Του Νίκου Μελέτη
Η επιδίωξη του Ταγίπ Ερντογάν να κυριαρχήσει στον μουσουλμανικό κόσμο και να μετατρέψει την Τουρκία στον ηγετικό περιφερειακό παίκτη στην ευρύτερη περιοχή, τον οδηγεί αναπόφευκτα σε σύγκρουση και αντιπαράθεση με το Ισραήλ, καθώς ο ρόλος αυτός απαιτεί την εκμετάλλευση και ανάδειξη του αντισημιτικού λογού και της αντι-ισραηλινής ρητορείας
Ο Ταγίπ Ερντογάν που ουσιαστικά θέλει να ηγηθεί του ρεύματος το οποίο στην Αίγυπτο και σε άλλες χώρες πήρε την μορφή των «Αδελφών Μουσουλμάνων» με το τελευταίο ξέσπασμα του εναντίον του Ισραήλ περιορίζει πλήρως το πλαίσιο και τα όρια εντός των οποίων μπορεί να κινηθούν οι τουρκοισραηλινές σχέσεις.
Η ένθερμη τουρκική στήριξη στην Χαμάς, αλλά και η παρέμβαση του Τ. Ερντογάν και της Τουρκίας ως «προστάτη» των Παλαιστινίων στην πρόσφατη κρίση με την απαγόρευση πραγματοποίησης της προσευχής της Παρασκευής στο τέμενος Αλ Άκσα (μετά την δολοφονία τριών ισραηλινών) και ενώ είχε προηγηθεί ανάλογη παρέμβαση τον Μάιο όταν οι ισραηλινοί είχαν επιβάλλει περιορισμούς στην μετάδοση από μεγάφωνα της πρωινής προσευχής, είχαν δημιουργήσει ήδη ένα αρκετά αρνητικό πλαίσιο.
Όμως το κάλεσμα του Ερντογάν προς τους μουσουλμάνους να επισκεφθούν μαζικά την Ιερουσαλήμ και να προσευχηθούν στην Πλατεία των Τεμενών, ερμηνεύθηκε από τους ισραηλινούς ως ένα «μυστικό μήνυμα» πρόσκλησης σε τζιμάνη εναντίον του Ισραήλ…
«Αυτοί που συστηματικά παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα στη δική τους χώρα δεν θα πρέπει να κάνουν κηρύγματα στην μόνη πραγματική δημοκρατία της περιοχής» ήταν η αντίδραση του ισραηλινού ΥΠΕΞ στις δηλώσεις του Ερντογάν ,ενώ τον γραφείο του ισραηλινού πρωθυπουργού Νετανιάχου επέκρινε τον Ερντογάν ως «υποκριτή».
Προχωρώντας ένα βήμα ακόμη το Γραφείο του ισραηλινού πρωθυπουργού υπενθύμισε στον Τ. Ερντογαν ότι είναι ο τελευταίος που μπορεί να δώσει συμβουλές στο Ισραήλ και παρέπεμψε στους Κούρδους αλλά και στην Κατεχομένη Κύπρο…
Το Τελ Αβίβ με μια αποστομωτική απάντηση διεμήνυσε στην Άγκυρα ότι οι ημέρες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας πέρασαν ανεπιστρεπτί και με προσωπική επίθεση εναντίον του Ερντογάν επισημάνθηκε ότι η «Ιερουσαλήμ ήταν είναι και θα είναι η πρωτεύουσα του εβραϊκού έθνους» και ότι σε αντίθεση με το «δικό του παρελθόν, η Κυβέρνηση της Ιερουσαλήμ αποτελεί το θεματοφύλακα της ασφάλειας όλων των μειονοτήτων και των θρησκευτικών ελευθεριών και σέβεται τα δικαιώματά τους. Αυτοί που μένουν σε γυάλινα παλάτια, ας μην πετάνε πέτρες στους γείτονές τους».
Το τουρκικό ΥΠΕΞ που ανέλαβε να απαντήσει βρέθηκε με τον εκπρόσωπο του Χ. Μουφτούογλου να υπερασπίζεται την Οθωμανική Αυτοκρατορία:
«Στην Παλαιστίνη της οθωμανικής περιόδου, όλες οι διαφορετικές θρησκείες και δόγματα ζούσαν για αιώνες μέσα σε ειρηνικό περιβάλλον και ήταν ελεύθερες να ασκούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα. Οι Εβραίοι γνωρίζουν καλά ότι κατά την οθωμανική περίοδο ήταν εκείνοι που απολάμβαναν μία απαράμιλλη ανοχή και αναμέναμε τη δέουσα εκτίμηση. Όπως και σήμερα οι Εβραίοι στην Τουρκική Δημοκρατία απολαμβάνουν την προστασία του κράτους μας όσον αφορά τη διαφύλαξη της πίστη τους και την ελευθερία άσκησης της λατρείας τους». Και το τουρκικό ΥΠΕΞ επέμεινε να θέτει και πάλι θέμα Ιερουσαλήμ: «η συνεχιζόμενη επί 50 χρόνια κατοχή του Ισραήλ στην ανατολική Ιερουσαλήμ, τη Δυτική Όχθη και τη Γάζα είναι ξεκάθαρο ότι δεν ωφελεί στην εξασφάλιση της ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή και στη λύση της παλαιστίνιο-ισραηλινής διαμάχης, με την απόκρυψη της αλήθειας ότι η ανατολική Ιερουσαλήμ βρίσκεται υπό κατοχή».
