Η απόφαση του Ελσίνκι 22 χρόνια μετά γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ δυο πρώην πρωθυπουργών που βεβαίως ενδιαφέρονται για την υστεροφημία τους. Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Είναι σαφές ότι τα πυρά που ανταλλάσσουν δημοσίως οι κ. Σημίτης και Καραμανλής κοιτάζουν στο σήμερα.
Το Ελσίνκι δεν ήταν σε καμία περίπτωση προδοσία, όπως πολύ περισσότερο δεν επρόκειτο περί θριάμβου. Όμως σήμερα οι δυο πρώην πρωθυπουργοί, παραμονές κρίσιμων εξελίξεων στα ελληνοτουρκικά θέλουν ο καθένας με τον δικό του τρόπο, με την δική του κοσμοθεωρία να επιβληθούν και να χειραγωγήσουν την σημερινή κυβέρνηση στις επιλογές της…
Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται ούτε μπορεί κάθε φορά η επίκληση φανταστικών «χαμένων ευκαιριών» να γίνεται το άλλοθι για υποχωρήσεις έναντι της Τουρκίας. Αν υπήρχαν χαμένες ευκαιρίες τότε ευθύνεται ο κ. Σημίτης, ευθύνεται ο κ. Καραμανλής ή πιο πριν ο Α. Παπανδρέου που δεν εκμεταλλεύθηκαν τις ευκαιρίες αυτές.
Αλλά το ερώτημα είναι εάν ποτέ υπήρξαν πραγματικά τέτοιου είδους ευκαιρίες και εάν το Ελσίνκι ήταν μια από αυτές. Και οι δυο πρώην πρωθυπουργοί ίσως θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικοί στις δημόσιες τοποθετήσεις τους για ένα εξαιρετικά σοβαρό και ευαίσθητο θέμα: το εύρος των χωρικών υδάτων ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι νομιμοποιείται η ιδέα της υποβολής σε έγκριση από την Τουρκία της άσκησης του μονομερούς δικαιώματος της Ελλάδας για επέκταση των χωρικών υδάτων της.
Το «Ελσίνκι», όπως αποκαλούμε τα Συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε. τον Δεκέμβριο του 1999, ήταν η κατάληξη μιας δύσκολης πορείας που είχε ξεκινήσει με την επικύρωση του casus belli από την Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση το 1995 και το μεγάλο σοκ της πρώτης αμφισβήτησης ελληνικού εδάφους από την Τουρκία με το επεισόδιο των Ιμίων το 1996.
Μετά και τους ατυχείς χειρισμούς στα Ίμια, ακολούθησε η Συμφωνία της Μαδρίτης και η οδυνηρή για την Ελλάδα υπόθεση της σύλληψης του Οτσαλάν στις αρχές του 1999.
Η Ελλάδα δεν έφθανε στο Ελσίνκι από θέση ισχύος. Το μόνο χαρτί που είχε στα χέρια της τότε η κυβέρνηση Σημίτη ήταν η απειλή μπλοκαρίσματος της διεύρυνσης με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ώστε να αποσυνδεθεί η προοπτική ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε από την προηγούμενη επίλυση του Κυπριακού.
Ήδη από το 1995 όταν είχε απελευθερωθεί η Τελωνειακή Ένωση της Τουρκίας με την Ε.Ε. στην Αθήνα είχε κυριαρχήσει η αντίληψη της σύνδεσης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων με την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας την οποία τότε διακαώς επεδίωκε η ηγεσία της χώρας.
Και υπήρχε η προσδοκία ότι βήμα βήμα η Τουρκία θα εξευρωπαϊζόταν και αυτό θα είχε θετικές επιπτώσεις και στα ελληνοτουρκικά καθώς θα υποχρέωνε την Άγκυρα να εγκαταλείψει τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας και να αναζητήσει την συνεννόηση.
Στην στρατηγική αυτή κυρίαρχη θέση είχε και η προοπτική παραπομπής στην Χάγη της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα, κάτι που ήταν συμβατό με το κοινοτικό κεκτημένο και με την θέση που προβάλλονταν από όλες τις κυβερνήσεις από το 1974.
Η Χάγη για τις ελληνικές κυβερνήσεις έχει ιδιαίτερη σημασία όχι απλώς ως έσχατο μέσο επίλυσης της διαφοράς στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας.
Αλλά γατί ο όποιος συμβιβασμός είτε ισορροπημένος είτε δυσμενής για την Ελλάδα (σε σχέση με το ιδεατό των ελληνικών επιδιώξεων) θα αποδοθεί στην ετυμηγορία του Διεθνούς Δικαστηρίου και όχι σε «υποχωρήσεις» της κυβέρνησης και επίσης γιατί συνήθως λόγω της μακράς διαδικασίας εκδίκασης μιας υπόθεσης, συνήθως είναι διαφορετική η κυβέρνηση που καλείται να διαχειρισθεί την απόφαση του Δικαστηρίου από εκείνη η οποία είχε προσφύγει στο Δικαστήριο.
Στην Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι το 1999 έγινε ένα σημαντικό βήμα για την Κύπρο καθώς αποσυνδέθηκε η ένταξη της, από την προηγούμενη επίλυση του Κυπριακού:
«α) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο χαιρετίζει την έναρξη, στις 3 Δεκεμβρίου στη Νέα Υόρκη, των συνομιλιών για τη συνολική ρύθμιση του Κυπριακού και εκφράζει την κατηγορηματική του υποστήριξη για τις προσπάθειες του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών να φέρει τη διαδικασία σε αίσιο πέρας. (β) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τονίζει ότι η πολιτική επίλυση του προβλήματος θα διευκόλυνε την προσχώρηση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εάν μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων προσχώρησης δεν έχει επιτευχθεί λύση, η απόφαση του Συµβουλίου όσον αφορά την προσχώρηση θα ληφθεί χωρίς το ανωτέρω να αποτελεί προϋπόθεση. Εν προκειμένω, το Συμβούλιο θα λάβει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία».
Η Σύνοδος Κορυφής όμως έκανε ένα εξαιρετικά σημαντικό βήμα για την Τουρκία αποδίδοντας το καθεστώς της «υποψήφιας προς ένταξη χώρας», κάτι που αποτελούσε στρατηγικό στόχο των τουρκικών κυβερνήσεων και επρόκειτο για απόφαση η οποία ελήφθη χωρίς να απαιτηθεί κανένα αντάλλαγμα από την Τουρκία πέραν ορισμένων μεταρρυθμίσεων σε σχέση με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης.
Στο εισαγωγικό κεφάλαιο των Συμπερασμάτων (που αφορούσε όλες τις υποψήφιες χώρες, αλλά ήταν φωτογραφικό για την Τουρκία) υπήρχε η εξής αναφορά:
«Τα υποψήφια κράτη συμμετέχουν στη διαδικασία προσχώρησης επί ίσοις όροις. Πρέπει να συμμερίζονται τις αξίες και τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως ορίζονται στις Συνθήκες. Εν προκειμένω, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τονίζει την αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών σύμφωνα µε τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και παροτρύνει τα υποψήφια κράτη να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων.
Άλλως, θα πρέπει να φέρουν τη διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου εντός ευλόγου χρονικού διαστήµατος. Το αργότερο στα τέλη του 2004, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανεξετάσει την κατάσταση ως προς κάθε εκκρεμή διαφορά, ιδίως όσον αφορά τις επιπτώσεις στην ενταξιακή διαδικασία προκειμένου να προαγάγει την επίλυσή τους μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου».
Έτσι στήθηκε ο μύθος ή ο θρύλος του Ελσίνκι.
- Η κληρονομιά της Μαδρίτης και η «παγίδα» του Ελσίνκι
Στην Συμφωνία της Μαδρίτης το 1997, λίγους μήνες μετά το επεισόδιο των Ιμίων και δυο χρόνια μετά το casus belli (για την μη επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων) η κυβέρνηση Σημίτη είχε αποδεχθεί με την υπογραφή της την ύπαρξη «νόμιμων και ζωτικών δικαιωμάτων της Τουρκίας στο Αιγαίο και είχε δεσμευθεί ότι δεν θα προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες κάτι που και οι Αμερικανοί και οι Τούρκοι μετέφραζαν ως δέσμευση για μη επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων
Στο Ελσίνκι πράγματι η κυβέρνηση Σημίτη επέλεξε να μην δώσει την μάχη ώστε να απαιτηθεί από την Τουρκία ως αντάλλαγμα για την αναγνώριση της ως υποψήφιας χώρας ούτε η αποκήρυξη του casus belli ούτε η εγκατάλειψη της θεωρίας των γκρίζων ζωνών και μια δήλωση σεβασμού της εδαφικής ακεραιότητας των υπαρχόντων συνόρων των κρατών μελών.
Επιλέχθηκε η «στρατηγική του Ελσίνκι». Όμως για πρώτη φορά με την απόφαση αυτή γίνεται αποδεκτή από την Ελλάδα η ύπαρξη συνοριακών διαφορών και συναφών θεμάτων (outstanding border disputes and other related issues) και όχι μιας μόνο διαφοράς της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Και μάλιστα με την αναφορά των «συναφών θεμάτων» είναι προφανές ότι άνοιγε ο δρόμος για την προβολή στο τραπέζι και θεμάτων όπως το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων ή ακόμη και των «γκρίζων ζωνών».
