Του Κωστή Λυμπουρίδη
Η Κύπρος ακολούθησε διαφορετική ιστορική πορεία από τον υπόλοιπο Ελληνισμό αναφορικά με την ανεξαρτητοποίησή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ειδικά τον 19ο αιώνα, περίοδο σχηματισμού των εθνικών κρατών στην Ευρώπη, η Ελλάδα εμφανίστηκε ως ανεξάρτητο κράτος, ενώ η Κύπρος πέρασε υπό βρετανικό έλεγχο. Στα τέλη της εκατονταετούς (1821-1922) περιόδου δημιουργίας ενός εθνικού κράτους, στα ελληνικά εδάφη εφαρμόστηκε ανταλλαγή πληθυσμών, η οποία ομογενοποίησε σχεδόν ολοκληρωτικά τις δυο όχθες του Αιγαίου, αλλά όχι και την Κύπρο, η οποία ήταν τότε ακόμη υπό βρετανική κυριαρχία.
Αυτή είναι ουσιαστικά η ρίζα του προβλήματος που απασχολεί την Κύπρο ήδη από την δεκαετία του ''50, από τότε δηλαδή που με αιματηρό τρόπο πρωτοδιεκδικήθηκε η ανεξαρτησία της από την Βρετανία. Ο εθνοτικά μικτός πληθυσμός σε μια εποχή εθνικισμών είναι από μόνος του ένα πρόβλημα. Πόσω μάλλον όταν και οι μητέρες πατρίδες δεν έχουν τις καλύτερες σχέσεις, και όταν και οι δυο προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τους εκεί «αδελφούς» για ίδιον όφελος. Συγκρούσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων υπήρξαν από την πρώτη στιγμή, η Κυπριακή Δημοκρατία του 1960 αποδείχθηκε ανίκανη να διασφαλίσει ειρηνικές συνθήκες διαβίωσης σε όλους τους κατοίκους της, ενώ το καθεστώς εγγυήσεων των μητέρων πατρίδων έδωσε δικαίωμα στην μεν (υπό δικτατορία) Ελλάδα να παρέμβει πραξικοπηματικά στην πολιτειακή οργάνωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην δε Τουρκία να επέμβει στρατιωτικά, να καταλάβει το βόρειο τμήμα της και να επιφέρει διά της βίας εθνοτικό διαχωρισμό και εδαφικό ακρωτηριασμό.
Οι ελπιδοφόρες συνομιλίες που διεξάγονται αυτή την στιγμή στην Γενεύη έχουν αναδείξει αρκετούς πολέμιους, οι οποίοι κατά την γνώμη μου παραγνωρίζουν την διεθνή πραγματικότητα, τον παράγοντα χρόνο και τις διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις.
Η σημερινή διεθνής πραγματικότητα δεν είναι αυτή του 19ου αιώνα, που γέννησε τα εθνικά κράτη. Η δημιουργία υπερεθνικών δομών, όπως η Ε.Ε. αμβλύνει την έννοια του έθνους, όχι φυσικά ως στοιχείου προσωπικού αυτοπροσδιορισμού, αλλά ως αιτίας αντιπαλότητας. Έτσι, ένας Γάλλος μπορεί να εγκατασταθεί και να δουλέψει στην Γερμανία, όπως και ένας Γερμανός να αγοράσει περιουσία και να ζήσει στην Ελλάδα, χωρίς καμία διατύπωση. Αυτό το «κοινοτικό κεκτημένο», στο οποίο μετέχει η Κυπριακή Δημοκρατία, εφαρμοζόμενο και στα κατεχόμενα εδάφη της θα απλοποιήσει την ελεύθερη εγκατάσταση, θα αμβλύνει την έννοια της μειονότητας, θα διευκολύνει το ζητούμενο, την ειρηνική συνύπαρξη.
