Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Η αντιπαράθεση της Τουρκίας με την Ελλάδα που διαρκεί για πολλές δεκαετίες προκύπτει, όπως φαίνεται από την βίαιη σύγκρουση των εθνών σε παλαιότερες ιστορικές περιόδους μεταξύ τους. Κάθε πλευρά κατέχει βαθιά ριζωμένη από μία αντιφατική αφήγηση σχετικά με την απειλή, καταπατήσεις και αδικίες που προκλήθηκαν από τον άλλο. Η απώλεια της εμπιστοσύνης μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδος είναι βαθιά, αντανακλάται δε στη συνεχιζόμενη, δραστική και δαπανηρή διαδικασία ενίσχυσης των στρατιωτικών δυνάμεων και των αμυντικών δυνατοτήτων τους.
Αφετηρία της παρούσας ανάλυσης είναι η παρατήρηση ότι ο κίνδυνος ακούσιας κλιμάκωσης σε ένα θερμό επεισόδιο μεταξύ Τουρκίας-Ελλάδας είναι αρκετά σοβαρός ώστε να δικαιολογούν την επανεξέταση για τον τρόπο με τον οποίο η υπάρχουσα σχέση αποτροπής μπορεί να γίνει πιο σταθερή.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για την έκρηξη μιας Ελληνοτουρκικής κρίσης.
Αντικειμενικά, είναι μια αντιπαράθεση μεταξύ γειτονικών συμμαχικών κρατών, στον Ευρωατλαντικό σχηματισμό, που κατέχουν συνολικά τις μεγαλύτερες ένοπλες δυνάμεις στο γεωπολιτικό χώρο των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, με τις τουρκικές να είναι ισχυρότερες. Οι προκλήσεις ασφαλείας στο ζωτικό χώρο μας είναι σημαντικές και αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη διεξάγουν ολοένα και περισσότερες στρατιωτικές δραστηριότητες στην ίδια ή σε εφαπτόμενες περιφέρειες με δυνάμεις του άλλου ως αντίπαλες, όπως στα Δυτικά Βαλκάνια, αλλά κυρίως στην Κύπρο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Επίσης με την απειλή χρήσης από πλευράς της Τουρκίας σκληρής ισχύος, αυξάνονται οι κίνδυνοι για την εξάπλωση των «γκρίζων ζωνών». Η θέσπιση κανόνων για αποτρεπτικούς λόγους και οι καλώς εννοούμενες κόκκινες γραμμές έχουν γίνει όλο και πιο θολές ή απουσιάζουν εντελώς, ιδίως στον επιχειρησιακό χώρο του Αιγαίου αλλά και σε νέους τομείς όπως στον κυβερνοχώρο ή σε παλαιούς τομείς όπως στις επιχειρήσεις πληροφόρησης. Επιπλέον, δραστηριότητες τρίτων μερών επηρεάζουν βαθιά τη σχέση Ελλάδας-Τουρκίας.
Σε πολλούς τομείς η σχέση αποτροπής, μπορεί να οικοδομηθεί με έναν πιο αποτελεσματικό διάλογο που σαφώς είναι ένα αναγκαίο πρώτο βήμα για την καταπολέμηση της αντιπαράθεσης. Όμως για τη λήψη μέτρων αποτροπής, απαιτείται να είναι σωστά σχεδιασμένα, λαμβάνοντας υπόψη τις αξίες του αντιπάλου, τα ενδιαφέροντα, τις προθέσεις και τις δράσεις, καθώς και την εκτίμηση επίλυσης και τέλος πρέπει να κατανοηθούν σωστά οι δυνατότητες του αντιπάλου. Ομοίως, για να είναι η αποτροπή αποτελεσματική, χρειάζεται να σηματοδοτήσει, σε αμφοτέρους τους αντιπάλους την αμοιβαία κατανόηση.
Ισχυρές αντιδράσεις από τη μία ή την άλλη πλευρά αλλά και «κακή συμπεριφορά» δεν έχουν θέση σε αυτή τη σηματοδότηση, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος να θεωρηθεί ως πρόκληση, εάν δεν είναι αναλογική ή δεν υπάρχει επαρκής επικοινωνία, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε πιο «κακή συμπεριφορά». Και για να αντιμετωπίσουμε τις κλιμακούμενες συνέπειες του εσφαλμένου υπολογισμού ή της παρεξήγησης, είναι απαραίτητα τα αξιόπιστα κανάλια επικοινωνίας.
Ταυτόχρονα, ο χώρος διαλόγου για τη διευκρίνιση των αποριών και την αποφυγή παρεξηγήσεων ή εσφαλμένων εκτιμήσεων συρρικνώνεται καθώς τα κανάλια επικοινωνίας είναι περιορισμένα. Τότε οι διαδικασίες χειρισμού περιστατικών που οδηγούν σε κρίση, αποφυγής κλιμάκωσης και μετριασμού των κινδύνων είναι είτε ανύπαρκτες είτε ανεπαρκείς. Σήμερα δεν υπάρχει διάλογος σε σχέση με τις μεταγενέστερες εποχές όπως την προ Ιμιών κρίση. Η τεχνογνωσία των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης των κρίσεων είναι ανύπαρκτη και είναι απαραίτητη μια νέα προσέγγιση για τη διεξαγωγή διαλόγου και τη διαχείριση κρίσεων, ειδικά για το νέες αναδυόμενες περιοχές του ανταγωνισμού.