Και αφού καλούσε σε διάλογο για την επίλυση των θεμάτων αυτών προέτρεπε το υποψήφιο προς ένταξη κράτος να φέρει την διαφορά στην Χάγη (όπου η Ελλάδα τότε είχε αποδεχθεί την γενική δικαιοδοσία χωρίς εξαιρέσεις για θέματα κυριαρχίας). Διαφορετικά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δήλωνε ότι στο τέλος του 2004 θα επανεξετάσει την κατάσταση σχετικά με τις επιπτώσεις κάθε διαφοράς στην ενταξιακή διαδικασία «προκειμένου να προαγάγει την επίλυσή τους μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου».
Βεβαίως είναι προφανές ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν έχει δυνατότητα να παραπέμπει μια διαφορά μεταξύ δυο κρατών στην Χάγη ,αλλά προφανώς θα περιορίζονταν σε σύσταση προς την Τουρκία ότι η μελλοντική ένταξη της συνδέεται και με την προσφυγή στην Χάγη.
Και η διατύπωση των Συμπερασμάτων, τα οποία έφεραν την υπογραφή της Ελλάδας πρακτικά προέβλεπαν και… απαιτούσαν την μονομερή προσφυγή της Τουρκίας εναντίον της χώρας μας για όλα όσα θεωρούσε «συνοριακές διαφορές και συναφή θέματα»…
Εντελώς λανθασμένη είναι η εντύπωση ότι τον Δεκέμβριο του 2004 η παραπομπή των ελληνοτουρκικών «διαφορών» στην Χάγη ήταν δρομολογημένη και αποτελούσε μονόδρομο…
Η Τουρκία με διαχρονική απέχθεια στο Διεθνές Δικαστήριο (εκτός ίσως της βραχύβιας συμφωνίας Καραμανλή-Ντεμιρέλ) δεν είχε σκοπό να εμπλακεί στην Χάγη και έτσι επέλεξε το χαρτί της διμερούς διαπραγμάτευσης ,αυτού που έγινε γνωστό ως διερευνητικές επαφές.
Η κυβέρνηση Σημίτη ήλπιζε ότι το ευρωπαϊκό χαρτί θα ήταν αποτελεσματικό ώστε να πιέσει την Τουρκία και να αγοράσει έτσι χρόνο μετά από μια επεισοδιακή τριετία ώστε απερίσπαστη να επιδοθεί στην προσπάθεια για ένταξη στο Ευρώ και στην προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Από το 2000 έως το 2004 όλες οι προσπάθειες της κυβέρνησης Σημίτη να προχωρήσει σε συνεννόηση με την Τουρκία κάνοντας χρήση του ευρωπαϊκού χαρτιού, δεν ευοδώθηκαν. Και μάλιστα σε μια εποχή που και οι κεμαλικές κυβερνήσεις αρχικά και κατόπιν η κυβέρνηση του ΑΚΡ και του Τ. Έρντογάν για διαφορετικούς λόγους επιθυμούσαν την πρόσδεση με την Ε.Ε.
Και σε ότι αφορά στην Κύπρο, παρά την αποσύνδεση μεταξύ της λύσης του Κυπριακού και της ένταξης στην Ε.Ε., η μεθόδευση της επιβολής επιδιαιτησίας με το Σχέδιο Ανάν και η ασφυκτική πίεση και οι πρωτοφανείς εκβιασμοί που ασκήθηκαν στους ελληνοκύπριους να αποδεχθούν το Σχέδιο αυτό, παρέπεμπαν σε συνεννόηση ότι Σχέδιο Ανάν και ένταξη θα προχωρήσουν μαζί. Μέχρι που ήρθε το δημοψήφισμα…
Η περίοδος Καραμανλή - Μολυβιάτη. Το δόγμα «ακινησίας» αντίδοτο στις παγίδες της Χάγης
Ο Κ. Καραμανλής και ο Π. Μολυβιάτης ανέλαβαν σε ένα ναρκοθετημένο πεδίο, καθώς λίγες ημέρες μετά τις εκλογές του 2004 ήταν υποχρεωμένοι να διαχειριστούν ένα Σχέδιο για το Κυπριακό το οποίο ήταν προφανές ότι ευνοούσε τις επιδιώξεις της Τουρκίας και το οποίο δύσκολα θα πέρναγε από δημοψήφισμα.
Και συγχρόνως είχαν να αντιμετωπίσουν την δύσκολη κατάσταση της επόμενης ημέρας της ένταξης της Κύπρου με άλυτο το κυπριακό, των απειλών της Τουρκίας και την απροκάλυπτη οργή ευρωπαίων που θεωρούσαν ότι είχαν εξαπατηθεί επειδή είχαν την πεποίθηση ότι Αθήνα και Λευκωσία θα έπειθαν τους ελληνοκύπριους να αποδεχθούν το Σχέδιο Ανάν.