Όλη αυτή η σύγκρουση δεν είναι παρά ένα ακόμη επεισόδιο σε μια σοβούσα σύγκρουση η οποία κάθε άλλο πάρα τερματίσθηκε με την συμφωνία αποζημίωσης των θυμάτων του Μαβή Μαρμαρά που επετεύχθη υπό την πίεση και των ΗΠΑ. Στρατηγική επιλογή της Ουάσιγκτον είναι η αποκατάστασή ενός ενιαίου συμπαγούς μετώπου Τουρκίας-Ισραήλ-Αίγυπτου, ως ανάχωμα στον ισλαμικό φονταμενταλισμό και ως άξονα ασφάλειας και σταθερότητας στην Μέση Ανατολή και την Βορειά Αφρική.
Αλλά πλέον είναι σαφές ότι αυτός ο σχεδιασμός δεν μπορεί να υλοποιηθεί όσο στην ηγεσία της Τουρκίας βρίσκεται ο Ταγίπ Ερντογάν, που επιδιώκει να υλοποιήσει την δική του προσωπική νεοθωμανική και ισλαμική ατζέντα.
Ο τρόπος με τον οποίο μάλιστα η Άγκυρα επιχειρεί να εμπλακεί και να διεκδικήσει ρόλο και μερίδιο από τον ενεργειακό πλούτο της Ανατολικής Μεσογείους μεγαλώνει την καχυποψία τόσο του Τελ Αβίβ όσο και του Καΐρου.
Μετά και το τελευταίο επεισόδιο επιβεβαιώνεται η εκτίμηση ότι το Ισραήλ παρά την πίεση επιχειρηματικών συμφερόντων για διοχέτευση του φυσικού αερίου του προ την Τουρκία, δύσκολα θα αποδεχθεί να παραδώσει το «στρατηγικό όπλο» του φυσικού αερίου στις διαθέσεις ενός ολοένα και πιο ανεξέλεγκτου Ταγίπ Ερντογάν.
Σε ότι αφορά το Κάϊρο, ο στρατηγός Αλ Σίσι, θεωρεί και δικαιολογημένα ότι όσο ο Ερντογάν εμφανίζεται ως ο ηγέτης των μουσουλμάνων και προστάτης των Αδελφών Μουσουλμάνων, συνιστά απειλή για την σταθερότητα της Αιγύπτου και του δικού του καθεστώτος και δεν πρόκειται να συμβιβασθεί πάρα τις πιέσεις που δέχονταν από τις ΗΠΑ για αποκατάσταση των σχέσεων.
Όσο μάλιστα περνά ο καιρός και απομακρύνεται ακόμη περισσότερο από τις ΗΠΑ αλλά και την Ε.Ε. η Τουρκία, τόσο και περιορίζονται οι δυνατότητες πλήρους αποκατάστασης των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Κινήσεις επίσης όπως αυτή της ενίσχυσης του τουρκικού οπλοστασίου με ρωσικούς πυραύλους S400 είναι σαφές ότι μεγαλώνουν την καχυποψία, καθώς δεν στρέφονται εναντίον των υπαρκτών απειλών ασφάλειας στην περιοχή ,όπως είναι το ISIS η έστω αυτό που εκλαμβάνει η Τουρκία ως απειλή (δηλαδή το κουρδικό κίνημα) αλλά κυρίως εναντίον των ισχυρών χωρών της περιοχής όπως το Ιράν και το Ισραήλ που θεωρητικά όμως είναι «σύμμαχοι» της.
Και στην συγκυρία αυτή η Κύπρος και η Ελλάδα προσφέρουν το στρατηγικοί βάθος και για τις δυο αυτές ισχυρές χώρες της Ανατολικής Μεσογείου σε μια συνεργασία η οποία λόγω και του φυσικού αερίου, προσλαμβάνει στρατηγικό χαρακτήρα και για τις τέσσερις χώρες.