(Φωτ.: 21/11/2015 - Βουλή των Ελλήνων. Απόσπασμα από τον εορτασμό της ημέρας των Ενόπλων Δυνάμεων. Οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις αντιμετώπισαν το αμυντικό πρόβλημα της χώρας σε γενικές γραμμές ναι μεν ικανοποιητικά, αλλά με απουσία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, κάνοντας τις περισσότερες φορές διαχείριση μόνο του… «σήμερα».)
Του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου*
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η χώρα μας αντιμετωπίζει μία διαρκή και εκπεφρασμένη απειλή από την Τουρκία ως αποτέλεσμα της διαχρονικής αναθεωρητικής της πολιτικής, που άρχισε να εφαρμόζει την επόμενη κιόλας ημέρα της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάνης και έλαβε εξαιρετικά ανησυχητικές διαστάσεις μετά το 1974 με την εισβολή στην Κύπρο. Επιπροσθέτως, η Τουρκία επιδιώκει ηγεμονική παρουσία και επέκταση της παρουσίας και επιρροής της αντιστοίχως στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και στην Ευρώπη με μία συνεχή πίεση προς της Ελλάδα, την οποία θεωρεί εμπόδιο στην νέο–οθωμανική της πολιτική.
Τι είναι αποτροπή και πότε είναι αυτή αξιόπιστη!
Για την εξασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας και την κατοχύρωση της εθνικής μας ανεξαρτησίας και κυριαρχίας απαιτείται δημιουργία και η διατήρηση αξιόπιστης αποτρεπτικής ικανότητας ως έκφρασης της συνολικής εθνικής ισχύος. Αυτό αποτελεί καθήκον όλων των Ελλήνων, αλλά πρωτίστως της κυβέρνησης, με βασικό «εργαλείο» τις Ένοπλες Δυνάμεις μας.
Η ενεργή και αποτελεσματική διπλωματία, το κύρος της πολιτικής ηγεσίας, οι υγιείς πολιτικοί θεσμοί, η οικονομική ευρωστία, το φρόνημα του λαού, η έρευνα και η τεχνολογία, η αμυντική βιομηχανία αλλά και η μεγίστη δυνατή εκμετάλλευση της συμμετοχής μας σε διεθνείς οργανισμούς, σε συλλογικά όργανα ασφαλείας και σε συμμαχίες είναι οι υπόλοιποι παράγοντες που συνθέτουν τη συνολική εθνική ισχύ που υπολογίζει ένας αντίπαλος. Τι είναι όμως αποτροπή και πότε αυτή είναι... αξιόπιστη; Με απλά λόγια, αποτροπή είναι η αντίληψη που έχει ο αντίπαλος (μετά από εκτίμηση και πριν αποφασίσει να ενεργήσει) ότι σε οποιασδήποτε μορφής χαμηλής ή υψηλής εντάσεως σύγκρουση που θα προκαλέσει το κόστος που θα καταβάλει θα είναι μεγαλύτερο ή τουλάχιστον ίσο με το όφελος που επιδιώκει. Η αποτροπή είναι αξιόπιστη όταν αυτή πείθει την αντίπαλο ότι θα χρησιμοποιηθεί και ότι δεν πρόκειται για μία… μπλόφα και για αυτό επιβάλλεται να είναι διακηρυκτική.
Εθνική Άμυνα και οικονομική κρίση
Στο σημερινό άρθρο όμως θα μιλήσουμε για την Εθνική Άμυνα και την κατάσταση στις Ένοπλες Δυνάμεις, που, όπως προαναφέρθηκε, αποτελούν το βασικό «εργαλείο» αποτροπής και πολύ σύντομα θα δημοσιεύσουμε τις απόψεις μας και για το πώς χάθηκε η… αξιοπιστία της αποτροπής. Μάλιστα θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί τι θέλαμε τόσο μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα που το πληρώσαμε μάλιστα και «χρυσό», αφού δεν πείσαμε ποτέ κανένα ότι η Ελλάδα είχε ποτέ τη βούληση να «χρησιμοποιήσει» την πολεμική της μηχανή αν ποτέ αναγκαζόταν.
Οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις αντιμετώπισαν το αμυντικό πρόβλημα της χώρας σε γενικές γραμμές ναι μεν ικανοποιητικά, αλλά με απουσία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, κάνοντας τις περισσότερες φορές διαχείριση μόνο του… «σήμερα». Αρκετά δομικά προβλήματα ζητούσαν επιτακτικά λύσεις, αλλά τα κόμματα που εναλλάσσονταν στην εξουσία τα αντιμετώπιζαν με εκλογοθηρικά και μικροπολιτικά κριτήρια και αναπόφευκτα κατέληγαν σε λανθασμένες αποφάσεις. Σε αυτές τις πολιτικές παθογένειες ήλθαν και… έδεσαν οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, οι ανεπάρκεια και οι συντεχνιακές αντιλήψεις ανωτάτων υπηρεσιακών παραγόντων και μάλιστα κάποιων αρχηγών επιτελείων που εμπόδισαν τον πραγματικό εκσυγχρονισμό και την ουσιαστική βελτίωση των ΕΔ με μία εξορθολογισμένη επαύξηση της επιχειρησιακής ικανότητος. Τα προβλήματα στον χώρο της Άμυνας συνεχώς διογκούμενα έφθασαν στην αποκορύφωση της οικονομικής κρίσης με την ουσιαστική χρεοκοπία μας να είναι πλέον τεράστια, ενώ η αναγκαιότητα για δημοσιονομική προσαρμογή κατέστησαν τη διαχειρισιμότητά τους δυσχερή έως αδύνατη.
Μέχρι και το 2010, οπότε η χώρα ουσιαστικά πτώχευσε, τα κόμματα που εναλλάσσονταν στη διακυβέρνηση σε ό,τι αφορά στην Εθνική Άμυνα και Ασφάλεια κατέληγαν με παρόμοια λόγια στις ίδιες εξαγγελίες για «δημιουργία συγχρόνων ισχυρών, αποτελεσματικών Ενόπλων Δυνάμεων, εξορθολογισμό των δαπανών, μικρότερο κόστος λειτουργίας και μέγιστη διαθεσιμότητα, πλήρη αξιοποίηση, των υπαρχόντων οπλικών συστημάτων και μέσων. Αλλαγή της δομής των Ενόπλων Δυνάμεων, με μείωση των μονάδων και στρατοπέδων. Αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού με αξιοκρατία και διαφάνεια». Δυστυχώς αυτές οι εξαγγελίες παρέμειναν… απλά λόγια! Όταν άρχισε η περιδίνηση από τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση, αρχίσαμε να ακούμε ότι «η οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε δεν θα αποτελέσει πρόσχημα για τη μείωση της αποτρεπτικής ικανότητας και του αξιόμαχου των Ενόπλων Δυνάμεων» και… «να μη γίνει η οικονομική κρίση, κρίση κυριαρχίας και εθνικής ασφάλειας». Εδώ τα λόγια ήταν ακόμα πιο… κενά. Θα περιμέναμε η διαχείριση των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσεως στη στρατιωτική ισχύ της χώρας να αναδεικνύονταν σε πρώτη προτεραιότητα. Δυστυχώς όμως η Άμυνα αφέθηκε σε δεύτερη ή ακόμα και σε τρίτη… μοίρα.
(Φωτ.: Εξωτερική άποψη του υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Είναι μεγάλο λάθος να καλλιεργείται σε ευρύ φάσμα του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας εντέχνως η ιδέα ότι οι αμυντικές δαπάνες είναι πολύ μεγάλες, όχι τόσο χρήσιμες, διογκώνονται από το στρατιωτικό κατεστημένο, μέρος τους δεν κατευθύνεται στην άμυνα αλλά σε άλλους σκοπούς και τέλος δεν στηρίζουν την αποτρεπτική μας ικανότητα.)