Σύμφωνα με πληροφορίες ο Π. Μολυβιάτης παρέλαβε από τον Τ. Γιαννίτση, απερχόμενο ΥΠΕΞ, ένα σημείωμα για τις διερευνητικές το οποίο λίγο πολύ εμφάνιζε μεταξύ άλλων, ως θέμα για το ποιο θα έπρεπε να αποφασίσει η νέα κυβέρνηση, το εάν αποδέχεται συζήτηση περί γκρίζων ζωνών, όπως απαιτούσε η Τουρκία, δέσμευση περί μη μελλοντικής επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων...
Η «καυτή πατάτα» που είχε στα χέρια της η νέα κυβέρνηση ήταν εάν υπό αυτές τις συνθήκες θα πήγαινε στην Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου 2004 και με επίκληση της απόφασης του Ελσίνκι απαιτούσε από το Συμβούλιο είτε να διακόψει την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας (που όλοι «κανάκευαν» τότε) είτε να της ζητήσει να παραπέμψει τα θέματα που θεωρούσε «συνοριακές διάφορές και συναφή θέματα» στην Χάγη…
Οι κ. Καραμανλής και Μολυβιάτης, γνωστοί θιασώτες της αντίληψης ότι εάν ένα πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί με ιδανικοί τρόπο, ας μένει παγωμένο, επέλεξαν την διαφοροποίηση της στρατηγικής και την διαμόρφωση ενός άλλου χωρίς χρονοδιάγραμμα πλαισίου σύνδεσης των ευρωτουρκικών με τα ελληνοτουρκικά:
«Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τόνισε ότι είναι απαραίτητη η σαφής δέσμευση της Τουρκίας για σχέσεις καλής γειτονίας και χαιρέτισε τη βελτίωση των σχέσεων της Τουρκίας με τους γείτονές της καθώς και την προθυμία της να εξακολουθήσει να συνεργάζεται με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη με σκοπό την επίλυση των εκκρεμών συνοριακών διαφορών, κατά την αρχή της ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών σύμφωνα με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επανεξέτασε σύμφωνα με προηγούμενα συμπεράσματά του, του Ελσίνκι πιο συγκεκριμένα, την κατάσταση όσον αφορά τις εκκρεμείς διαφορές και χαιρέτισε τις διερευνητικές επαφές προς το σκοπό αυτό.
Επιβεβαίωσε εν προκειμένω την άποψή του ότι ανεπίλυτα θέματα που επηρεάζουν τη διαδικασία προσχώρησης θα πρέπει, εφόσον απαιτείται, να υποβάλλονται προς επίλυση στο Διεθνές Δικαστήριο. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα τηρείται ενήμερο για την σημειούμενη πρόοδο την οποία και θα παρακολουθεί, εφόσον απαιτείται».
Η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή δεν φρόντισε όμως να διαπραγματευθεί και να εξασφαλίσει ένα άλλο ισχυρό πλαίσιο για την επιδίωξη σταδιακής συμμόρφωσης της Τουρκίας με το κοινοτικό κεκτημένο και τις σχέσεις καλής γειτονίας και έτσι τον Οκτώβριο του 2005 όταν οι ΥΠΕΞ των χωρών μελών συνεδρίασαν στο Λουξεμβούργο η μόνη χώρα που είχε προβάλει ισχυρές αντιρρήσεις για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία ήταν η Αυστρία.
Καθώς Αθήνα και Λευκωσία δέχθηκαν να ανοίξουν οι διαπραγματεύσεις, ενώ η Τουρκία διατηρούσε αναλλοίωτο το casus belli, τις γκρίζες ζώνες, την τουρκική κατοχή στην Κύπρο και ακόμη και τότε δεν αναγνώριζε την Κυπριακή Δημοκρατία, με την ψήφο της οποίας ξεκίνησαν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις.
Υπήρχαν ακόμη ίσως ψευδαισθήσεις που γεννιόντουσαν είτε με την διπλωματία των σεισμών και τα ζεϊμπέκικα του Γ. Παπανδρέου προς τιμή του αείμνηστου Ι.Τζέμ ,αλλά και με τις κουμπαριές του Κ. Καραμανλή με τον Τ. Ερντογάν (όταν πήγε ως μάρτυρας στον γάμο της κόρης του τούρκου πρωθυπουργού).
Αυτή είναι μια σύντομη ιστορία του πώς ξεκίνησε και πώς κατέληξε το «Ελσίνκι ΄99»…