Ο χρόνος ποτέ δεν ήταν «υπέρ μας» στο Κυπριακό. Οι γενιές που έζησαν και θυμούνται την Κυπριακή Δημοκρατία, που ξεριζώθηκαν χάνοντας πατρίδες και περιουσίες, είναι ήδη τουλάχιστον μεσήλικες. Οι κάτω των 55 ετών δεν έχουν πια καμία τέτοια ανάμνηση. Έχουν γεννηθεί και ενηλικιωθεί σε μια, ακρωτηριασμένη μεν, λειτουργούσα όμως Κυπριακή Δημοκρατία και είναι όλο και περισσότερο αμφίβολο αν θα θελήσουν να την ανταλλάξουν με ένα πολυεθνικό κράτος αν δεν πειστούν ότι και αυτό θα είναι λειτουργικό και θα τους εξασφαλίζει ασφάλεια, ειρήνη και ευημερία, όπως άλλωστε κατέδειξε και η καταψήφιση του Σχεδίου Ανάν. Αφήνοντας τον χρόνο να περνά χωρίς λύση, δεν αργεί η μέρα που θα διαπιστώσουμε ότι κανείς, ούτε σε βορρά ούτε σε νότο, δεν θα την επιθυμεί σοβαρά.
Ποιάν εναλλακτική λοιπόν προτείνουν οι πολέμιοι των σημερινών συνομιλιών, οι οποίοι είναι μάλιστα πολέμιοι χωρίς να έχουν δει την λύση που θα προκύψει από αυτές; Θεωρούν καλό το σημερινό στάτους κβο, με την Κυπριακή Δημοκρατία ακρωτηριασμένη, με το βόρειο τμήμα της υπό κατοχή από ξένο στρατό που στην ουσία το έχει προσαρτήσει, με καμία προοπτική επιστροφής προσφύγων στις εστίες τους, αποζημιώσεων κλπ. Ευελπιστούν ότι το μέλλον θα φέρει ουρανοκατέβατα μιαν άλλη λύση, καλύτερη; Ποιές ενδείξεις τους κάνουν να το πιστεύουν αυτό; Ή μήπως οραματίζονται την έλευση κανενός στρατάρχη που θα πετάξει τους Τουρκοκύπριους στην θάλασσα και θα δημιουργήσει ένα εθνοτικά ομοιογενές νησί; Αν στον σύγχρονο κόσμο πιστεύουν σοβαρά ότι η σημερινή ή μια διαφορετική μελλοντική κατάσταση είναι καλύτερη από αυτά που συζητούνται σήμερα από τις δυο κοινότητες και τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις υπό τον ΟΗΕ στη Γενεύη, κατά την γνώμη μου πρέπει να μας πουν τι πίνουν.
Η επιστροφή (αρκετών) εδαφών έναντι αναγνώρισης, η επιστροφή ή αποζημίωση προσφύγων και όσων έχασαν περιουσίες, η άμβλυνση των εθνικιστικών εντάσεων, η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου σε όλο το νησί και η συνεπακόλουθη ελευθερία εγκατάστασης και εργασίας παντού, η απαγόρευση πληθυσμιακής αλλοίωσης, η αποχώρηση του τουρκικού στρατού και η απομάκρυνση των (καταστροφικών, όπως αποδείχτηκε) εγγυήσεων των μητέρων πατρίδων (και των «συμφερόντων» τους) δημιουργούν τις προϋποθέσεις ειρήνης και ευημερίας στο πολύπαθο νησί.
Και κάτι τελευταίο: οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως «πατριώτες» (πατριδοκάπηλοι στην πραγματικότητα) ποτέ δεν πρόσφεραν καλές υπηρεσίες στο έθνος. Πατριώτης ήταν και ο Ιωαννίδης. Την πατρίδα μας την αγαπούμε και εμείς και πιστεύουμε ότι έχουμε μια πολύ πιο ρεαλιστική προσέγγιση από τις ονειρώξεις μερικών που νομίζουν ότι είναι σε τανκς στον Πενταδάκτυλο κυνηγώντας Τούρκους. Το μονοπώλιο αγάπης προς την πατρίδα λοιπόν δεν τους το παραχωρούμε επ'' ουδενί. Σας το υπογράφω, με το κυπριακό μου επώνυμο.