(Photo by Harold Cunningham / Stringer/Getty Images/Ideal Image)
Του Μιχάλη Διακαντώνη*
Η κατακόρυφη πτώση των τιμών του πετρελαίου έχει ήδη αρχίσει να προκαλεί τις πρώτες αναταράξεις στις αγορές ενέργειας, δημιουργώντας προϋποθέσεις κρίσιμων γεωπολιτικών μεταβολών. Στο παρόν κείμενο θα αναλυθούν οι οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις που προκαλούνται τόσο σε εταιρικό όσο και σε εθνικό επίπεδο για μια σειρά σημαντικών διεθνών δρώντων που δραστηριοποιούνται στον ενεργειακό κλάδο.
Ο κλάδος της ενέργειας πλήττεται και μετασχηματίζεται
Οι εξαιρετικά χαμηλές τιμές του πετρελαίου είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αυξημένης παγκόσμιας προσφοράς απ' τις χώρες του Οργανισμού Πετρελαιοπαραγωγών Εξαγωγών Χωρών (ΟΠΕΚ - OPEC) και τις ΗΠΑ και της μειωμένης παγκόσμιας ζήτησης, λόγω της ασθενικής οικονομικής ανάπτυξης της Ευρωζώνης και της οικονομικής επιβράδυνσης της Κίνας. Η διατήρηση της παραγωγής του OPEC σε υψηλά επίπεδα στοχεύει, μέσω των χαμηλών πετρελαϊκών τιμών που δημιουργεί, στον παραγκωνισμό των αμερικανικών εταιρειών σχιστολιθικού πετρελαίου και αερίου απ' τις διεθνείς αγορές ενέργειας. Ήδη αρκετές εταιρείες του κλάδου είδαν τα κέρδη τους να μειώνονται σημαντικά και τα χρέη τους να αυξάνονται, οδηγώντας σε περιορισμό των εργασιών τους και αναστολή των μελλοντικών επενδυτικών τους σχεδίων.
Οι συνέπειες, όμως, δεν περιορίζονται στις μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου, αλλά πλήττουν και τους διεθνείς ενεργειακούς κολοσσούς. Η Royal Dutch Shell είδε τα περυσινά της κέρδη να περιορίζονται κατά 56%, ενώ σκοπεύει να πουλήσει περιουσιακά στοιχεία αξίας $30 δισ. μέχρι το 2018, η Exxon Mobil απώλεσε το 57% των κερδών της, η Chevron παρουσίασε για πρώτη φορά μετά το 2002 τριμηνιαίες ζημιές, η αμερικανική Occidental είχε τις μεγαλύτερες τριμηνιαίες ζημιές εδώ και 25 έτη, ενώ η ΒP παρουσίασε ζημιές $6.5 δισ. για το 2015 και αναμένεται να απολύσει 7.000 υπαλλήλους μέχρι το τέλος του 2017 (το 9% του εργατικού δυναμικού της). Όλες οι παραπάνω εταιρείες περιορίζουν τις δραστηριότητές τους και αναμένεται να χαθούν τουλάχιστον 95.000 θέσεις εργασίας μόνο στις ΗΠΑ, ενώ η αναβολή των επενδυτικών σχεδίων για τις 68 μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου προβλέπεται να φθάσει στο δυσθεώρητο ποσό των $380 δισ.
Η διεθνής συμβουλευτική εταιρεία Wood Mackenzie, που εξειδικεύεται στον τομέα της ενέργειας, ανέφερε ότι περισσότερο αναμένεται να πληγούν τα επενδυτικά σχέδια σε ΗΠΑ, Νορβηγία, Καναδά, Νιγηρία, Ανγκόλα και Καζακστάν, ενώ οι τιμές θα πρέπει να φθάσουν στα $60 δολ. προκειμένου να αναληφθούν νέες επενδύσεις.
