεν εφαρμόζει το Δουβλίνο λογω της απόφασης του Ανώτατου Γερμανικού Δικαστηρίου, αλλά και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων που είχαν κρίνει ότι η Ελλάδα δεν πληροί τους όρους φιλοξενίας και ασφαλείας για τους αιτητές ασύλου.
Έκτοτε η γερμανική κυβέρνηση εξέδιδε απόφαση με την οποία αναστελλόταν η εφαρμογή του Δουβλίνου για ένα έτος. Τον περασμένο Ιανουάριο όμως ο κ. Ντε Μεζιέρ ανανέωσε την απόφαση αυτή μόνο για έξι μήνες, (έληξε τον Ιούνιο) ως μια μορφή πίεσης και προς την Ευρώπη και προς την Ελλάδα.
Η Ενεργοποίηση του Δουβλίνου, με το επιχείρημα ότι πλέον η Ελλάδα διαθέτει άριστα οργανωμένες και χρηματοδοτούμενες από την Ευρώπη και Διεθνείς Οργανισμούς δομές φιλοξενίας, και ότι έχει δημιουργηθεί ένα άρτιο σύστημα υποδοχής αιτήσεων ασύλου, θα συνιστά μόνιμη απειλή πλέον για την Ελλάδα, καθώς η χώρα μας εκτός από τον κίνδυνο να ανοίξει την στρόφιγγα ο Ερντογάν, θα κινδυνεύει να υποχρεωθεί να δεχθεί πίσω εκατοντάδες ή ακόμη και χιλιάδες παράνομους μετανάστες που έχουν φθάσει στο έδαφος της Γερμανίας ή άλλων βορειοευρωπαϊκών χωρών.
Ο Ι. Μουζάλας έσπευσε να απορρίψει της δηλώσεις του Γερμανού υπουργού, υπενθυμίζοντας ότι με απόφαση της Κομισιόν γίνεται επεξεργασία του Δουβλίνου ώστε να επικαιροποιηθεί. Αυτή ήταν η υπόσχεση-δόλωμα που πάσαραν πέρυσι το φθινόπωρο στην Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. οι ευρωπαίοι εταίροι στον κ.Τσίπρα, προκειμένου να αποδεχθεί την πρόταση για την παραμονή στην Ελλάδα «τουλάχιστον 50.000» μεταναστών και προσφύγων, οι οποίοι αισίως έχουν φθασει σύμφωνα με τα επίσημα στοιχειά τις 59.000 και ενώ μάλιστα έχουν περιορισθεί οι ροές από την Τουρκία.
Η υπενθύμιση του κ. Μουζάλα ότι ενώ είχε συμφωνηθεί η μετεγκατάσταση 33.000 προσφύγων από την Ελλάδα, έχουν μετεγκατασταθεί μόλις 3.000, αποτυπώνει το αδιέξοδο στο όποιο οδηγείται η ελληνική κυβέρνηση, καθώς φυσικά η εφαρμογή του Δουβλίνου δεν θα μπορεί να αποτραπεί με την επίκληση άλλων συμφωνιών όπως αυτής του Φεβρουαρίου.
Η προειδοποίηση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, ότι οι δυνατότητες της Ευρώπης να υποδεχθεί νέα κύματα προσφύγων και παράτυπων μεταναστών «πλησιάζουν στα όρια τους» και η αναφορά του στο γενικότερο προσφυγικό πρόβλημα που δεν περιορίζεται μόνο στην Συρία -καθώς οπως είπε υπάρχουν συνολικά 60-70 εκατομμύρια εκτοπισμένοι- είναι ενδεικτικό του προβλήματος που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Ο κ. Τουσκ έκανε έκκληση για μια προσπάθεια σε παγκόσμια κλίμακα που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αυτό το τεράστιο πρόβλημα. Όμως η δήλωσή του προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία στην Ελλάδα, καθώς σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις με τις οποίες ο ίδιος είναι σε διαρκή επαφή στέλνουν το μήνυμα ότι δεν είναι σε θέση και δεν επιθυμούν την συνέχιση του ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα σχεδίου μετεγκατάστασης προσφύγων από τις χώρες πρώτης εισόδου και καταγραφής…
Μπροστά στα αδιέξοδα που προκαλεί η μεταναστευτική κρίση και στον κίνδυνο κλιμάκωσής της, λόγω της κρίσης των σχέσεων της Ε.Ε. με τον Ερντογάν, οι Βρυξέλλες και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις υποχρεώθηκαν να κινηθούν για αποκατάσταση των σχέσεων με την Άγκυρα.
Δυο Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έδρασαν στην Άγκυρα, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς και ο Επίτροπος Δ. Αβραμοπουλος, ενώ οι 28 ΥΠΕΞ συναντήθηκαν στην Μπρατισλάβα με τον Τούρκο υπουργό ευρωπαϊκών υποθέσεων Ομερ Τσελικ, όπου εξέφρασαν την στήριξή τους στην τουρκική κυβέρνηση, έκαναν «γαργάρα» τις παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων που ακολούθησαν την καταστολή του πραξικοπήματος και επεχείρησαν να καθησυχάσουν την Τουρκία ότι θα προωθηθεί η κατάργηση των θεωρήσεων για τους Τούρκους πολίτες. Ένα σχέδιο που είναι μάλλον απίθανο να υλοποιηθεί ακόμη και μέχρι το τέλος του χρόνου (η αρχική δέσμευση αφορούσε τον Οκτώβριο).
Συγχρόνως και η Α. Μέρκελ συναντήθηκε σε μια κίνηση πολιτικής στήριξης με τον Τ. Ερντογάν στην Κίνα, στο περιθώριο του G20, καθώς για την Γερμανίδα Καγκελάριο η απρόσκοπτη συνέχιση της εφαρμογής της συμφωνίας με την Τουρκία τουλάχιστον στο σκέλος που αφορά την συγκράτηση των προσφυγικών ροών από την Τουρκία (με τελικό ανάχωμα το ελληνικό έδαφος) έχει κρίσιμη σημασία και για το πολιτικό μέλλον της. Καθώς η ίδια, παρά την αυτοκριτική που έκανε τις προηγούμενες ημέρες, επιμένει στην πολιτική της για υποδοχή των προσφύγων στο ευρωπαϊκό έδαφος και στην Γερμανία, αλλά γνωρίζει πλέον ότι μετά το 1 εκατ. μετανάστες που δέχθηκε πέρυσι η Γερμανία, η επανάληψη ενός τέτοιου κύματος θα είναι καταστροφική και για την Γερμανία αλλά και για όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Έτσι μετά τα ανοίγματα και τα «καλοπιάσματα» στον Σουλτάνο, το επόμενο δίμηνο θα είναι καθοριστικό για την αναζήτηση ισορροπίας με την Τουρκία, αλλά και για την εφαρμογή των αποφάσεων της Ε.Ε. που αφορούν την κατανομή των προσφύγων στις ευρωπαϊκές χώρες, διαφορετικά πρωτίστως η χώρα μας θα αντιμετωπίσει δραματικές καταστάσεις με το προσφυγικό.