Στόχοι των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης
Σε πολλά ζητήματα σχετικά με την ασφάλεια στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο, οι θέσεις της Ελλάδος και της Τουρκίας είναι διαμετρικά αντίθετες, χωρίς περιθώρια για συμβιβασμό. Πέρα από τις αντιλήψεις και τις αφηγήσεις, υπάρχει μια σειρά θερμών επεισοδίων που οδήγησαν μάλιστα σε οδυνηρές απώλειες και από τις δύο πλευρές. Αυτές οι διαφορές ως προς το απαράδεκτο της συμπεριφοράς της άλλης πλευράς πρέπει να αναγνωριστούν, καθώς αποτελούν το πλαίσιο εντός του οποίου θα εξεταστούν τυχόν συστάσεις για τη σταθεροποίηση της σχέσης.
Κατά συνέπεια, η παρούσα ανάλυση δεν προτείνει οποιαδήποτε μέτρα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ή για τον τερματισμό της αντιπαράθεσης. Δεν επιδιώκει να υποστηρίξει την ισορροπία των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών σε μια πιο σταθερή σχέση ισοτιμίας Ελλάδος και της Τουρκίας, καθώς καμία πλευρά δεν θα δεχόταν ίση ευθύνη με την άλλη για την αντιπαράθεση. Παρατηρεί απλώς ότι η αντιπαράθεση αυτή θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με πιο σταθερούς τρόπους με μικρότερο κίνδυνο και κόστος και μπορεί να προσφέρει συστάσεις για το πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό.
Η σταθερότητα στις σχέσεις Ελλάδος-Τουρκίας θα ενισχυθεί περισσότερο με τις εξεταζόμενες προσπάθειες για να αποκατασταθεί η αποτροπή με ένα “στοχοθετημένο διάλογο” για τη μείωση των κινδύνων ατυχήματος, εσφαλμένης κρίσης ή εσφαλμένου υπολογισμού που ενδέχεται να οδηγήσουν σε επιζήμια κλιμάκωση. Καθώς η αντιπαράθεση είναι σίγουρο ότι θα παραμείνει, έχει νόημα να επιδιώξουμε τον ελάχιστο, δυνατό κίνδυνο και κόστος για την κάθε πλευρά.
Εκτιμάται ότι μια τέτοια προσέγγιση θα είναι προς το συμφέρον και των δύο πλευρών. Ο καθένας θα παραμείνει πεπεισμένος ότι ο άλλος είναι υπεύθυνος για την επιδείνωση της σχέσης. Ο καθένας μπορεί να θεωρήσει ότι μόνο ο ίδιος μπορεί να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του και να αμυνθεί από τις προκλητικές ενέργειες του άλλου δείχνοντας ότι είναι έτοιμος να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε οποιαδήποτε κλιμάκωση.
Ποια η αξιοπιστία για να διατηρηθεί μια ηθική θέση, στη διαχείριση κινδύνων από κοινού.
Ταυτόχρονα, η κάθε πλευρά αναμένει την επίτευξη των συμφερόντων της εις βάρος της άλλης, αφού ο καθένας βλέπει το χρόνο να είναι στο πλευρό του. Έτσι, ο υπολογισμός για κάθε πλευρά θα είναι η διαχείριση του ανταγωνισμού τόσο με ασφάλεια όσο και πιο ανέξοδα μπορούν κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου. Πρέπει επίσης να γίνει διάκριση μεταξύ της προσπάθειας αποσταθεροποίησης του αντιπάλου, καθώς ο καθένας ήδη υποπτεύεται τον άλλο για μια πιθανή ενέργεια αστάθειας στη στρατηγική σχέση με τον άλλο. Η Τουρκία, για παράδειγμα, μπορεί να δει ως πλεονέκτημα την καθοδήγηση, του λεγομένου μουσουλμανικού τόξου στα Βόρεια σύνορά μας και να προωθήσει την αστάθεια στην εσωτερική πολιτική στην πατρίδα μας για να διατηρήσει ένα ενεργό, ακόμη και στρατηγικό ενδιαφέρον για σταθερότητα στις αποτρεπτικές σχέσεις της με την Ελλάδα. Μπορεί όμως να αντιλαμβάνεται ότι και η Ελλάδα προσπαθεί να διαταράξει την ασφάλεια της με τις τριμερείς συμφωνίες που έχει συνάψει στη Μεσόγειο.
Συμπεράσματα
Συμπερασματικά, δημιουργείται η απορία εάν είναι δυνατό να διατηρήσουμε μια θέση αρχής κατά τη διαχείριση των κινδύνων από κοινού. Οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες για συμφωνίες και διαφάνεια με μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην κορύφωση της αντιπαράθεσης των ελληνοτουρκικών διαφορών και ίσως προσφέρουν επιπλέον πρότυπα με τις παρακάτω προϋποθέσεις και παραδοχές.
Τα στάδια σταθεροποίησης δεν πρέπει να σημαίνουν την αποδυνάμωση μιας από τις δύο πλευρές των αρχών και της πολιτικής θέσης τους ή να γίνουν μια ολισθηρή πλαγιά στην "καθημερινή επιχειρησιακή εργασία".
Θα πρέπει να μπορούν να παραλληλιστούν με τη συνεχή σταθερότητα. Πράγματι, τα αιτήματα του διαλόγου με την Τουρκία επιβάλλουν μια συλλογική πειθαρχία και σαφήνεια σηματοδότησης που απουσιάζει σήμερα.
Στην τουρκική περίπτωση, η επιδίωξη του κατευνασμού θα ήταν δυνατό να δώσουν μήνυμα αδυναμίας. Ο διάλογος σχετικά με τη σταθερότητα αποτροπής δεν θα θεωρηθεί από το εγχώριο ακροατήριο ως ανταμοιβή για την παρελθούσα συμπεριφορά ή νομιμοποίηση της άλλης πλευράς, αν γίνει το λάθος να το παρουσιάσουμε ως τέτοιο.
*Ο κ. Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύαρχος ε.α., ΠΝ.