Πώς επηρεάζεται, όμως, η προσφορά από αυτές τις εξελίξεις; H Wood Mackenzie υπολόγισε ότι λιγότερο από το 0,1% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου έχει σταματήσει, κυρίως στον Καναδά όπου τα κόστη εξόρυξης είναι υψηλά, στη Βόρεια Θάλασσα όπου πολλά παλαιά κοιτάσματα αρχίζουν να εξαντλούνται, αλλά και σε συμβατικές onshore πετρελαιοπηγές στις ΗΠΑ που έχουν χαμηλή απόδοση. Με βάση τις σημερινές τιμές, το 3,5% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου θα οδηγηθεί σε αρνητικές ταμειακές ροές, ενώ στις ΗΠΑ μόνο το 2% των παραγωγών αργού προβλέπεται να έχουν αρνητικές ταμειακές ροές σε τιμές κάτω των $35/βαρέλι. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι οι παρούσες τιμές επαρκούν για να να ξεκινήσουν καινούργιες εξορύξεις, καθώς, για να συμβεί κάτι τέτοιο, απαιτείται η αξία του βαρελιού να φθάσει μεταξύ $40 και $60. Συνεπώς, απ' το τρίτο εξάμηνο και ως τις αρχές του 2017, η παραγωγή του πετρελαίου στις ΗΠΑ αναμένεται να περιοριστεί σταδιακά, ωθώντας τις τιμές προς τα πάνω, καθώς η απόδοση των σχιστολιθικών πηγών θα μειωθεί στο 70% της αρχικής δυναμικότητάς τους.
(Φωτ.: Με βάση τις σημερινές τιμές, το 3,5% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου θα οδηγηθεί σε αρνητικές ταμειακές ροές, ενώ στις ΗΠΑ μόνο το 2% των παραγωγών αργού προβλέπεται να έχουν αρνητικές ταμειακές ροές σε τιμές κάτω των $35/βαρέλι. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι οι παρούσες τιμές επαρκούν για να να ξεκινήσουν καινούργιες εξορύξεις, καθώς απαιτείται η αξία του βαρελιού να φθάσει μεταξύ $40 και $60.)
Πέραν του σταδιακού περιορισμού της προσφοράς, οι επιπτώσεις των χαμηλών τιμών έχουν και άλλες συνέπειες:
- Αναγκάζουν τους αμερικανικούς παραγωγούς να μειώσουν περαιτέρω τα κόστη τους μέσω τεχνολογικών καινοτομιών αλλά και παροχής φθηνότερων υπηρεσιών, δημιουργώντας προϋποθέσεις υψηλότερης ανταγωνιστικότητας στο μέλλον.
- Δημιουργούν κινδύνους για το διεθνές τραπεζικό σύστημα, καθώς θέτουν εν αμφιβόλω την αποπληρωμή των δανείων που έχουν λάβει οι αμερικανικές εταιρείες σχιστολιθικού πετρελαίου. Οι περισσότερες από τις εταιρείες αυτές δεν μπορούν να διακόψουν την παραγωγή τους, καθώς έχουν στηριχθεί σε δανειακά κεφάλαια για να αναπτυχθούν και χρειάζονται χρηματικά διαθέσιμα για να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, έστω και αν λειτουργούν υπό συνθήκες που δεν καλύπτουν το μακροπρόθεσμο κόστος τους. Η πολιτική αυτή, όμως, δεν μπορεί να συνεχιστεί μακροχρόνια, καθώς θα οδηγήσει σε ζημιές και πτωχεύσεις, αν οι τιμές δεν ανέλθουν εντός των επόμενων μηνών.
- Εκ των ανωτέρω, προκύπτει ότι μια πιθανή κατάληξη είναι η ήπια και σταδιακή αύξηση των τιμών, που θα επιτρέψει μόνο σε εταιρείες με υψηλά χρηματικά διαθέσιμα να επιβιώσουν, οδηγώντας την αμερικανική αγορά ενέργειας –μέσα από διαδικασίες εξαγορών και συγχωνεύσεων– σ' ένα καθεστώς περισσότερο ολιγοπωλιακού χαρακτήρα.
