Η βασική επιδίωξη της Άγκυρας εδώ και πολλά χρόνια είναι μία. Να καταφέρει να δημιουργήσει συνθήκες διαπραγμάτευσης εφ’ όλης της ύλης με την Αθήνα, με το πιστόλι στον κρόταφό μας. Το γνωστό αυτό τουρκικό σχέδιο ξεδιπλώθηκε για μια ακόμη φορά χθες τόσο με τις βραδυνές δηλώσεις του Ταγιπ Ερντογάν, όσο και από τον τούρκο ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο οποίος αφού επανέλαβε το γνωστό πλαίσιο των τουρκικών διεκδικήσεων, μίλησε για διάλογο με την Ελλάδα, χωρίς εξαιρέσεις.
Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια πολλά. Εχει θωρακιστεί διπλωματικά και αμυντικά, έχει ενισχύσει την αποτρεπτική της ισχύ σε βαθμό που εκνευρίζει την Τουρκία, ενώ έχει πετύχει να αναβαθμίσει το αποτύπωμά της μέσα από σχήματα και συμμαχίες που έχουν και αμυντική διάσταση, όπως αυτή με τη Γαλλία. Εχει επίσης καταφέρει να μην επηρεάζεται από αλλαγές κυβερνήσεων σε κρίσιμες χώρες για την γεωπολιτική αρχιτεκτονική της Αν.Μεσογείου, όπως το Ισραήλ, όπου η εκλογή Νετανιάχου συνεπάγεται καλά νέα για εμάς.
Το δομικό και διαχρονικό πρόβλημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής κατά την τελευταία 20ετία, δηλαδή από το Ελσίνκι και μετά, παραμένει. Δεν είναι η Αθήνα που θέτει τα διλήμματα, δηλαδή που έχει την πρωτοβουλια των κινήσεων, αλλά η Τουρκία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το περιστατικό στη Σάμο. Οι ενέργειες της τουρκικής ακταιωρού ήταν εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων, παραβίασε δηλαδή την ελληνική κυριαρχία. Επομένως, ένας άξονας της τουρκικής πολιτικής είναι να αμφισβητεί συνεχώς κυριαρχία και κυριαρχικά μας δικαιώματα (υφιστάμενα ή εν δυνάμει), επιβεβαιώνοντας με κάθε τρόπο, το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας.
Ταυτόχρονα επιχειρεί να εγκλωβίσει την Αθήνα σε μια παγίδα: Αν υπάρξει αντίδραση, τότε η Τουρκία θα την εκμεταλλευτεί για να δημιουργήσει μια ελεγχόμενη και διαχειρίσιμη κρίση, αν δεν υπάρξει, τότε η Τουρκία θα θεωρήσει ότι η συνέχιση των περιστατικών δημιουργούν ντε φάκτο τετελεσμένα. Επιχειρεί όμως να διαρρήξει και το εσωτερικό μέτωπο. Το σκεπτικό της είναι ότι εάν πολλαπλασιαστούν περιστατικά όπως αυτό της Σάμου χωρίς αντίδραση, θα είναι αρκετοί εκείνοι που θα ζητήσουν το λόγο από την ελληνική κυβέρνηση γιατί δεν προχωρά σε πιο δυναμικές ενέργειες.
Ο δεύτερος άξονας της τουρκικής πολιτικής είναι να επιχειρεί να ρίξει στάχτη στα μάτια του διεθνούς παράγοντα μέσα από τη συνεχή αναπαραγωγή του αφηγήματος της προκλητικής Ελλάδας, που παραβιάζει τις διεθνείς συνθήκες και καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών, αρνούμενη ταυτόχρονα το διάλογο στον οποίο την καλεί η Αγκυρα. Εμφανιζόμενη ως το μέρος που απευθύνει πρόσκληση διαπραγμάτευσης, επιχειρεί να αποκρούσει τις ελληνικές κατηγορίες ότι είναι αδιάλλακτη. Εκείνο που δεν κατανοεί ο διεθνής παράγοντας είναι αφενός ότι οι όροι διαλόγου που θέτει η Αγυρα δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί από την Αθήνα και αφετέρου ότι συμπεριφέρεται έτσι για το θεαθήναι.
Eίναι προφανές ότι υπό αυτές τις συνθήκες, και μέχρι τις τουρκικές εκλογές, το καλύτερο σενάριο θα ήταν να ανοίξει ένα κανάλι επικοινωνίας. Η επανεκκίνηση διερευνητικών συνομιλιών θεωρείται εξαιρετικά δύσκολη, ενώ προοπτικές επανέναρξης διαλόγου ούτε καν υφίστανται.
Έχει έρθει λοιπόν η ώρα η Αθήνα να αρχίσει να βάζει εκείνη τα δικά της διλήμματα στην Τουρκία, όπως και στη Δύση. Το μήνυμα που πρέπει να σταλεί είναι ότι η σημερινή κατάσταση είναι αδιέξοδη για τη Τουρκία. Και πρέπει να της γίνει κατανοητό ότι μπορεί να είναι μια ισχυρή δύναμη και να παίζει ρόλο διαμεσολαβητή στο Ουκρανικό, ωστόσο οι ισορροπίες στην Αν.Μεσόγειο έχουν αλλάξει. Κανείς σχεδόν στην περιοχή δεν έχει συμφέρον να δει την Τουρκία να επιβάλει την ατζέντα της. Εάν το καθεστώς Ερντογάν πιστεύει πως με τα ανοίγματα προς την Αίγυπτο και το Ισραήλ θα καταφέρει να απομονώσει την Ελλάδα από τις περιφερειακές συμμαχίες στην Αν.Μεσόγειο, κάνει λάθος. Εάν πάλι επιδιώκει μια κανονικότητα, πρέπει να του γίνει σαφές ότι αυτή περνά μέσα από τη διευθέτηση των ζητημάτων με την Ελλάδα. Όχι όμως κατόπιν πολεμικής αναμέτρησης.
Και η Αθήνα πρέπει να δείξει τα δόντια της σε δύο επίπεδα, αφενός στο ευρωπαικό, όπου το μεταναστευτικό και η τελωνειακή ένωση ενδιαφέρουν τον Ερντογάν, αφετέρου στο ευρύτερα γεωπολιτικό, όπου οι σχέσεις της Τουρκίας με ΗΠΑ, Ισραήλ και Αίγυπτο, περνούν και μέσω Ελλάδος. Εάν η Τουρκία δεν συνειδητοποιήσει εγκαίρως τα παραπάνω, μπορεί να πάθει ό,τι και παλαιότερα, δηλαδή να αυτο-περιθωριοποιηθεί.
Στο εσωτερικό δε, μέτωπο, τουλάχιστον τα τρία κόμματα, που έχουν κυβερνήσει τα τελευταία χρόνια και διατηρούν μεγαλύτερες πιθανότητες να βρουν κοινούς παρονομαστές, πρέπει οπωσδήποτε να συννενοηθούν πριν τις εκλογές, στην υιοθέτηση μίας εθνικής στρατηγικής απέναντι στην Τουρκία και στην κλιμακωτή επέκταση των χωρικών υδάτων όχι αποσπασματικά αλλά ως μέρος μιας ολοκληρωμένης πολιτικής.
*O Κωνσταντίνος Φίλης είναι Εκτελεστικός Διευθυντής ΙΔΙΣ & αναλυτής διεθνών θεμάτων του AΝΤ1