Η επικείμενη άφιξη των μαχητικών Rafale σηματοδοτεί την απαρχή μιας νέας εποχής για την εθνική άμυνα. Μέσα σε δύο χρόνια έχουν ληφθεί αποφάσεις που κάλλιστα θα μπορούσε κάποιος να τις χαρακτηρίσει ιστορικές.
Η δημιουργία της νέας Διοίκησης Ειδικού Πολέμου και η συνακόλουθη αναβάθμιση των Ειδικών Δυνάμεων, η αγορά των φρεγατών Belharra, η ενοικίαση μη επανδρωμένων αεροσκαφών από το Ισραήλ, η επαναλειτουργία των μεταφορικών ελικοπτέρων ΝΗ90 και η απόκτηση των επιθετικών ελικοπτέρων Kiowa θα επιφέρουν μεγάλες αλλαγές στον επιχειρησιακό σχεδιασμό των Ενόπλων Δυνάμεων.
Μετά από μια δεκαετία, η χώρα μας εξοπλίζεται με ό,τι καλύτερο μπορεί αυτή τη στιγμή να προμηθευτεί από το εξωτερικό. Οι συσχετισμοί στρατιωτικής ισχύος θα αλλάξουν υπέρ της ελληνικής πλευράς για πρώτη φορά μετά από το 1974.
Αυτή η εξέλιξη έχει δημιουργήσει ευφορία σε όσους παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στον ευαίσθητο τομέα της άμυνας, αλλά δημιουργούν και προβληματισμό. Η αγορά υπερσύγχρονων αμυντικών συστημάτων από μόνη της δεν σημαίνει ότι η Άγκυρα θα αλλάξει την αναθεωρητική της πολιτική στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Στην πραγματικότητα, οι νέοι εξοπλισμοί θα είναι άχρηστοι αν δεν αλλάξει ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τη στρατιωτική ισχύ της Ελλάδας. Υπάρχουν βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις που δύσκολα ανατρέπονται και υπονομεύουν την αξιέπαινη προσπάθεια ισχυροποίησης της ελληνικής αποτροπής. Οι τρεις κυριότερες είναι οι εξής:
1. Η Ελλάδα δεν μπορεί να υπερασπιστεί με μεγάλη επιτυχία τον εαυτό της, αφού αντιμετωπίζει έναν στρατιωτικά ανώτερο αντίπαλο.
Πρόκειται για μια αντίληψη που διέπει πολλές αναλύσεις που μιλούν για «συνεκμετάλλευση», «σύμπραξη» ή «κατευνασμό». Στην καλύτερη περίπτωση, τέτοιες προτάσεις καταδεικνύουν την έλλειψη γνώσης για τις σύγχρονες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Οι αριθμοί δεν σημαίνουν πλέον πολλά. Σημασία έχει η ικανότητα υπεράσπισης ή κατάληψης εδάφους, ο περιορισμός φίλιων και η πρόκληση εχθρικών απωλειών, και η ταχεία επικράτηση στο πεδίο της μάχης.
Συνοπτικά, η Ελλάδα διαθέτει σημαντικές αμυντικές δυνατότητες που της επιτρέπουν να υπερασπιστεί έδαφος και να προκαλέσει μεγάλες απώλειες στις εχθρικές δυνάμεις. Με το κατάλληλο στρατιωτικό δόγμα, η αποτρεπτική ικανότητα της χώρας θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο. Έτσι και αλλιώς, οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις συγκαταλέγονται ανάμεσα στις 6-7 ισχυρότερες του ΝΑΤΟ.
2. Η χρήση στρατιωτικής ισχύος δεν αρμόζει σε μια ευρωπαϊκή χώρα σαν την Ελλάδα που έχει ως βασικό της όπλο το διεθνές δίκαιο.
Αν κάτι μας έχει αποδείξει η αντιπαράθεση με την Τουρκία είναι ότι το διεθνές δίκαιο ερμηνεύεται πολλές φορές κατά το δοκούν. Οι διμερείς διαφορές με την Άγκυρα εκκρεμούν τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1970, ανεξάρτητα από ποιο κόμμα βρίσκεται στην εξουσία στη γειτονική χώρα.
Τίποτα δεν υπάρχει στον ορίζοντα που να μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η σύγκρουση συνιστά μια νομοτελειακή εξέλιξη. Οι σοβαρές χώρες, όμως, προετοιμάζονται για το χειρότερο σενάριο ώστε να μην βιώσουν τραγικές καταστάσεις.
3. Η Ελλάδα είναι μια φιλειρηνική χώρα, θα αμυνθεί μόνο αν δεχθεί επίθεση.
Η Τουρκία ξεκάθαρα αντιγράφει αναθεωρητικές χώρες, όπως η Ρωσία, η Κίνα και το Ιράν. Μαθαίνει από τις επιτυχίες τους. Ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη υπάρχει μια γκρίζα ζώνη τουρκικών δραστηριοτήτων που υπονομεύουν την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και τη Δυτική Θράκη. Έχουμε περάσει σε μια εποχή σχετικοποίησης της αλήθειας.
Για παράδειγμα, μετά τη «μάχη του Έβρου» το 2020, η τουρκική προπαγάνδα κατόρθωσε να πείσει ορισμένες διεθνείς ΜΚΟ και ξένα ΜΜΕ ότι η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να απολογηθεί για το κλείσιμο των συνόρων. Το πλεονέκτημα βρίσκεται πλέον στα χέρια της πλευράς που παίρνει την πρωτοβουλία. Στον σημερινό κόσμο, όπου η πληροφορία διακινείται με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, δεν υπάρχει αμυνόμενος και επιτιθέμενος. Υπάρχει μόνο νικητής και χαμένος.
Καταληκτικά, οι νέοι εξοπλισμοί προσφέρουν στην Ελλάδα τη μοναδική ευκαιρία να τιθασεύσει τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Όχι βέβαια με πόλεμο, αλλά με μεγαλύτερη χρήση της στρατιωτικής της ισχύος στο πεδίο. Εκεί που τελικά θα κριθεί το μέλλον της ελληνικής κυριαρχίας.
* Ο Μάνος Καραγιάννης είναι αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Αμυντικών Σπουδών του King’s College London και στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας