Ο τρόπος που θα αντιδράσει, τουλάχιστον μέχρι τις τουρκικές εκλογές, ο Ταγίπ Ερντογάν μετά την ψυχρή υποδοχή που βρήκαν οι τουρκικές απαιτήσεις στην Ουάσιγκτον είναι πλέον το ερώτημα που απασχολεί και τους Αμερικανούς και την Αθήνα.
Έχοντας κηρύξει την πιο δύσκολη προεκλογική εκστρατεία στη διάρκεια των 20 ετών που κυβερνά την Τουρκία, ο Τ. Ερντογάν βλέπει να χάνει ένα χαρτί που ήθελε να χρησιμοποιήσει στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Ότι η πολιτική του των εκβιασμών και απειλών ακόμη και εναντίον των ΗΠΑ αποδίδει και υποχρεώνει ακόμη και τις μεγάλες δυνάμεις να υποχωρήσουν μπροστά στη «μεγάλη Τουρκία» που αποτελεί δημιούργημά του.
Το θέμα των F-16 έχει αποκτήσει εμβληματική θέση στην ατζέντα, καθώς αφορά τόσο την αποτελεσματικότητα της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας η οποία παραμένει στα 4ης γενιάς μαχητικά και με έναν γερασμένο στόλο, αλλά και το διεθνές κύρος της Τουρκίας η οποία μετά τον αποκλεισμό από το πρόγραμμα των F-35, εμφανίζεται ως αναξιόπιστη εταίρος και σύμμαχος στο Δυτικό σύστημα ασφαλείας.
Ο στόχος του Μ. Τσαβουσογλου ήταν να εξασφαλίσει μια έστω ρητή δέσμευση από την αμερικανική κυβέρνηση ότι θα τραβήξει μέχρι τέλους το θέμα των F-16 και ότι θα κάνει ότι είναι δυνατόν για να ξεπεράσει τον σκόπελο του Κογκρέσου. Αυτό θα ήταν ένα σημαντικό χαρτί για την Άγκυρα το οποίο θα χρησιμοποιούσε κατά κόρον ο κ. Ερντογάν καθώς εκτός των άλλων θα ερμηνεύονταν από την τουρκική κυβέρνηση ως «λευκή επιταγή» και επιβράβευση της Ουασιγκτον για τα όσα ο κ. Ερντογάν κάνει στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Μια τέτοια εξέλιξη θα έδινε την ευκαιρία στον κ. Ερντογάν να απαντήσει και στους επικριτές του στο εσωτερικό ότι με την πολιτική του απομακρύνεται από τη Δύση, καθίσταται αναξιόπιστος σύμμαχος και υπονομεύει τον γεωστρατηγικό ρόλο της Τουρκίας στρεφόμενος προς Ανατολάς.
Τελικά, όπως όλα δείχνουν, η κυβέρνηση Μπάιντεν έκανε το καθήκον της που υπαγορεύεται και από τη σταθερή αμερικανική στρατηγική διατήρησης της Τουρκίας στο Δυτικό στρατόπεδο, δίνοντας τη δέσμευσή της ότι θα υποστηρίξει την υπόθεση των F-16, παραπέμποντας όμως στο Κογκρέσο.
Και ο κ. Τσαβουσογλου μπορεί να επιχείρησε να παρουσιάσει ως θετικό το γεγονός ότι δεν υπάρχει ρητός όρος για τη Σουηδία και την Φινλανδία, όμως ο τρόπος που εμμέσως το έθεσε ο κ. Μπλίνκεν είναι ακόμη χειρότερος για την Τουρκία. Ο Αμερικανός ΥΠΕΞ διεμήνυσε ότι η άρση του βέτο στην ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, ίσως θα διευκολύνει τις αποφάσεις του Κογκρέσου.
Όμως, με τον τρόπο αυτό, δεν προσφέρεται καμία εγγύηση στην Τουρκία ότι ακόμη κι αν υποχωρήσει ο κ. Ερντογάν στο θέμα της Σουηδίας (κάτι μάλλον απίθανο μέχρι τουλάχιστον τις εκλογές) κανείς δεν θα μπορεί να εγγυηθεί στην Τουρκία ότι δεν θα εγερθούν και νέα ζητήματα στο Κογκρέσο, κάτι που έχει ήδη διαφανεί τόσο με τις δηλώσεις Μενέντεζ όσο και άλλων γερουσιαστών και ευρωβουλευτών.
Όμως μάλλον απογοητευτική ήταν για τον κ. Τσαβούσογλου (κάτι που δικαιολογεί και τον εκνευρισμό του και τις επιθέσεις εναντίον της Ελλάδας στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε σε Τούρκους δημοσιογράφους) και η προσπάθειά του να υποχρεώσει τους Αμερικανούς να υποχωρήσουν σε ό,τι αφορά την ελληνοαμερικανική συνεργασία ώστε να… συντονιστεί με τον αργόσυρτο ρυθμό των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.
Παρουσιάζοντας, όπως είπε ο ίδιος, στοιχεία για την ελληνική... «προκλητικότητα» ζήτησε από τους Αμερικανούς να θέσουν ως όρο στη μεταφορά αμερικανικού αμυντικού υλικού στην Ελλάδα τη μη χρήση του στα νησιά που η ίδια θεωρεί αποστρατικοποιημένα και προειδοποίησε ότι τόσο το γεγονός αυτό όσο και η πρόθεση πώλησης F-35 στην Ελλάδα και η διεύρυνση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στη χώρα μας ανατρέπουν την ισορροπία που υπήρχε στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ελλάδα και την Τουρκία.
Στα ζητήματα αυτά, όπως ο ίδιος ο κ. Τσαβούσογλου παραδέχθηκε, η απάντηση του κ. Μπλίνκεν είναι ότι οι ΗΠΑ «τηρούν τις ισορροπίες», απορρίπτοντας έτσι με διπλωματική γλώσσα αλλά κατηγορηματικά τις αιτιάσεις της Άγκυρας.
Στην Κοινή Δήλωση που εκδόθηκε μετά τη συνάντηση, η άνευρη αναφορά ότι και οι δυο πλευρές αναγνωρίζουν την ανάγκη «διατήρησης της σταθερότητας και των δίαυλων επικοινωνίας στην Ανατολική Μεσόγειο» μαρτυρά μια δύσκολη συζήτηση και παραπέμπει στη σύσταση της Ουάσιγκτον για αποφυγή εντάσεων και προκλήσεων αλλά και αποκατάσταση των διαύλων επικοινωνίας που έχουν κοπεί με ευθύνη της Τουρκίας και το «Μητσοτάκης γιοκ» του Τ. Ερντογάν. Μια σύσταση βεβαίως που μάλλον είναι απίθανο να γίνει αποδεκτή από την Άγκυρα.
Μια ακόμη σοβαρή «ήττα» της Άγκυρας αφορά στη Συρία, που οι ΗΠΑ επέμειναν στην απόρριψη κάθε ιδέας για νέα στρατιωτική επιχείρηση της Τουρκίας στη Β. Συρία και αποκατάστασης των σχέσεων με τον Άσαντ. Αυτό ενόψει και εκλογών αποτελεί σοβαρό πλήγμα για τον ίδιο τον Τ. Ερντογάν που είχε προαναγγείλει εδώ και μήνες τη στρατιωτική επιχείρηση, ενώ ήλπιζε ότι θα είχε την ευκαιρία να μεταφέρει μαζικά στο κατεχόμενο από την Τουρκία έδαφος της Β. Συρίας, μεγάλο αριθμό εκ των 4 εκατ. Σύριων προσφύγων που βρίσκονται στο έδαφος της Τουρκίας.
Είναι δύσκολες οι προβλέψεις για το πώς θα επιλέξει ο Τούρκος ηγέτης να χειριστεί αυτό το ευγενικό κλείσιμο της πόρτας των Αμερικανών στις απαιτήσεις του. Το πιθανότερο είναι ότι θα επιστρατεύσει στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και πάλι την αντιαμερικανική ρητορική και τους εκβιασμούς.
Δεν μπορεί να προβλεφθεί, εάν θα επιχειρήσει να επιβάλει τετελεσμένα στο Αιγαίο, στην Αν. Μεσόγειο και στη Β. Συρία ακόμη και εκμεταλλευόμενος τυχαία περιστατικά προκειμένου να δείξει ότι δεν είναι ελεγχόμενος από ξένα κέντρα, να ενισχύσει το εθνικιστικό φρόνημα και για να εκτρέψει αυτή την πορεία που οδηγεί σε ανατροπή υπερ της χώρας μας της ισορροπίας δυνάμεων στον αέρα του Αιγαίου.
Βρισκόμαστε σε μια στιγμή που ο κ. Ερντογάν δείχνει να μην αντιλαμβάνεται πότε φθάνει στα όρια τους εταίρους και συμμάχους…