Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη*
Συνεχόμενες οι προκλητικές τουρκικές υπερπτήσεις των τελευταίων ημερών και μάλιστα με ανησυχητική, σχεδόν καθημερινή, υπέρπτηση υπεράνω κατοικημένων ελληνικών νησιών.
Ένας ακόμη πονοκέφαλος για την ανερμάτιστη ελληνική κυβέρνηση που καλείται να αντιμετωπίσει δύο προβλήματα -το οικονομικό και το μεταναστευτικό-στη γιγάντωση των οποίων συνέβαλε τα μέγιστα (χωρίς να εξαιρέσουμε τις ευθύνες των προηγουμένων ετών, ειδικά για το πρώτο πρόβλημα). Αναβαθμισμένη η προκλητικότητα της Άγκυρας, καθόσον τις παραβάσεις του Ελληνικού εναερίου χώρου σταδιακά αντικατέστησαν παραβιάσεις που εξελίχθησαν σε υπερπτήσεις και μάλιστα πάνω από κατοικημένα νησιά.
Το φαινόμενο όμως δεν είναι σημερινό, οι παραβάσεις και παραβιάσεις αποτελούν μακροχρόνια στοχευμένη τουρκική τακτική αμφισβήτησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Ακόμη και οι υπερπτήσεις (ας μη ξεχνάμε τις υπερπτήσεις πάνω από το Αγαθονήσι το 2008-9) αποτελούν ένα μέσο προβολής των τουρκικών αξιώσεων αλλά και ψυχολογικών επιχειρήσεων σε βάρος μας.
Φυσικά, η σταθερή συνέχιση της παραπάνω τουρκικής προκλητικότητας δεν αποτελεί στοιχείο καθησυχασμού. Ούτε όμως η προσπάθεια διασύνδεσης της αύξησης των προκλήσεων με τρέχοντα εσωτερικά ή διεθνή γεγονότα οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα καθόσον μάλλον εκτρέπει την προσοχή μας από την πάγια τουρκική αναθεωρητική και επεκτατική πολιτική.
Η σημερινή ένταση της τουρκικής προκλητικότητας δεν αποτελεί συνέπεια της τουρκικής αμηχανίας στη Μέση Ανατολή, ούτε εσωτερικό αντιπερισπασμό στον κουρδικό εφιάλτη, ούτε σχετίζεται άμεσα με τις μεταναστευτικές ροές. Αποτελεί μέρος ενός συγκεκριμένου σχεδίου για την απόκτηση του ελέγχου του μεγαλύτερου δυνατού μέρους του Αιγαίου, η εφαρμογή του οποίου άρχισε σταδιακά από τη δεκαετία του 1960.
Πίσω από τις τουρκικές προκλήσεις δεν κρύβονται ούτε οι «κακοί» Τούρκοι στρατηγοί, ούτε οι «πονηροί» πολιτικοί που επιθυμούν την εκτροπή της προσοχής της τουρκικής κοινωνίας σε έναν εχθρικό και απειλητικό γείτονα. Αυτές οι απλουστεύσεις είναι επικίνδυνες καθόσον εμποδίζουν να διακρίνουμε τους πραγματικούς και μακροχρόνιους στόχους της τουρκικής πολιτικής και κατά συνέπεια αδυνατούμε να χαράξουμε αποτελεσματική στρατηγική αντιμετώπισης της.
Η Τουρκία αποτελεί ένα ιδιόρρυθμο έθνος που προέκυψε μέσα από το βίαιο μετασχηματισμό μιας αυτοκρατορίας. Συνεκτικός κρίκος της νέας κοινωνίας υπήρξε και η επιτυχημένη προσπάθεια απόκτησης μιας εθνικής ταυτότητος. Η ταχεία δημογραφική άνοδος, αργά αλλά σταθερά, συνοδεύθηκε από μια αντίστοιχη οικονομική άνοδο, η οποία πλαισιωμένη ταυτόχρονα και από την αναγκαία για την επιβίωση του καθεστώτος πολιτική, δημιούργησε στα λαϊκά στρώματα μια ευρεία συνείδηση εθνικής δύναμης και ανάγκης επανακατάκτησης των «απολεσθέντων» κυριαρχικών δικαιωμάτων. Η αναθεωρητική πολιτική που προέκυψε μέσα από όλες αυτές τις διαδικασίες κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις βάση προσχεδιασμένων στοχεύσεων, με συνέχεια και συνέπεια. Οπωσδήποτε εμφανίζονται αλλαγές στην τακτική στόχευση, η στρατηγική όμως παραμένει αναλλοίωτη και χωρίς ενδείξεις τροποποίησης στο ορατό μέλλον. Ιδιαίτερα σήμερα που η αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας απέκτησε και το αναγκαίο θρησκευτικό-ιδεολογικό υπόβαθρο με την απαραίτητη ισχύ, οι επιδιώξεις γίνονται μεγαλύτερες και οι κίνδυνοι εντονότεροι.
Υπάρχει όμως τρόπος αντίδρασης; Φυσικά και πάντοτε υπάρχουν δυνατότητες ρεαλιστικής αντιμετώπισης της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν εμείς είμαστε διατιθέμεθα να αναλάβουμε το κόστος της αντιπαράθεσης. Για να λάβουμε όμως μια ανάλογη απόφαση πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε τους κινδύνους και εν συνεχεία να προχωρήσουμε στα λήψη των αναγκαίων διορθωτικών μέτρων. Προφανώς δεν μιλάω για σπασμωδικές αντιδράσεις που πιθανόν να εξυπηρετούν τους σχεδιασμούς των αντιπάλων.