- Η απώλεια θέσεων εργασίας στον ενεργειακό τομέα και σε κλάδους που σχετίζονται με αυτόν ίσως επιδράσει στην εκλογή του νέου Προέδρου στις ΗΠΑ, ενισχύοντας ως ένα βαθμό το ρεπουμπλικανικό κόμμα.
- Οι οικονομικές δυσχέρειες που προκαλούνται για τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη Βόρεια Θάλασσα δύναται να επηρεάσουν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για την παραμονή της Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και να προκαλέσουν την επιτάχυνση της Διατλαντικής Συμφωνίας Εμπορίου (TTIP) προκειμένου να συμπεριληφθούν στις διατάξεις της κεφάλαια ενεργειακού ενδιαφέροντος.
Η πολιτική της Ρωσίας και της Gazprom
Προσφάτως, αναπτύχθηκε φημολογία για μια πιθανή συνεννόηση μεταξύ Σ. Αραβίας και Ρωσίας, που θα περιόριζε την παραγωγή πετρελαίου προκειμένου να ανέλθουν οι τιμές του. Μια τέτοια επιλογή, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί σε περίπτωση που οι τιμές παραμείνουν χαμηλές για μεγάλο χρονικό διάστημα, έρχεται σε αντίφαση με τη μακροπρόθεσμη στρατηγική του Ριάντ, καθώς θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια του μεριδίου αγοράς που προσπαθεί να διατηρήσει έναντι των Αμερικανών παραγωγών πετρελαίου. Παράλληλα, η Σ. Αραβία είναι επιφυλακτική απέναντι στη Μόσχα, καθώς θεωρεί ότι η δεύτερη είχε παραβιάσει τους όρους μιας ανάλογης συμφωνίας που είχε επιτευχθεί το 1998, ενώ κατέχει και πολύ υψηλότερα χρηματικά διαθέσιμα σε σχέση με τη Ρωσία, που, υπό τις παρούσες συνθήκες, κινδυνεύει να δει τα αποθεματικά της να εξαντλούνται έως τις αρχές του επόμενου έτους. Οι χαμηλές πετρελαϊκές τιμές προκαλούν δυσάρεστες μνήμες στη Μόσχα, καθώς πολλοί θεωρούν ότι ήταν μια βασική αιτία που πυροδότησε τις εξελίξεις για τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Πρόεδρος Vladimir Putin φαίνεται ότι απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των Ρώσων πολιτών, αλλά η περαιτέρω επιδείνωση του ρωσικού βιοτικού επιπέδου σε μια περίοδο όπου η χώρα έχει ανοίξει πολλαπλά μέτωπα (Ουκρανία, Συρία, Τουρκία) φαίνεται ότι θα αποτελέσει μια κρίσιμη δοκιμασία για τη λαϊκή αποδοχή του. Για να ενισχύσει τα μειωμένα έσοδά της, η ρωσική κυβέρνηση σκέφτεται να ιδιωτικοποιήσει μέρος της ενεργειακής Rosneft, όπως και ορισμένες τράπεζες, πρωτοβουλία που ίσως χρηματοδοτηθεί απ' το ίδιο το κράτος. Τελικά, η απειλή του περιορισμού της ρωσικής αμυντικής ικανότητας που θα προκύψει απ' τα μειωμένα κυβερνητικά έσοδα αναμένεται να οδηγήσει σε μια πιο επιθετική και διεκδικητική ρωσική πολιτική μέσα στους επόμενους μήνες.
