Καταρχάς, το ότι η Τουρκία θέτει συνεχώς ως ζήτημα την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, δεν σημαίνει πως έχει υπάρξει η οποιαδήποτε παραχώρηση κυριαρχίας, όπως η Τουρκία ισχυρίζεται, πολύ περισσότερο, με προϋποθέσεις. Ο στόχος ωστόσο της Τουρκίας βασίζεται σε μία διαπραγματευτική μέθοδο, που οι ίδιοι είναι μαθημένοι, απειλώντας για το μάξιμουμ των απαιτήσεων τους, ώστε να «συμβιβαστούν» στο τέλος με ότι σκόπευαν εξ αρχής.
Ιστορικά μιλώντας, είναι αδόκιμο η κυριαρχία ενός κράτους ή κάποιον περιοχών ενός κράτους να συνδέονται με όρους, πολύ περισσότερο αν αυτοί οι όροι σχετίζονται με τη μη στρατιωτικοποίηση τους. Και αν το 1923 ήταν απλά και μόνο αδόκιμο, μετά την ψήφιση του Καταστατικού Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών το 1945 έγινε και αδύνατο, διότι αυτός καθιέρωσε το δικαίωμα νόμιμης άμυνας και εξοπλισμού. Και βέβαια έχει την εξήγηση του, γιατί αν ένα κράτος επιμένει να στέκεται σε μία σύμβαση ή μία συμφωνία, που παραβιάζεται από ένα άλλο κράτος, αυτή θα πρέπει να αποκρουστεί. Κι αυτό διότι, εφόσον αυτή η παραβίαση θέτει την εθνική ασφάλεια ενός κράτους και την εθνική του άμυνα υπό αμφισβήτηση, έχει το φυσικό δικαίωμα ατομικής ή συλλογικής νόμιμης άμυνας.
Το πρόβλημα σχετικά με την τουρκική θέση, πέραν του εξωφρενικού του πράγματος, είναι ότι διευρύνει τη θεωρία των γκρίζων ζωνών, μιλώντας πλέον, όχι για τα υποτιθέμενα νησιά/βραχονησίδες, που δεν έχουν κατονομαστεί στη συνθήκη της Λωζάνης. Βέβαια, η συνθήκη της Λωζάνης είναι ξεκάθαρη στο ότι οποιαδήποτε περιοχή πέρα των τριών ναυτικών μιλίων από τις τουρκικές ακτές δεν ανήκει στην Τουρκία. Η τελευταία επεκτείνει την πάγια θεωρία της περί γκρίζων ζωνών με την επινόηση ότι η συνεχιζόμενη, κατά αυτήν, στρατιωτικοποίηση 18 ελληνικών νησιών συνεπάγεται και παραβίαση των συνθηκών της Λωζάνης και των Παρισίων, άρα η κυριαρχία τους τίθεται εν αμφιβόλω.
Το ακόμη προβληματικότερο είναι ότι η Τουρκία, βήμα βήμα, χτίζει ένα αφήγημα ότι οι συνθήκες δεν είναι θέσφατο, ότι μπορούν να αναθεωρηθούν και, εν προκειμένω για τη συνθήκη της Λωζάνης, ότι πρέπει τουλάχιστον να τροποποιηθεί, αν όχι να ανατραπεί, με την κατηγορία ότι η Ελλάδα την παραβιάζει συστηματικά, εξωθώντας τη γειτονική χώρα στην αναζήτηση λύσεων! Ενδεικτική είναι η ανακοίνωση του υπουργείου Άμυνας της Τουρκίας, η οποία αναφέρεται σε μία εκ βάθρων παραβίαση της συνθήκης της Λωζάνης με 227 παραβιάσεις εκ μέρους των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων το 2021. Αξιοσημείωτο είναι πως αυτές αφορούν, αν είναι ποτέ δυνατόν, σε πτήσεις ή προσγειώσεις που έγιναν σε νησιά, μεγάλα και πυκνοκατοικημένα, όπως είναι κάποια από τα 18, που η Τουρκία αμφισβητεί την κυριαρχία τους.
Είναι προφανές ότι η Άγκυρα επιχειρεί συνάμα την υπονόμευση της αμυντικής ικανότητας των νησιών. Παράλληλα δημιουργεί μία συνθήκη για να υπονομεύσει τις κινήσεις που έχει κάνει η Ελλάδα το τελευταίο χρονικό διάστημα και την ισχυροποιούν απέναντι στην Τουρκία (βλ. αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία), καθώς και να προλάβει το «κενό» διάστημα μέχρι την έλευση rafale και φρεγατών, εν μέσω της κρίσης στην Ουκρανία, προκειμένου να μας αφαιρέσει εγκαίρως το όποιο πλεονέκτημα και να αποτρέψει τη δημιουργία σε βάρος της τετελεσμένων, όπως την επέκταση των χωρικών μας υδάτων.
Το έτερο είναι ότι η Τουρκία θέλει μέσα αυτού του μαξιμαλισμού να μας υποχρεώσει να δεχθούμε την τουρκική θέση, ότι τα νησιά δεν έχουν ούτε Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη ούτε υφαλοκρηπίδα, παρά μόνο χωρικά ύδατα και μάλιστα περιορισμένα (εξού και η επαναφορά από τον Ακάρ του casus belli στη δημόσια συζήτηση). Δηλαδή επιχειρεί να μας επιβάλει αυτή τη θέση, υπό την απειλή ότι αν δεν προσαρμοστούμε, ο κίνδυνος είναι να τεθεί συνολικά ζήτημα κυριαρχίας των 18 αυτών νησιών.
Αυτή η διαπραγματευτική μέθοδος, δια του εκφοβισμού και των απειλών, σκοπεύει να αλλάξει τα δεδομένα. Είναι μία πρακτική στην οποία οι Τούρκοι είναι μαθημένοι, βασίζεται στο σκεπτικό, πως προκειμένου να αποφύγουμε τα χειρότερα, όπως αυτοί τα προσδιορίζουν, θα πρέπει να δεχθούμε το μίνιμουμ που μας προσφέρουν. Η πρώτη αντίδραση των ΗΠΑ ήταν στη σωστή κατεύθυνση, θα πρέπει να επιδιώξουμε -ακόμη και μέσω διεθνούς εκστρατείας- τη μεγαλύτερη διεθνή κατακραυγή σε βάρος της Άγκυρας και των επίμονα παράλογων ισχυρισμών της.
* O Kωνσταντίνος Φίλης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Αμερικανικού Κολεγίου Ελλάδας και αναλυτής διεθνών θεμάτων του ΑΝΤ1