Σήμερα, το πρόβλημα των υπερπτήσεων δεν λύνεται με ενέργειες ανάλογες των τουρκικών χειρισμών έναντι του ρωσικού Su-25 στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας. Παρόμοιες ενέργειες έπρεπε να έχουν λάβει χώρα από τη δεκαετία του 1970-1980. Σήμερα δυστυχώς κουβαλάμε την κληρονομία μιας άτολμης και κατευναστικής πολιτικής δεκαετιών. Δεν είναι εύκολο να πείσουμε τη διεθνή κοινή γνώμη για τις επεκτατικές προθέσεις αυτού με τον οποίο μοιραζόμαστε «κουμπαριές», «ζεμπεκιές» και «μοιρασιά λουλουδιών». Έχουμε άραγε αναλογιστεί πόσες φορές τα τελευταία χρόνια καταδείξαμε στα διεθνή όργανα, με αδιάσειστα επιχειρήματα (τα οποία διαθέτουμε σε μεγάλο βαθμό) τις προκλητικές και μη συμβατές με το διεθνές και κοινοτικό δίκαιο ενέργειες της Άγκυρας. Έχουμε αναλογιστεί την προστιθέμενη αξία των «ανόητων» δηλώσεων πολιτικών ταγών μας για τις σχέσεις μας με τη γείτονα σε επίσημα και ανεπίσημα forums. Ερασιτεχνισμοί, πρόχειρες αποφάσεις, έλλειψη αποφασιστικότητος, πολιτικοί τυχοδιωκτισμοί εναλλασσόμενοι με λεονταρισμούς και συνοδευόμενοι από mea culpa ευθύνονται για το γεγονός ότι εχθροί και φίλοι αδυνατούν να μας «πάρουν στα σοβαρά»!. Ακόμη, αρκετές πολιτικές αποφάσεις και επιλογές μας σε θέματα οικονομίας και αμυντικής προπαρασκευής είναι «αυτοκτονικές» καθόσον οδηγούν αναπόφευκτα στο μαρασμό των ενόπλων δυνάμεων και αποδυνάμωση της αποτρεπτικής ισχύος.
Δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στην παρούσα κυβέρνηση, αλλά σε μια ολόκληρη γενιά πολιτικών, που ουδεμία σχέση είχαν με οποιαδήποτε παραγωγική εργασία, γαλουχήθηκαν σε κοσμοπολίτικα περιβάλλοντα και ασπάστηκαν διεθνιστικές προσεγγίσεις, δυστυχώς μακράν της πραγματικότητος. Άνθρωποι οι οποίοι, ίσως με αγαθές προθέσεις, πίστεψαν σε ουτοπίες όπως στην παγκόσμια επικράτηση του διεθνούς δικαίου ή στην πρόθυμη εμπλοκή τρίτων και αλληλέγγυων για την υπεράσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Ας ελπίσουμε όμως ότι αντικρίζοντας σήμερα στις τηλεοράσεις ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων, από τις πλατείες των Βρυξελλών μέχρι πίσω από τους φράκτες των Βαλκανίων, να αντιληφθούν τη σημασία της στρατιωτικής ισχύος αλλά και των «πετυχημένων» συμμαχιών.
Δυστυχώς όμως η στρατιωτική ισχύς είναι στενά συνδεδεμένη με την οικονομία και στο τομέα αυτό δεν φαίνεται καμία ελπίδα. Όχι γιατί δεν υπάρχει λύση, αλλά λόγω νοοτροπίας, πείσματος, ιδεοληψιών, απογοήτευσης, εξάντλησης αποθεμάτων, δικαιολογημένης κόπωσης. Ίσως είναι άδικο να κατηγορούμε μόνο τους πολιτικούς μας, όλοι μαζί εθελοτυφλούντες αρνούμαστε να διακρίνουμε τους πολλαπλούς κινδύνους που κρύβονται πίσω από την επερχόμενη πτώχευση.
Σήμερα διάγουμε μια περίοδο αξιακής και πολιτικοοικονομικής (δευτερευόντως) κρίσεως και οριακής ισορροπίας στο χείλος πολλών αβύσσων. Οι πολιτικοί μας αρνούνται να το κατανοήσουν και συνεχίζουν τις πολιτικές ανούσιες κονταρομαχίες σε μια λογική «business as usual», ελπίζοντας ότι τελικά θα κατακρημνιστούν μόνο οι αντίπαλοι τους ενώ οι ίδιοι θα επιβιώσουν χάρη στη θεία πρόνοια για να συνεχίσουν το «σωτήριο» έργο τους. Δυστυχώς η άβυσσος θα μας καταβροχθίσει άπαντες.
Ενίοτε βέβαια η άβυσσος είναι σωτήρια και εξαγνιστική, είναι όμως άδικο γιατί συμπαρασύρει ενόχους και αθώους, γεννημένους και αγέννητους και δεν το αξίζουμε. Ίσως όμως τελικά κανείς μας δεν είναι τελείως «αθώος»…
* Ο κ. Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Υποστράτηγος (εα), Πτυχιούχος του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου και κάτοχος Μεταπτυχιακού στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι Μέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ) και Συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ). Διαλέκτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ).