Το «όπλο» της απόλυτης συσκότισης για το περιεχόμενο των συνομιλιών για το Κυπριακό, με στόχο τον αιφνιδιασμό της κυπριακής κοινής γνώμης ώστε να μην υπάρχει χρόνος για ανάλυση και εμπέδωση των προνοιών της λύσης που ετοιμάζεται στο παρασκήνιο, επιστρατεύει ο Νίκος Αναστασιάδης.
Στο πλαίσιο αυτής της επικοινωνιακής τακτικής εντάσσεται όπως όλα δείχνουν, και η διανομή -κατ' αρχήν στα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου και η διαρροή του κατόπιν στα ΜΜΕ- του σημειώματος με τα σημεία της τοποθέτησης του κ. Αναστασιάδη στην συνάντηση που είχε στο Νταβός με τον γ.γ. του ΟΗΕ Μπαν κι Μουν, παρουσία και του τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί.
Με αφορμή τη διαρροή του σημειώματος αυτού, το οποίο φυσικά κάθε άλλο πάρα δίνει ακριβή εικόνα για το τι ακριβώς έχει συμφωνηθεί και σε ποια σημεία των συγκεκριμένων κεφαλαίων υπάρχει διαφωνία, η κυπριακή κυβέρνηση βρήκε την ευκαιρία να δηλώσει ότι πλέον τίθεται υπό αμφισβήτηση η δυνατότητα γνωστοποίησης των εγγράφων των συνομιλιών στο Εθνικό Συμβούλιο, υπό τον φόβο νέων διαρροών…
Αυτή η επιλογή δεν φαίνεται να είναι τυχαία, καθώς η κυβέρνηση Αναστασιάδη δείχνει αποφασισμένη να αποφύγει τα «λάθη» του παρελθόντος, όταν το Σχέδιο Ανάν δημοσιοποιήθηκε δυο χρόνια πριν την τελική του μορφή και την παραπομπή του σε δημοψήφισμα, οπότε υπήρχε άφθονος χρόνος ώστε να ενημερωθεί αναλυτικά η κοινή γνώμη για το προβληματικό περιεχόμενο του.
Έτσι επιτυγχάνοντας την γενική συσκότιση για το περιεχόμενο της εκκολαπτόμενης συμφωνίας, ο κ. Αναστασιαδης ελπίζει ότι θα μπορέσει να κερδίσει το δημοψήφισμα, βασιζόμενος κυρίως στην δυναμική που θα δημιουργηθεί επικοινωνιακά με την στήριξη της Ε.Ε. και των ΗΠΑ, πριν γίνουν επακριβώς γνωστές οι λεπτομέρειες του Σχεδίου.
Δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο διάστημα καταβάλλεται μια ιδιαίτερα επίμονη προσπάθεια να διαμορφωθεί περιρρέουσα ατμόσφαιρα ότι η λύση του Κυπριακού (όποια λύση κι αν είναι αυτή) θα επιφέρει οικονομική «έκρηξη» στο νησί, με εισροή τεράστιων ξένων επενδύσεων.
Πέραν του ότι όλες αυτές οι «μελέτες» είναι έωλες και χωρίς καμία βάση, επιχειρείται απλώς να εξουδετερωθεί ένα νέο μεγάλο πρόβλημα που έχει ανακύψει στην διαδικασία για την επίλυση του Κυπριακού, που αφορά ακριβώς το ποιος θα πληρώσει το κόστος της λύσης.
Σε αυτό θα πρέπει να συμπεριληφθεί:
- το κόστος της σύγκλισης των οικονομιών των δυο συνιστώντων κρατιδίων, με δεδομένη την τεράστια υστέρηση της τουρκοκυπριακής οικονομίας έναντι της οικονομίας της Κυπριακής Δημοκρατίας,
- το κόστος για την προσαρμογή και την συμβατότητα των υποδομών και κυρίως
- το κόστος της ρύθμισης του περιουσιακού, ώστε να εξασφαλισθούν οι αναγκαίοι πόροι για τις αποζημιώσεις όσων ελληνοκυπρίων δεν πάρουν πίσω τις περιουσίες τους, άλλα και όσων τουρκοκυπρίων και εποίκων υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν καταπατημένες ελληνοκυπριακές περιουσίες.
Πάρα τις διαρροές ότι δήθεν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα έχουν δείξει ενδιαφέρον να συνδράμουν, είναι προφανές ότι οι διεθνείς αυτοί οργανισμοί ακόμη και αν εξασφαλίσουν την συναίνεση των μελών τους, μόνο μικρά ποσά θα μπορούσαν να συνεισφέρουν, ενώ υπενθυμίζεται ότι και την περίοδο του Σχεδίου Ανάν οι περίφημοι «δωρητές» τελικά είχαν συγκεντρώσει λιγότερα από ένα δισεκατομμύριο δολάρια…
Επίσης οι γενικόλογες αναφορές στο πλαίσιο της λύσης του περιουσιακού, όπου θα υπάρχουν πολύπλοκα κριτήρια και θα αποφαίνεται ειδική Επιτροπή που θα συμμετέχουν ισότιμα Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι, δεν θα επιτρέπουν στους ελληνοκύπριους να γνωρίζουν, πριν φράσουν στην κάλπη του δημοψηφίσματος, εάν θα τους επιστραφεί η περιουσία τους ή στην περίπτωση που αποζημιωθούν ποιο θα είναι το ποσό της αποζημίωσης και με ποια μορφή αυτό θα καταβληθεί (μετρητά, ομόλογα κλπ.).
Η απουσία, προς το παρόν, ρυθμίσεων που μπορεί να προσφέρουν ένα ουσιαστικό κίνητρο για τους ελληνοκύπριους ώστε να στηρίξουν έναν επώδυνο συμβιβασμό και, η ταυτόχρονη ικανοποίηση της τουρκικής απαίτησης για διζωνικό χαρακτήρα της λύσης, είναι που οδηγεί τον κ. Αναστασιάδη σε αυτή την τακτική της «εποικοδομητικής ασάφειας» και της επιλογής να μην υπάρξει καμία ενημέρωση για το περιεχόμενο των συνομιλιών…
Παράλληλα ο κ. Αναστασιάδης με την πλήρη συναίνεση της Αθήνας προβάλει ως πρώτο και κυρίαρχο ζήτημα εκείνο των Εγγυήσεων, το οποίο παραμένει βεβαίως σημαντικό και για ψυχολογικούς-συμβολικούς λόγους, αλλά είναι προφανές ότι ακόμη και η κατάργησή τους δεν στερεί την δυνατότητα σε μια αλαζονική Τουρκία να παρέμβει μονομερώς στην Κύπρο, ούτε φυσικά αποτελεί εγγύηση για την διαμόρφωση μιας βιώσιμης ομοσπονδιακής λύσης.