Σε εταιρικό επίπεδο, η Gazprom φαίνεται ότι θα αναγκαστεί να αλλάξει τη στρατηγική των υψηλών τιμών αερίου που ήταν συνδεδεμένες με τις τιμές του πετρελαίου και να υιοθετήσει μια διαφορετική πολιτική που θα θυμίζει αυτήν της Σ. Αραβίας στο πετρέλαιο: δηλαδή τιμολόγηση σε πιο ανταγωνιστικούς όρους που θα διαμορφώνονται στους διεθνείς ενεργειακούς κόμβους σε όρους δημοπρασίας (hub pricing). Η πολιτική αυτή έχει ήδη αρχίσει να εφαρμόζεται από την Gazprom για μικρές ποσότητες αερίου, αλλά αναμένεται να επεκταθεί μελλοντικά, καθώς της προσφέρει τρία σημαντικά πλεονεκτήματα:
- Δίνει τη δυνατότητα να επεκτείνει το μερίδιο αγοράς της, αποδεχόμενη όμως μικρότερες τιμές (τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα).
- Δημιουργεί εμπόδια στους Αμερικανούς εξαγωγείς υγροποιημένου αερίου (LNG) εφόσον οι τιμές τεθούν σε ύψος χαμηλότερο απ' το βραχυπρόθεσμο οριακό κόστος τους.
- Μπορεί να συμβάλλει στην αποκατάσταση των σχέσεων με την Ε.Ε., γιατί η Ευρώπη έχει ανάγκη το ρωσικό αέριο, αλλά σε πιο ανταγωνιστικές τιμές που θα εξοικονομήσουν πόρους για άλλες κυβερνητικές δαπάνες, αλλά και γιατί η αύξηση της χρήσης αερίου θα συντείνει στην υλοποίηση των ευρωπαϊκών περιβαλλοντικών προγραμμάτων που στοχεύουν στον περιορισμό των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα.
Η Κίνα και ο υπόλοιπος κόσμος
Η πτώση των τιμών έχει πλήξει ιδιαίτερα τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Η χρεοκοπία της Βενεζουέλας, σύμφωνα με τη τράπεζα Barclays, θεωρείται απλά ζήτημα χρόνου και γι' αυτό ο υπουργός Πετρελαίου της χώρας έσπευσε να συναντήσει τον Σαουδάραβα ομόλογό του προκειμένου να ρυθμιστούν οι τιμές. Το αποτέλεσμα της συνάντησης αυτής χαρακτηρίστηκε «επιτυχημένο», χωρίς να διαρρεύσουν άλλες πληροφορίες για το τι μέλλει γενέσθαι.
Η βραζιλιάνικη κρατική Petrobras έχει υψηλότατα χρέη, μειωμένη παραγωγή και έχει στιγματιστεί απ' την εμπλοκή της σ' ένα σοβαρό σκάνδαλο διαφθοράς. Η εταιρεία είναι αρκετά πιθανό να ιδιωτικοποιηθεί, καθώς η οικονομική κατάσταση της Βραζιλίας, που αντιμετωπίζει ύφεση 4% και διψήφιο πληθωρισμό, δεν επιτρέπει τη διάσωσή της με κρατικά κεφάλαια. Στο Ιράκ, τα μειωμένα κρατικά έσοδα αδυνατίζουν την αμυντική θωράκιση της χώρας, δυσχεραίνοντας την καταπολέμηση του ISIS, ενώ και η Νιγηρία αντιμετωπίζει προβλήματα πολιτικής αστάθειας. Ακόμη και το σχετικά πλουσιότερο Αζερμπαϊτζάν νιώθει τους τριγμούς των χαμηλών τιμών, καθώς προσέτρεξε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα, προκειμένου να λάβει έκτακτη χρηματική βοήθεια ύψους $4 δισ. Το δάνειο αυτό από δύο θεσμούς που είναι κυρίως δυτικής επιρροής δείχνει την πρόθεση της Ουάσινγκτον να μην αφήσει τη χώρα σε κατάσταση οικονομικής αδυναμίας, καθώς η γεωγραφική της θέση είναι κρίσιμη τόσο απέναντι στη ρωσικά ελεγχόμενη Αρμενία όσο και για το μελλοντικό της ρόλο στο παγκόσμιο ενεργειακό γίγνεσθαι ως εναλλακτικής τροφοδότριας της Ευρώπης.