Οι περικοπές στους λειτουργικούς και αναπτυξιακούς Προϋπολογισμούς ξεπέρασαν το 50%, δηλαδή διπλάσιο της μείωσης του ποσοστού του ΑΕΠ. Επειδή δεν συνοδεύτηκαν από τις ανάλογες διορθωτικές και εξισορροπητικές ενέργειες, οι τεράστιες αυτές περικοπές οδήγησαν στον περιορισμό της λειτουργικότητας, υποστήριξης, εκπαίδευσης, ανανέωσης βασικών οπλικών συστημάτων και του κυρίου υλικού. Επιπροσθέτως μηδένισαν τη στρατιωτική παρουσία μας στις περιοχές κρίσιμου εθνικού ενδιαφέροντος, ενώ προκλήθηκε και σημαντική συρρίκνωση της αμυντικής βιομηχανίας. Σε αυτό το σημείο όμως θα πρέπει να τονισθεί ότι σε όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης, οι διοικήσεις και το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων έχουν υπερβάλει εαυτούς και ξεπέρασαν τις παρεχόμενες δυνατότητες για να ελαχιστοποιήσουν τις προαναφερθείσες αρνητικές επιδράσεις στην επιχειρησιακή ετοιμότητα.
Εδώ και πολλά χρόνια είναι αδήριτη ανάγκη εξορθολογισμού των οικονομικών πόρων που διατίθενται στην άμυνα, καθόσον συνεχίζαμε μέχρι και σήμερα να διατηρούμε μία αντιοικονομική και παρωχημένη δομή, ενώ κάποιες υπερβολές εξέτρεψαν τους στόχους της αμυντικής προσπάθειας. Είναι μεγάλο όμως λάθος να καλλιεργείται σε ευρύ φάσμα του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας εντέχνως η ιδέα ότι οι αμυντικές δαπάνες είναι πολύ μεγάλες, όχι τόσο χρήσιμες, διογκώνονται από το στρατιωτικό κατεστημένο, μέρος τους δεν κατευθύνεται στην άμυνα αλλά σε άλλους σκοπούς και τέλος δεν στηρίζουν την αποτρεπτική μας ικανότητα.
Πώς διαμορφώνεται η σημερινή κατάσταση
Όποιες προσπάθειες καταβλήθηκαν μέχρι σήμερα ήταν αποσπασματικές, μονοδιάστατες, άτολμες, περιορισμένου στόχου και τελικά αναποτελεσματικές. Κάποιες περιορισμένες οργανωτικές μεταβολές δεν είχαν ουσιαστική αξία. Η θεσμική λειτουργία διαχείρισης της άμυνας υποβαθμίστηκε, για να μην πω ότι δεν λειτούργησε και η διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού έγινε κατά βάση με γνώμονα την αποκόμιση κομματικού οφέλους, στο πλαίσιο πελατειακών σχέσεων, αποστερώντας τις ΕΔ πολύτιμο και αξιόλογο προσωπικό και, για να είμαστε δίκαιοι, αυτό έγινε με τη σιωπή ή ακόμα και την υποστήριξη κάποιων αρχηγών επιτελείων. Κάποιοι άλλοι που δεν σιώπησαν…αντικαταστάθηκαν πριν συμπληρώσουν χρόνο ή εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση! Απόρροια αυτού ήταν η δημιουργία κλίματος καχυποψίας και έλλειψης εμπιστοσύνης των στρατιωτικών προς το πολιτικό σύστημα.
(Φωτ.: Αυτό που κάποιοι φοβόνταν, δηλαδή «να μη γίνει η οικονομική κρίση κρίση κυριαρχίας και εθνικής ασφάλειας» άρχισε δυστυχώς να γίνεται πραγματικότητα. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί πως σε όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης, οι διοικήσεις και το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων έχουν υπερβάλει εαυτούς και ξεπέρασαν τις παρεχόμενες δυνατότητες για να ελαχιστοποιήσουν τις προαναφερθείσες αρνητικές επιδράσεις στην επιχειρησιακή ετοιμότητα.)
Ας δούμε την πραγματικότητα, χωρίς παραμορφωτικούς φακούς και ας ομολογήσουμε την πικρή αλήθεια! Το αμυντικό μας σύστημα… χωλαίνει και η αποτρεπτική ικανότητα της χώρας, αφού έχασε τη αξιοπιστία, της δεν είναι πια και τόσο…αποτρεπτική. Και χωλαίνει τη στιγμή που η νέο-οθωμανική και ηγεμονική Τουρκία συνεχίζει να αποτελεί απειλή για τα ζωτικά εθνικά μας συμφέροντα, επιδιώκοντας να καταστήσει την Ελλάδα μία «φιλανδοποιημένη» χώρα, αν όχι κράτος - δορυφόρο, πράγμα που έχει αρχίσει να πετυχαίνει (εδώ φοβόμαστε ακόμα και να… καταγγείλουμε τον ρόλο της στο προσφυγικό - μεταναστευτικό πρόβλημα, μήπως και «θυμώσει»). Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε και το γεγονός ότι οι εξελίξεις στη διεθνή γειτονιά μας προκαλούν αστάθεια και ρευστότητα, πυροδοτώντας γεωπολιτικές ανακατατάξεις, ενώ το επιχειρησιακό περιβάλλον γίνεται όλο και πιο σύνθετο. Αυτό που κάποιοι φοβόνταν, δηλαδή «να μη γίνει η οικονομική κρίση κρίση κυριαρχίας και εθνικής ασφάλειας» άρχισε δυστυχώς να γίνεται πραγματικότητα. Ακόμα και κάποιοι αφελείς αρχίζουν να κατανοούν ότι το πρόβλημα της Άμυνας – Ασφάλειας της χώρας δεν επιλύεται μέσα από τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην… Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), όπως αφελώς πίστευαν. Εμείς οι ίδιοι πρέπει να επιλύσουμε το πρόβλημα αυτό.
Είναι δυνατή η αναστροφή της κατάστασης;
Και τώρα φθάνουμε στο κρίσιμο ερώτημα! Μπορούμε τελικά να αντιμετωπίσουμε το αμυντικό πρόβλημα της χώρα με τις συνθήκες που έχουν πλέον διαμορφωθεί; Την απάντηση στο κρίσιμο αυτό ερώτημα πρέπει να τη δώσει η ίδια η κυβέρνηση, η οποία θεσμικά φέρει την ευθύνη, σύμφωνα με το ισχύον νομικό πλαίσιο, αλλά και ο ολόκληρος πολιτικός κόσμος σε ο,τι του αναλογεί. Βασική προϋπόθεση είναι η κατανόηση και αποδοχή εκ μέρους της κοινωνίας της σκοπιμότητος και της αναγκαιότητος αποκαταστάσεως της αποτρεπτικής μας ικανότητας. Πώς όμως θα κατανοηθεί αυτό από την κοινωνία, όταν στις τελευταίες εκλογές η Άμυνα απουσίαζε εντελώς από την πολιτική ατζέντα; Όταν στα λεγόμενα debates ούτε μία ερώτηση, ούτε καν νύξη δεν έγινε σε θέματα που αφορούν στις Ένοπλες Δυνάμεις (αλλά και γενικότερα στην εξωτερική πολιτική);
Σε μακρές συζητήσεις που είχα μαζί του, ο επίτιμος Α/ΓΕΣ στρατηγός ε.α. Κωνσταντίνος Γκίνης μου έδωσε τη δική του προσέγγιση, όπως την είχε περιγράψει πριν από μερικούς μήνες σε δημόσια παρέμβαση του 2ο Συνέδριο Ελληνικής Υψηλής Στρατηγικής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ). Θεωρεί εφικτή την αναστροφή της καταστάσεως και εκτιμά ότι υπάρχει λύση και μάλιστα τάχιστα εφαρμόσιμη και χωρίς σοβαρές οικονομικές «παρενέργειες». Απαιτείται όμως ολιστική και τολμηρή αντιμετώπιση, με συντονισμένες πολιτικές, με οργανωμένο σχέδιο, με βαθιές αλλαγές και ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις, με κατευθυντήριο άξονα τη συντήρηση και ανάπτυξη δυνατοτήτων προς υποστήριξη της εθνικής στρατηγικής και βάση τη γνώση και ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού.
Η λύση αυτή πρέπει είναι ένας πραγματικός και συνεχής μετασχηματισμός των ΕΔ και όχι μια απλή αναδιοργάνωση. Η όποια λύση είναι βαθιά πολιτική, συνιστά τεράστια εθνική πρόκληση και ξεπερνά τις δυνατότητες των εκάστοτε κυβερνήσεων. Για τη διαμόρφωση της εθνικής πρότασης - λύσης για την αντιμετώπιση της καταστάσεως, λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης, ο στρατηγός μάλιστα προτείνει τη συγκρότηση μιας επιτροπής, με συμμετοχή εκπροσώπων όλου του πολιτικού φάσματος και επικεφαλής μια πολιτική προσωπικότητα εγνωσμένου κύρους. Η επιτροπή αυτή θα καταγράψει τις τρέχουσες δυνατότητες και, με βάση τους πραγματικούς διαθέσιμους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους, θα διαμορφώσει από διαφορετική βάση τις νέες ΕΔ, με ορίζοντα τουλάχιστον εικοσαετίας, με στόχο να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τις προκλήσεις, απειλές και τους κινδύνους του μέλλοντος και να διασφαλίσουν την υποστήριξη της υψηλής στρατηγικής της χώρας.
Αντί επιλόγου
Η ειρήνη είναι το υπέρτατο αγαθό της ανθρωπότητας. Οι σχέσεις καλής γειτονίας με την Τουρκία δομούνται επάνω στον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, στην ασφάλεια, στην εμπιστοσύνη και στην αξιοπρέπεια των λαών. Η σταθερότητα και η ειρήνη με την αναθεωρητική και ηγεμονική Τουρκία διασφαλίζεται με όλα τα μέσα που συνθέτουν τη συνολική εθνική ισχύ, με βασικότερο συντελεστή τη στρατιωτική ισχύ (χωρίς να παραγνωρίζεται η σημασία και των λοιπών προαναφερθέντων μέσων) και έτσι επιτυγχάνεται η αποτροπή της οποιαδήποτε επιβουλής και του πολέμου. Η «αποφυγή του πολέμου» είναι κάτι τελείως διαφορετικό από την «αποτροπή του πολέμου» και ας μην ξεχνάμε αυτό που είχε επισημάνει ο πατέρας του ρεαλισμού στις Διεθνείς Σχέσεις, ο Θουκυδίδης:
«Ο ισχυρός προχωρά όσο του επιτρέπει η δύναμη του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του»!
* Ο αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Λουκόπουλος είναι συντονιστής - υπεύθυνος για τα θέματα Άμυνας και Διπλωματίας στο liberal.gr. Είναι απόφοιτος της ΣΕΘΑ και έχει περατώσει Στρατηγικές Σπουδές Ασφαλείας. Διατέλεσε εκπρόσωπος Τύπου του Α/ΓΕΕΘΑ, διευθυντής Διεθνών Σχέσεων στο ΥΕΘΑ/ΓΓΟΣΑΕ, και υπηρέτησε σε διοικητικές και επιτελικές θέσεις στην Ελλάδα και στο ΝΑΤΟ.