Του Γιάννη Μανώλη*
Δύο είναι τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης: αφενός, η αποσταθεροποίηση της ζώνης του ευρώ –λόγω του ότι διατηρείται και σε ορισμένες περιπτώσεις μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα στις χώρες του κέντρου και της περιφέρειας– και, αφετέρου, η εξάρτηση –ιδίως των ανεπτυγμένων βιομηχανικά κρατών του Βορρά– από ξένους παραγωγούς ενέργειας.
Σύμφωνα με όλες τις μελέτες, η εξάρτηση της Ε.Ε. από παραγωγούς ενέργειας τρίτων χωρών θα αυξάνεται διαρκώς. Το 2010, η Ένωση εισήγαγε περίπου το 50% της ενέργειάς της, ενώ για το 2030 οι προβλέψεις κάνουν λόγο για αύξηση του ποσοστού στο 70%. Είναι, λοιπόν, εμφανές ότι η συγκεκριμένη εξάρτηση, από τη μία μεριά, δεν παρέχει την απαραίτητη ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού –ιδίως αν λάβουμε υπόψη τις διαρκώς μεταβαλλόμενες γεωπολιτικές εξελίξεις–, ενώ, από την άλλη, συνεπάγεται ακριβότερη και μη φιλική προς το περιβάλλον ενεργειακή λύση. Άλλωστε, η Ε.Ε. έχει δεσμευτεί έναντι της διεθνούς κοινότητας για αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, κάτι που συνεπάγεται επαναξιολόγηση του ενεργειακού μοντέλου στη βάση της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και τα πυρηνικά και της αντικατάστασής τους από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ).
Οι ΑΠΕ –οι οποίες αποτελούν τις πλέον ενδεδειγμένες τεχνολογικές, περιβαλλοντικές και οικονομικές λύσεις– παίζουν κυρίαρχο ρόλο για την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου του Κιότο και για την εισαγωγή του θεσμού των εμπορεύσιμων πράσινων πιστοποιητικών. Από τον Ιούνιο του 2004 –που πραγματοποιήθηκε η Παγκόσμια Διάσκεψη της Βόννης για τις ΑΠΕ– οι συμμετέχοντες υπογράμμισαν την ανάγκη προαγωγής τους, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της αλλαγής του κλίματος, να ενισχυθεί η ενεργειακή ασφάλεια και να περιοριστεί η φτώχεια.
Ζωτικής σημασίας η πράσινη ανάπτυξη για την Ε.Ε.
Επίσης, γίνεται πλέον αντιληπτό από όλο και περισσότερους Ευρωπαίους αξιωματούχους ότι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της Ευρωζώνης –και κατ' επέκταση η ίδια η ύπαρξη της Ένωσης– αξιώνει, αφενός, σημαντικές μεταρρυθμίσεις στον τρόπο διακυβέρνησής της και, αφετέρου, σημαντικές μεταβιβάσεις από τις πλούσιες στις φτωχότερες χώρες, ώστε να επιτευχθεί η οικονομική σύγκλιση. Υπό τις παρούσες συνθήκες, η Ευρωζώνη δε μπορεί να πάει μακριά, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει και η πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η δημιουργία μίας ισχυρής Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Ένωσης θα μπορούσε να είναι η ενεργητική ανταπόκριση της Ε.Ε. στις σύγχρονες προκλήσεις που αντιμετωπίζει, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι τόσο της ενεργειακής ασφάλειας, όσο και της οικονομικής σύγκλισης. Για παράδειγμα, η γερμανική βιομηχανία χρειάζεται όλο και περισσότερους ενεργειακούς πόρους για να συνεχίσει να αναπτύσσεται, κάτι που συνεπάγεται αύξηση της εξάρτησης από το ρώσικο φυσικό αέριο.
Πολύπλευρα οφέλη για όλους
Ωστόσο, στον Νότο, οι κλιματολογικές συνθήκες ενδείκνυνται για την παραγωγή καθαρής ενέργειας. Θα μπορούσαν κάλλιστα να γίνουν οι απαραίτητες επενδύσεις, ώστε η ενέργεια από τον ήλιο και τον αέρα που παράγεται στην Ελλάδα να μεταφέρεται στη Γερμανία. Κατά αυτόν τον τρόπο, η Γερμανία θα μείωνε την εξάρτηση της από μία χώρα που αναδεικνύεται σε παράγοντα διεθνούς αστάθειας και η Ελλάδα θα βελτίωνε την οικονομική της κατάσταση.
Η επιτάχυνση και στήριξη της στρατηγικής για την πράσινη ανάπτυξη –κυρίως μέσα από τις επενδύσεις στις ΑΠΕ και στα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας– αποτελεί τη βέλτιστη επιλογή για την επίτευξη αυτού του διττού στόχου, διαμορφώνοντας τις κατάλληλες συνθήκες για πολύπλευρα οφέλη, όπως: δημιουργία περισσότερων και βιώσιμων πράσινων θέσεων εργασίας στον Νότο, μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, βελτίωση της περιβαλλοντικής ποιότητας, ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών οικονομιών και μείωση της εξάρτησης των βιομηχανικών κρατών του Βορρά από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα ανταγωνιστριών και αναξιόπιστων χωρών.
Ευρωπαϊκή... Silicon Valley
Κατά την παρουσίαση της πενταετούς περιβαλλοντικής αξιολόγησης (SOER 2015), ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, κ. Hans Bruyninckx (ΦΩΤ.), υποστήριξε ότι η Ε.Ε. μπορεί να μετατραπεί σε Silicon Valley των χαμηλών εκπομπών άνθρακα. Για να γίνει, βέβαια, αυτό πράξη, απαιτούνται πολιτική βούληση, όραμα και επενδύσεις. Το κόστος για τον εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων και για την κατασκευή νέων δικτύων μεταφοράς ενέργειας στο σύνολο της ευρωπαϊκής επικράτειας είναι μεγάλο. Ωστόσο, τα μακροπρόθεσμα οφέλη μπορούν να δώσουν πνοή στο όραμα της Ένωσης για την αειφόρο ανάπτυξη και να επιταχύνουν τη διαδικασία της πολιτικής ενοποίησης.
Photo by Play the Game - Play the GameUploaded by Keffertje08, CC BY-SA 4.0.
Επομένως, οι συνομιλίες ανάμεσα στους εταίρους πρέπει να εντατικοποιηθούν και τα κράτη μέλη της Ε.Ε. να καταλήξουν σε συμφωνία, η οποία θα περιλαμβάνει την οικονομική στήριξη τόσο για προγράμματα έρευνας και τεχνολογίας για τις ΑΠΕ, όσο και για τη δημιουργία των απαραίτητων υποδομών.
* Ο κ. Γιάννης Μανώλης είναι πολιτικός επιστήμονας.