Τέλος, η Κίνα είναι ίσως η πιο ευνοημένη χώρα απ' τις χαμηλές ενεργειακές τιμές που επικρατούν, καθώς αποτελεί τον μεγαλύτερο καταναλωτή πετρελαίου στον κόσμο και το 2014 συνέβαλλε κατά 43% στην αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσής του. Αυτό συμβαίνει γιατί:
- Έχει τη δυνατότητα να προμηθευτεί φθηνότερα μια βασική βιομηχανική πρώτη ύλη, που είναι απαραίτητη προκειμένου να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της.
- Μπορεί να διαπραγματευτεί με καλύτερους όρους τις ενεργειακές συμφωνίες φυσικού αερίου που έχει συνάψει με τη Ρωσία (αγωγοί Power of Siberia και Altai), η οποία βρίσκεται σε δυσχερή θέση διαπραγμάτευσης λόγω του οικονομικού εμπάργκο, των χαμηλών ενεργειακών τιμών και την ακύρωση των ενεργειακών της σχεδίων στην Τουρκία.
- Έχει την ευκαιρία να επεκτείνει τα στρατηγικά ενεργειακά της αποθέματα με στόχο να τα φθάσει στις 90 μέρες (ακολουθώντας το παράδειγμα των ΗΠΑ μετά την κρίση του 1973).
- Επεκτείνει δυναμικά τον παραγωγικό κλάδο της διύλισης, τόσο σε εγχώριο, όσο και σε εξαγωγικό επίπεδο, καθώς στη χώρα έχουν ιδρυθεί μια σειρά από ιδιωτικά διυλιστήρια που έχουν αποθηκεύσει μέσω εισαγωγών μεγάλες ποσότητες φθηνού αργού πετρελαίου.
- Η εξοικονόμηση εισοδήματος για τα κινεζικά νοικοκυριά θα μεταφραστεί σε αυξημένη κατανάλωση αλλά και επενδύσεις που θα βοηθήσουν στην ενίσχυση της κινεζικής οικονομίας, σε μία περίοδο όπου αυτή ταλανίζεται από τις κατασκευαστικές, χρηματιστηριακές και πιστωτικές «φούσκες» της.
- Η χώρα έχει καταφέρει να περιορίσει την εξάρτησή της από τις εισαγωγές του OPEC από το 70% το 2012 στο 55%. Ωστόσο, ενδεχόμενη ιδιωτικοποίηση κρατικών πετρελαϊκών εταιρειών της Βενεζουέλας, της Βραζιλίας και του Εκουαδόρ, που αποτελούν προμηθευτές της Κίνας, ίσως περιορίσει την αυτονομία και την ενεργειακή της διαφοροποίηση.
Δεδομένου ότι οι χαμηλές τιμές της ενέργειας προσφέρουν τη δυνατότητα στην παγκόσμια οικονομία να ανακτήσει μέρος της δυναμικής που απώλεσε από την οικονομική κρίση του 2008, θα έχει ενδιαφέρον να δούμε αν η εξέλιξη αυτή θα επιδράσει ως μέσο ανάσχεσης των οικονομικών και πολιτικών συγκρούσεων που έχουν ενταθεί ιδιαίτερα κατά την παρούσα περίοδο ή αν θα λειτουργήσει ως σπίθα που θα πυροδοτήσει νέους και οξύτερους διεθνείς γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς.
* Ο κ. Μιχάλης Διακαντώνης είναι οικονομολόγος/διεθνολόγος, συντονιστής στο Παρατηρητήριο Ανατολικής Μεσογείου στον Τομέα Ρωσίας Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΤΟ.ΡΕ.ΝΕ).