Της Θεανούς Δαμιάνας Αγαλόγλου*
Εδώ και τέσσερις περίπου βδομάδες το θέμα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν έχει επιστρέψει στην επικαιρότητα. Η απόφαση του Αμερικανού Προέδρου Donald Trump να μην επικυρώσει τη συμφωνία του Ιουλίου 2015 δημιουργεί ίσως καινούρια δεδομένα. Η μη-επικύρωση της εν λόγω συμφωνίας δε σηματοδοτεί αυτόματα την αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από αυτή. Το Κογκρέσο καλείται να αποφασίσει στα μέσα Δεκεμβρίου για τα επόμενα βήματα λαμβάνοντας υπόψη τις καταθέσεις ειδικών που έχουν αρχίσει να πραγματοποιούνται. Τα σενάρια είναι είτε να αποφασιστεί ο τερματισμός της συμφωνίας από την πλευρά της Ουάσιγκτον είτε να ανοίξει ο δρόμος για βελτίωσή της με επιβολή επιπρόσθετων κυρώσεων είτε να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν.
Πέρα από τη μελλοντική στάση του Κογκρέσου, που αυτή τη στιγμή δε μπορεί να προκαθοριστεί, το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι γιατί ο Trump αποφάσισε να ξαναβάλει στην ατζέντα ένα θέμα το οποίο φαινόταν πως είχε προσωρινά κλείσει. Βάσει νόμου ο Αμερικανός Πρόεδρος είναι υποχρεωμένος να πιστοποιεί ενώπιον του Κογκρέσου κάθε 90 ημέρες, εάν το Ιράν τηρεί τις δεσμεύσεις που προβλέπονται από τη συμφωνία και εάν η άρση των κυρώσεων βάσει των συμφωνηθέντων είναι προς το εθνικό συμφέρον της χώρας. Ο Trump είχε επικυρώσει τη συμφωνία δύο φορές αλλά την τρίτη άλλαξε γραμμή. Πρέπει να υπενθυμιστεί πως ο ίδιος ήταν εξαρχής αρνητικός αλλά επηρεασθείς από τους Υπουργούς Εξωτερικών, Rex Tillerson και James Mattis, εμφανίστηκε τις δύο πρώτες φορές πιο συμβιβαστικός. Πλέον, όμως, είναι πιο ξεκάθαρος και σύμφωνος με τον αρχικό προσανατολισμό του.
O Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας – ο οποίος είναι υπεύθυνος για την παρακολούθηση της συμφωνίας – εκτιμά πως η Τεχεράνη συμμορφώνεται με πολλούς από τους όρους της. Παρόλα αυτά, ειδικοί στο Κογκρέσο δεν υιοθετούν αυτή την προσέγγιση και κάνουν λόγο για πολλές παραβιάσεις, για παράδειγμα στους κανονισμούς του βαρέος ύδατος. Παράλληλα, ακόμα και οι υποστηρικτές της συμφωνίας δεν αμφισβητούν το γεγονός πως το Ιράν δεν δρα στο «πνεύμα» αυτής. Γίνεται λόγος για την υποστήριξη που προσφέρει σε τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Χεζμπολάχ, τη χρηματοδότηση σκληρών πολιτοφυλακών από Σιίτες στο Ιράκ, τη στήριξη του καθεστώτος του Bashar Al Assad στη Συρία και τη συνεχιζόμενη εκτόξευση βαλλιστικών πυραύλων. Με άλλα λόγια, ακόμα και αν η Τεχεράνη τηρεί κάποιους από τους προβλεπόμενους όρους, δεν βελτιώνει την προβληματική στάση του στη Μέση Ανατολή . Άρα, η συμφωνία δεν εξυπηρετεί τα ζωτικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω ο Trump ζητά πρακτικά από το Κογκρέσο να εγκρίνει νέες κυρώσεις κατά του Ιράν προκειμένου να επιβληθούν αυστηρότεροι όροι στην ήδη υπάρχουσα συμφωνία. Πρόκειται για μία συλλογιστική η βάση της οποίας μπορεί να δικαιολογηθεί αλλά αυτή καθεαυτή εμπεριέχει κινδύνους. Για τους περισσότερο αισιόδοξους, η Τεχεράνη θα δείξει μεγαλύτερη διάθεση συνεργασίας, καθώς θα αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι η Ουάσιγκτον δεν είναι διατεθειμένη να ανέχεται την τακτική της. Ακολούθως, οι εταίροι των Ηνωμένων Πολιτειών θα αντιληφθούν πως είναι ανάγκη να πιέσουν το Ιράν και αναφορικά με τη γενικότερη πολιτική του στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Ωστόσο, οι πιο απαισιόδοξοι σημειώνουν πως η κυβέρνηση της Τεχεράνης χάνει πλέον κάθε κίνητρο συνεργασίας με τη διεθνή κοινότητα. Λένε, ακόμα, ότι μία ενδεχόμενη κατάργηση της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν δεν θα βοηθούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες να αντιμετωπίσουν την «επιθετική» συμπεριφορά της χώρας. Κι'' αυτό γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες θα δυσκολευτούν να πείσουν τους εταίρους τους να επαναφέρουν κυρώσεις, ενώ αν τερματιστεί η συμφωνία, η Τεχεράνη θα είναι ουσιαστικά ελεύθερη να ξεκινήσει εκ νέου το πυρηνικό της πρόγραμμα. Τέλος, πολλοί αναλυτές εκτιμούν πως ο Trump – επιμένοντας σε μονομερείς ενέργειες – επηρεάζει αρνητικά τις προοπτικές διεθνούς συνεργασίας και τραυματίζει εκ νέου τις διατλαντικές σχέσεις.
Σε κάθε περίπτωση, ο Αμερικανός Πρόεδρος βάζει στην ατζέντα ένα ζήτημα που δεν είχε επιλυθεί οριστικά με τη συμφωνία του 2015. Από το 2025 και μετά το Ιράν θα μπορούσε έτσι κι αλλιώς – έχοντας κερδίσει πόρους και χρόνο – να συνεχίσει το πυρηνικό του πρόγραμμα κανονικά. Συνεπώς, η απόφαση του Trump, παρόλο που δεν ικανοποιεί την Ευρώπη η οποία έχει σημαντικά ενεργειακά συμφέροντα στο Ιράν, θα έπρεπε να ληφθεί από τον ίδιο ή τον διάδοχό του λίγα χρόνια αργότερα με γνώμονα την ασφάλεια. Απομένει να δούμε αν ο Αμερικανός Πρόεδρος θα δικαιωθεί για τη χρονική στιγμή της επιλογής του και το ρίσκο που αναλαμβάνει.
*Η κα Θεανώ Δαμιάνα Αγαλόγλου είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Διεθνών Σχέσεων από το London School of Economics and Political Science.