Photo by Rob Carr/Getty Images/Ideal Image
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Τις τελευταίες ημέρες έχει ξεσπάσει θόρυβος μετά από δημοσιεύματα αμερικανικών εφημερίδων όπως η Washington Post, σύμφωνα με τα οποία η CIA σε μυστική της έκθεση έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι Ρώσοι hackers προσπάθησαν να επηρεάσουν τις αμερικανικές εκλογές υπέρ της εκλογής του Ντόναλντ Τράμπ.
Ο θόρυβος που έχει προκληθεί οδήγησε τον απερχόμενο Πρόεδρο, Μπαράκ Ομπάμα, να ζητήσει από τις υπηρεσίες πληροφοριών να διεξάγουν έρευνα για το θέμα και να του παραδώσουν το πόρισμα πριν από την ορκωμοσία του νέου Προέδρου στις 20 Ιανουαρίου του 2017. Βέβαια, ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις, ξεκαθάρισε ότι το αίτημα του Προέδρου, δεν αμφισβητεί το αποτέλεσμα των εκλογών και τη νίκη του Ντόναλντ Τράμπ. Όπως ανέφερε, ο Λευκός Οίκος γνωρίζει ποιος κέρδισε και αυτός δεν ήταν ο υποψήφιος που υποστήριζε ο Πρόεδρος Ομπάμα.
Ταυτόχρονα, οι Δημοκρατικοί στο Κογκρέσο και ο συνηθισμένος «Ρεπουμπλικάνος» γκρινιάρης Γερουσιαστής, Τζόν Μακέην (δεν έχει κρύψει την αντιπάθεια του για τον Ντόναλντ Τράμπ), σε κοινή δήλωση με τον ηγέτη των Δημοκρατικών Γερουσιαστή, Τσάκ Σούμερ, εκφράζουν την άποψη ότι η έκθεση της CIA, θα πρέπει «να προκαλέσει ανησυχία σε κάθε Αμερικανό».
Από την πλευρά του, ο ίδιος ο Ντόναλντ Τράμπ σε συνέντευξη του στο τηλεοπτικό δίκτυο Fox News, κατηγόρησε τους Δημοκρατικούς για τα «γελοία» όπως τα χαρακτήρισε δημοσιεύματα που φέρνουν τους Ρώσους να κρύβονται πίσω από τις υποκλοπές.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι και κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας οι Δημοκρατικοί και τα μέσα ενημέρωσης, είχαν παίξει έντονα αυτό το χαρτί εναντίον του Ντόναλντ Τράμπ, αποτυγχάνοντας να τον πλήξουν.
Όμως η φασαρία που έχει ξεσπάσει τώρα, είναι τελείως διαφορετικού περιεχομένου, διότι είναι άλλο να κατηγορείς κάποιον εν μέσω μιας σκληρής προεκλογικής εκστρατείας, και άλλο να αφήνεις αιχμές για τον επόμενο Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι κατηγορίες εναντίον της Ρωσίας μπορεί να ικανοποιούν την τεράστια απογοήτευση και αγανάκτηση των του σκληρού πυρήνα των υποστηρικτών της Χίλαρι Κλίντον, και τους εχθρούς του νέου Προέδρου. Την ίδια στιγμή όμως πλήττουν την αξιοπιστία των Ηνωμένων Πολιτειών ως υπερδύναμης και θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια αίσθηση αμφισβήτησης της Προεδρίας του Ντόναλντ Τράμπ.
Επίσης, δημιουργούν κίνδυνο να υποθηκευθούν οι σχέσεις Ουάσιγκτον – Μόσχας κατά τη διάρκεια της Προεδρίας Τράμπ, πριν καν αναλάβει καθήκοντα ο νέος Πρόεδρος.
Η απόφαση του απερχόμενου Προέδρου, Μπαράκ Ομπάμα, να διατάξει με τέτοιο δημόσιο τρόπο την έρευνα και να ζητήσει πόρισμα πριν την ορκωμοσία του Ντόναλντ Τράμπ, είναι μια κίνηση υψηλού ρίσκου. Στην υποθετική περίπτωση που το πόρισμα είναι καταφατικό, αλλά ακόμα και στην περίπτωση που αφήνει υπόνοιες για παρέμβαση, τίποτα καλό δεν πρόκειται να προκύψει.
Καταρχήν είναι αδύνατον να ανατραπεί το εκλογικό αποτέλεσμα. Η νίκη του κ. Τράμπ σε επίπεδο εκλεκτόρων είναι τέτοιου μεγέθους που δεν ανατρέπεται. Σε μια στιγμή που η χώρα δείχνει να επανέρχεται σε μια ήρεμη κατάσταση η ενέργεια αυτή μπορεί να οδηγήσει σε νέα πολιτική και κοινωνική αντιπαράθεση, μόνο και μόνο διότι κάποιοι δεν μπορούν να χωνέψουν μια ήττα.
Εάν το πόρισμα είναι θετικό, η θέση του νέου προέδρου θα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Όσο και να μην το επιθυμεί θα πρέπει να αντιδράσει αρνητικά έναντι της Ρωσίας, σε μια στιγμή που φαίνεται ότι υπήρχε σοβαρή προοπτική να πέσουν οι τόνοι και να εισέλθουμε σε μια περίοδο συνεργασίας μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας.
Σε όλη τη διάρκεια της θητείας του ο Ντόναλντ Τράμπ θα έχει να αντιμετωπίσει θερμοκέφαλους οι οποίοι σε κάθε ευκαιρία θα επισείουν σενάρια συνομωσίας αμφισβητώντας τις αποφάσεις του σε κρίσιμα διεθνή αλλά και εσωτερικά θέματα.
Οι διαρροές της CIA και η απόφαση του κ. Ομπάμα, δυναμιτίζουν τη σχέση του νέου Προέδρου με την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών, όταν μάλιστα έχει επιλέξει για νέο Διευθυντή της CIA, βουλευτή Μάϊκ Πομπέο, σφοδρό επικριτή της πολιτικής και των επιδόσεων της υπηρεσίας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η πρώτη αντίδραση του επιτελείου του νέου Προέδρου, σχολιάζοντας την έκθεση της CIA, ήταν να σχολιάσει ότι πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους που είχαν καταλήξει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι ο Σαντάμ Χουσεϊν είχε όπλα μαζικής καταστροφής.
Βέβαια, θα είναι λάθος να πει κανείς ότι οι υποψίες δεν θα πρέπει να ερευνηθούν. Σε καμία περίπτωση μια υπερδύναμη όπως οι ΗΠΑ, δεν μπορούν να αφήσουν μια τέτοια πιθανότητα ανεξερεύνητη. Παρόλα αυτά η σοβαρή κίνηση θα ήταν να γίνει μια σε βάθος έρευνα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και εκτός πολιτικής αντιπαράθεσης, έτσι ώστε να μην πληγούν τα συμφέροντα και οι θεσμοί της χώρας.
Ακόμη πιο πολύ όταν ένα πόρισμα που θα επιβεβαιώνει επιρροή, θα αποτελεί βαριά καταδίκη για την αξιοπιστία της κυβέρνησης και των υπηρεσιών της κυβέρνησης Ομπάμα.
Συμπερασματικά, παρά τον θόρυβο που έχει ξεσπάσει, η ρήση που ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση είναι, «πολύ κακό για το τίποτα».
* Ο κ. Δημήτρης Γ. Απόκης είναι Διεθνολόγος Απόφοιτος του The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies, The Johns Hopkins University και Δημοσιογράφος.