Υπάρχουν τρία τουλάχιστον δεδομένα προς αξιολόγηση: Πρώτον η τουρκική ατζέντα στα βασικά της σημεία δεν έχει διαφοροποιηθεί, ή τουλάχιστον δεν υπάρχει καμία ένδειξη για κάτι τέτοιο. Οι γνωστές αιτιάσεις της Άγκυρας ως προς την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, τα δικαιώματα των ελληνικών νησιών σε θαλάσσιες ζώνες, το τουρκολιβυκό μνημόνιο παραμένουν.
Δεύτερον, η Τουρκία βρίσκεται σε προεκλογικό πυρετό, ο οποίος θα ανεβαίνει το επόμενο διάστημα. Για πρώτη φορά τα τελευταία 20 χρόνια είναι ορατό το ενδεχόμενο της ήττας του Προέδρου Ερντογάν. Αν συμβεί αυτό, στην Τουρκία θα έχουμε μια νέα κυβέρνηση τα μέλη της οποίας δεν θα έχουν καμία εμπειρία από διακυβέρνηση.
Η παλιά ηγεσία του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος έχει αποσυρθεί είτε βιολογικά είτε πολιτικά και πάντως δεν υπάρχει κανείς και καμία που να έχουν ασκήσει εξουσία. Παραδόξως, τα μόνα στελέχη της συνασπισμένης αντιπολίτευση που έχουν τέτοια εμπειρία είναι ο Αχμέτ Νταβούτογλου και ο Αλί Μπαμπατσάν, κάποτε κορυφαία στελέχη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Το πως θα διαμορφωθεί η τουρκική εξωτερική πολιτική παραμένει αντικείμενο συζήτησης εντός της Τουρκίας.
Ο ελληνικός μύθος που θέλει την τουρκική εξωτερική να μην αλλάξει στο πέρασμα του χρόνου δεν υποστηρίζεται από την ιστορία και πάντως δεν τον συμμερίζονται Τούρκοι αναλυτές. Η τουρκική εξωτερική πολιτική αλλάζει και μάλιστα εντυπωσιακά κάποιες φορές. Η πολλές φορές σκληροπυρηνική κριτική που άσκησαν στον Πρόεδρο Ερντογάν οι Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου και Μεράλ Ακσενέρ σε σχέση με την Ελλάδα δεν μπορεί παρά να προκαλούν απαισιοδοξία στην Αθήνα αλλά θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και στο πλαίσιο της αντιπολιτευτικής τους στρατηγικής.
Τρίτον, οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας είναι ένα δύσκολο παζλ. Από τη μία, η αμερικανική Διοίκηση προσπαθεί να μην αποξενώσει την Τουρκία υποστηρίζοντας την προμήθεια νέων F-16 και την αναβάθμιση μέρους του υπάρχοντος τουρκικού στόλου, ενώ από την άλλη η Επιτροπή Εξωτερικών και Θεμάτων της Γερουσίας και ο πανίσχυρος Πρόεδρός της Ρόμπερτ Μενέντεζ μπλοκάρουν σταθερά κάθε ενίσχυση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Αυτή η ενδοαμερικανική διελκυστίνδα θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι η όποια κυβέρνηση προκύψει μετά τις 14 Μαΐου στην Άγκυρα αποκαλύψει τις προθέσεις της για μία σειρά από ζητήματα με κυρίαρχο το ζήτημα των S-400.
Όπως είναι σήμερα τα πράγματα, η κατάσταση στην Ουάσιγκτον επιτρέπει στην Τουρκία να στοχοποιεί τον κ. Μενέντεζ και να αφήνει εκτός σκληρής κριτικής τον κο Μπλινκεν και τον Λευκό Οίκο. Μακροπρόθεσμα αυτή η «προσωποποίηση» εξυπηρετεί και την Άγκυρα αλλά και την αμερικανική γραφειοκρατεία. Δεν είναι σαφές πως θα εξακολουθήσει αυτή η κατάσταση να επηρεάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Με αυτά τα δεδομένα, το μεγάλο ερώτημα στην Αθήνα είναι αν η αποκλιμάκωση της έντασης μετά τον σεισμό της 6 Φεβρουαρίου μπορεί να είναι μία έστω και μικρή ευκαιρία ή αν είναι απλώς ένα διάλειμμα σε μια αντιπαράθεση που θα επανέλθει με την ίδια σφοδρότητα σε λίγους μήνες καθώς οι δύο χώρες θα συνεχίσουν να κινούνται σε ασύμπτωτες τροχιές. Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Δεν υπάρχει απόθεμα εμπιστοσύνης στην Αθήνα.
Όμως, κάθε χαραμάδα είναι σημαντική. Η Αθήνα οφείλει να προετοιμάζεται και για σύγκρουση – όπως και κάνει – αλλά και για μια ουσιαστική διαδικασία προσέγγισης. Αν θεωρούμε ότι Ρωσία και Ουκρανία οφείλουν να διαπραγματευτούν, δεν υπάρχει καμία έγκυρη αντίρρηση για μια συζήτηση μεταξύ Αθήνας και Τουρκίας αν η σημερινή ηρεμία αποδειχθεί ανθεκτική.
* Ο Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Διευθυντής του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο